Σε δύσβατο μονοπάτι μάς ρίχνει η άνοδος των επιτοκίων
Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να αναφέρουμε τη σημερινή δανειακή κατάσταση. Το δημόσιο χρέος φτάνει στα 220 δισ. ευρώ, πολλές μονάδες υψηλότερο από το ΑΕΠ και κανείς δεν γνωρίζει πού θα φτάσει μέχρι το τέλος του 2006. Ο περαιτέρω δανεισμός του Δημοσίου θα εξαρτηθεί και από την πορεία των εσόδων, που από τον Απρίλιο άρχισαν να παρουσιάζουν σοβαρή κάμψη, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (τον Απρίλιο η αύξηση των εσόδων περιορίστηκε στο 1% και τον Μάιο στο 3%, έναντι του στόχου του προϋπολογισμού του 2006 για αύξηση 6,3% των άμεσων φόρων και 9,8% των έμμεσων).
Σημειώνουμε ότι από το σύνολο του δημοσίου χρέους ποσό 50 δισ. ευρώ περίπου είναι σε ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου. Συνεπώς οι όποιες αυξήσεις επιτοκίων επηρεάζουν άμεσα τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, οι οποίες ανέρχονται στο σημαντικό ποσό των 10 δισ. ευρώ ετησίως μόνο για την πληρωμή των τόκων. Τα 50 δισ. ευρώ του χρέους με κυμαινόμενο επιτόκιο θα επιβαρυνθούν φέτος με επιπλέον τόκους 500 εκατ. ευρώ περίπου. Πέραν αυτού και τα νέα ομόλογα που θα εκδώσει το κράτος θα επιβαρύνονται με τα αυξημένα τρέχοντα επιτόκια. Επομένως το πρόβλημα ακουμπάει και το έλλειμμα του τρέχοντος προϋπολογισμού και το ύψος του δημοσίου χρέους.
Στην ίδια δυσχερή δανειακή θέση βρίσκονται και οι επιχειρήσεις το συνολικό χρέος των οποίων υπολογίζεται στα 70 δισ. ευρώ. Και όλα σχεδόν τα επιχειρηματικά δάνεια επιβαρύνονται περίπου με 10% (επιτόκια και διάφορα έξοδα κερδοσκοπικής έμπνευσης!). Η κατά μία μονάδα αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τις δανειολήπτριες επιχειρήσεις κατά 700 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως, δεδομένου ότι όλα σχεδόν αυτά τα δάνεια έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι δανειολήπτριες επιχειρήσεις επιβαρύνονται ετησίως με 8 δισ. ευρώ για τόκους και λοιπά έξοδα εξυπηρέτησης των δανείων τους.
Και όλες σχεδόν αυτές οι επιχειρήσεις είναι μικρομεσαίες με χαμηλή ή και ανύπαρκτη κερδοφορία. Η επιπλέον επιβάρυνση με τόκους (λόγω αύξησης των επιτοκίων) θα επιδεινώσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική τους κατάσταση. Ένας από τους λόγους που η μικρομεσαία επιχείρηση φθίνει είναι και η ομηρία της από το αχόρταγο τραπεζικό σύστημα. Και υπενθυμίζουμε ότι στην Ελλάδα ισχύουν τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πρωταθλητής στο άλμα εις ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων, για να μιλήσουμε και με αθλητικούς όρους. Ενώ, αντιθέτως, για τα επιτόκια καταθέσεων οι τράπεζες ακολουθούν τις «χαμηλές πτήσεις». Και αυτό το φαινόμενο δεν απασχόλησε ποτέ την κυβέρνηση και στο παρελθόν και τώρα.
Σε παραπλήσιο ύψος βρίσκονται και οι δανειακές υποχρεώσεις των νοικοκυριών. Υπερβαίνουν ήδη τα 65 δισ. ευρώ. Στεγαστικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια έχουν «φεσώσει» σχεδόν όλα τα μικρομεσαία νοικοκυριά. Και με το δεδομένο ότι όλα αυτά τα δάνεια έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο και υψηλό επιτόκιο, κάθε αύξηση των ευρωεπιτοκίων δεσμεύει περισσότερο μηνιαίο εισόδημα των νοικοκυριών για την εξυπηρέτηση των δανείων. Τα νοικοκυριά τώρα καλούνται να περιορίσουν την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία μας.
Το δυστύχημα είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα των νοικοκυριών δεν έχει πλέον την εισοδηματική ικανότητα για την αποπληρωμή των δανείων. Η ακρίβεια κατατρώει το όποιο εισόδημα και, σε συνδυασμό με το «πάγωμα» των αποδοχών, τα νοικοκυριά ή θα οδηγηθούν στην εξαθλίωση ή θα συνεχίσουν να αυξάνουν τον δανεισμό τους και την εξάρτησή τους από τη συμπεριφορά του τραπεζικού συστήματος. Κατά τους υπολογισμούς μας, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα επιβαρυνθούν φέτος με επιπλέον τόκους ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ. Ενώ από τις εισοδηματικές αυξήσεις θα εισπράξουν τα ψίχουλα που προβλέπει η αυστηρή εισοδηματική πολιτική και για τη φετινή χρονιά.
Το πρόβλημα λοιπόν της αύξησης των επιτοκίων για την Ελλάδα είναι σοβαρότατο και συνδέεται με όλο το φάσμα της οικονομίας μας. Αν εξαιρέσουμε τις τράπεζες που θησαύρισαν και θησαυρίζουν από την κατάσταση αυτή και δικαίως στο μέλλον θα τιμωρηθούν σκληρά, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα υποστούν τεράστιες ζημιές από την άνοδο των ευρωεπιτοκίων. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τον περασμένο Δεκέμβριο (2005) έχει προβεί σε δύο αυξήσεις των ευρωεπιτοκίων κατά 0,25% η καθεμία και τώρα θα έχουμε και τρίτη αύξηση. Και μέχρι το τέλος του χρόνου ένας θεός ξέρει πού πρόκειται να φτάσουν τα βασικά ευρωεπιτόκια. Και πόσο θα εκμεταλλευτούν οι ελληνικές τράπεζες αυτή την τρίτη μέσα σε έξι μήνες αύξηση.
Βαδίζουμε ολοταχώς στη δημιουργία οξύτατου κοινωνικού προβλήματος που θα δημιουργήσει δυσάρεστες καταστάσεις σε όλους μας και στην οικονομία γενικότερα. Το πρόβλημα θα είναι οξύτατο για το κράτος που θα ξεσπάσει στους φορολογούμενους, για τις επιχειρήσεις, καθώς θα αυξήσει σημαντικά τα χρηματοπιστωτικά έξοδα και το κόστος παραγωγής και για τα νοικοκυριά που θα αντιμετωπίσουν αφάνταστες δυσκολίες στη συνέχιση της εξυπηρέτησης των δανείων τους.
Όλες αυτές οι απειλές ανάγκασαν τους κυρίους Αλογοσκούφη και Γκαργκάνα να ασχοληθούν πλέον σοβαρά με το πρόβλημα των επιπτώσεων από την αύξηση των επιτοκίων. Ο κ. Αλογοσκούφης έχει πολύ μικρή ευθύνη για την υπερχρέωση του κράτους και των νοικοκυριών. Οι καταστάσεις αυτές προϋπήρχαν και είναι δημιουργήματα των προκατόχων του, των κυβερνήσεων του «εκσυγχρονιστικού» νεο-ΠΑΣΟΚ. Μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ανέχθηκε την αλόγιστη πιστωτική επέκταση των τραπεζών και μάλιστα τη διευκόλυνε, όταν με απόφασή του κατάργησε τα όρια χορήγησης καταναλωτικών/προσωπικών δανείων.
Και στη φετινή ετήσια έκθεσή του διαπιστώνει τους κινδύνους από την υπερχρέωση και συνιστά προς τα νοικοκυριά και τις τράπεζες «να δανείζονται και να δανείζουν με σύνεση, συνεκτιμώντας τις εισοδηματικές δυνατότητες για την αποπληρωμή των δανείων». Και ο κ. Γκαργκάνας είναι ένας από τους συντελεστές του «παγώματος» των εισοδημάτων και συνεπώς της ανεπάρκειάς τους για την αποπληρωμή των δανείων. Το κράτος θέλησε να αναπληρωθεί η πολιτική λιτότητας με την υπερχρέωση. Και εδώ είναι το μεγάλο σφάλμα. Πού ήταν τότε η φωνή σύνεσης από τον διοικητή, τον νυν και τον προκάτοχό του; Τώρα ζητάει σύνεση από τις τράπεζες και τα νοικοκυριά! Τώρα που η πιστωτική επέκταση κινδυνεύει να βρεθεί εκτός ελέγχου.
Τώρα οι κύριοι Αλογοσκούφης και Γκαργκάνας σκέπτονται και συσκέπτονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Όταν από τη στήλη μας κατά το παρελθόν, αλλά και πρόσφατα υποστηρίζαμε ότι ήταν λάθος να στηρίζεται η τόνωση της ενεργού ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών στην υπερχρέωση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, όλοι οι εμφανιζόμενοι ως ειδικοί, γνωρίζοντες ή μη οικονομικά, μας απαντούσαν ότι στα κράτη της ευρωζώνης οι δανειακές υποχρεώσεις ήταν κατά πολύ υψηλότερες και επομένως δεν υπάρχει καμία ανησυχία. Όλοι αυτοί ξεχνούσαν ή δεν γνώριζαν ότι τα πάντα είναι συνάρτηση των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες αναπτύσσεται η οικονομική δραστηριότητα σε κάθε χώρα.
Για παράδειγμα, ο γερμανός εργαζόμενος απολαμβάνει τριπλάσιες αποδοχές από τον Έλληνα και το επίπεδο τιμών σε Γερμανία και Ελλάδα είναι σε γενικές γραμμές παραπλήσιο. Συνεπώς οι δυνατότητες του Γερμανού για αποπληρωμή του χρέους του είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του Έλληνα. Τώρα έχουμε εγκλωβιστεί μεταξύ δύο πυρών. Αν υιοθετηθεί πολιτική περιορισμού της πιστωτικής επέκτασης και περιοριστούν τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, θα μειωθεί η κατανάλωση, καθώς θα περιοριστεί η ενεργός ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό θα επηρεάσει αρνητικά κατ’ αρχάς τα δημόσια έσοδα (κυρίως την απόδοση της έμμεσης φορολογίας) και, δεδομένης της γνωστής δημοσιονομικής πίεσης για μείωση του ελλείμματος, θα χρειαστούν πρόσθετα φορολογικά μέτρα, όπερ σημαίνει μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των φορολογουμένων και περαιτέρω συρρίκνωση της τελικής κατανάλωσης. Με το δεδομένο ότι η ζήτηση αποτελεί βασικό παράγοντα της ανάπτυξης μιας οικονομίας, η μείωσή της έχει αρνητικές επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της παραγωγής. Ο ιδιωτικός τομέας θα δεινοπαθήσει εξίσου με τον δημόσιο τομέα, και η ελληνική οικονομία θα μπει σε φάση επιβράδυνσης.
Δύσκολο εγχείρημα ο περιορισμός του δανεισμού για την ελληνική οικονομία που στηρίχθηκε στα δάνεια επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Κάποιοι μας έριξαν σε δύσβατο μονοπάτι.