«Δημήτρη, τι θα γράψει για μένα η Ιστορία;»
Η συγκυρία μού επιφύλαξε να ζήσω κοντά του τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του. Χρόνια δύσκολα από βιολογικής πλευράς, αλλά και χρόνια προβληματισμού, αυτοκριτικής και αξιολόγησης μιας ολόκληρης ζωής από τον ίδιο.
Κοντά του σε δύσκολες στιγμές μέσα στα νοσοκομεία και τις εντατικές μονάδες, όταν έδινε συνεχώς μάχες όχι μόνο για την ίδια του τη ζωή, αλλά και για την προσωπική του ιστορία με το να βρεθεί ακόμα και κατηγορούμενος στο Ειδικό Δικαστήριο.
Σε στιγμές όπου κάθε άνθρωπος λυγίζει, ομολογώ σαν γιατρός ότι θαύμασα όχι μόνο την αξιοπρέπειά του στις δύσκολες αυτές ώρες, αλλά κυρίως την αγωνιστικότητά του και το πάθος του να νικήσει ακόμα και αυτή τη μάχη με τον θάνατο. Χωρίς ποτέ ούτε για μια στιγμή μπροστά μου ή ενώπιον και των άλλων γιατρών να δείξει ότι φοβάται τον θάνατο, που ο κοινός άνθρωπος συνήθως με δέος τον αντιμετωπίζει. Αυτό νομίζω δεν ήταν μόνον προσωπική μου γνώμη, αλλά η κρατούσα άποψη μεταξύ όλων των γιατρών που ενεπλάκησαν στα διάφορα σοβαρά προβλήματα της υγείας του.
Θυμούμαι τον Σεπτέμβριο του 1988 στο Νοσοκομείο Χέρφιλντ του Λονδίνου λίγο πριν από τη σοβαρή εγχείρηση καρδιάς είχαμε μία συζήτηση με θέμα τους πρωθυπουργούς που κυβέρνησαν την Ελλάδα σε συνάρτηση με τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα από την εποχή του Καποδίστρια.
Σε κάποια στιγμή της συζήτησής μας και χωρίς καθόλου να το περιμένω, με ρωτά: «Δημήτρη, τι άραγε πιστεύεις θα γράψει και για μένα η ιστορία;».
Ομολογώ ότι δεν περίμενα ποτέ τέτοια ερώτηση, αλλά κυρίως δεν ήξερα πρόχειρα πώς να απαντήσω.
Αυθόρμητα μου ήρθε στο στόμα μια απάντηση που αργά και δειλά άρχισα να ψελλίζω.
«Πρόεδρε, πιστεύω ότι η ιστορία δεν θα γράψει ότι ήσασταν ένας δεύτερος Καποδίστριας». Με κοίταξε με ένα περίεργο και απροσδιόριστο βλέμμα περιμένοντας τη συνέχεια: «Όμως είμαι βέβαιος ότι θα γράψει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου σε δύσκολα χρόνια αποκάλυψε στους Έλληνες και ιδιαίτερα σε εμάς, τους νέους της εποχής εκείνης, πράγματα που μας ήταν άγνωστα τη δεκαετία του 1960. Ποιοι πραγματικά κυβερνούσαν τότε τη χώρα. Ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος των ανακτόρων, του ΝΑΤΟ και των μεγάλων δυνάμεων. Μίλησε για εθνική πραγματική ανεξαρτησία. Εστράφη κατά του τότε κατεστημένου και τάχθηκε υπέρ του μη προνομιούχου πολίτη. Κατήγγειλε τον παλαιοκομματισμό της εποχής και με δικό του κόμμα που δημιούργησε εκ του μηδενός επιχείρησε μια ειρηνική επανάσταση στην Υγεία, στην Παιδεία, στον Πολιτισμό και πέτυχε ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος υπέρ των αδυνάτων».
Τότε με ξαναρώτησε με προβληματισμό: «Όμως τελικά επέτυχε;».
Του απάντησα και εγώ με προβληματισμό: «Πρόεδρε, οι επαναστάσεις, ακόμα και οι αιματηρές, κάνουν ένα άλμα στην κοινωνία όπως π.χ. η Γαλλική Επανάσταση. Όμως δεν επιλύουν τα κοινωνικά προβλήματα για πάντα. Χρειάζονται άξιοι συνεχιστές. Εσείς πιστεύετε ότι υπάρχουν;».
Τότε ένα αδιόρατο πικρό χαμόγελο σχηματίσθηκε στο πρόσωπό του, χωρίς να λάβω συγκεκριμένη απάντηση. Έτσι συνήθως έκλεινε τη συζήτηση ο Ανδρέας, όταν δεν ήθελε να απαντήσει. Αυτές τις πρόχειρες απόψεις μου τις προσυπογράφω και σήμερα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως εγώ τον γνώρισα, ήταν ένας ασυμβίβαστος άνθρωπος σε ό,τι πίστευε. Ήθελε και οραματιζόταν την Ελλάδα να παίξει ένα ρόλο πρωταγωνιστή και όχι κομπάρσου στη διεθνή σκηνή μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων και του τρίτου κόσμου. Η μεγαλύτερη απογοήτευσή του υπήρξε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει αυτοδύναμος τρίτος κόσμος, αλλά ότι ο κόσμος αυτός ήταν ουσιαστικά ένα συνονθύλευμα εξαρτημένων χωρών από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Σοβιετική Ένωση.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το τελικό πλήγμα για τους οραματισμούς του Ανδρέα Παπανδρέου, γεγονός το οποίο εξηγεί και την αλλαγή της αρχικής πολιτικής του από το 1993 και μετά, όταν ανέλαβε και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας.