ΔΕΞΙΟΤΕΡΑ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ οι γάλλοι σοσιαλιστές
λίγες μόλις ημέρες πριν καταλήξουν με συλλογικό τρόπο οι σοσιαλιστές στη διαμόρφωση των προγραμματικών τους θέσεων για τις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν σε ένδεκα μήνες, υπερβαίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον παροιμιώδη κατακερματισμό τους.
Οι θέσεις της Σεγκολέν Ρουαγιάλ αφορούσαν δύο ζητήματα -τα πιο καυτά ομολογουμένως της ημερήσιας διάταξης: το εργασιακό και το θέμα της αντιμετώπισης των συνεχιζόμενων(!) ταραχών στα γκέτο του Παρισιού. Η πρόταση που διατύπωσε για τη χαίνουσα πληγή των προαστίων ήταν να κόβονται τα επιδόματα σε όσους συλλαμβάνονται να συμμετέχουν σε ταραχές και όσοι κρίνονται ένοχοι για ανάμιξη σε επεισόδια να στέλνονται στον… στρατό, όπου θα εξοικειώνονται με την πειθαρχία! Η πρότασή της, που θυμίζει τα μέτρα που έλαβε η ελληνική χούντα εναντίον των εξεγερμένων φοιτητών το 1973, προκάλεσε τόσο αλγεινή εντύπωση, ακόμη και μέσα στο κόμμα της, ώστε με βάση ρεπορτάζ της «Λε Μοντ», στη σύνοδο των σοσιαλιστών την Τετάρτη πολλοί περπατούσαν στους διαδρόμους κοροϊδευτικά με τον βηματισμό της χήνας φωνάζοντας δυνατά «ένα δύο»! Εξ ίσου αποκαλυπτική για το ακραία νεοφιλελεύθερο δεξιό της προφίλ ήταν και η πρωτοβουλία της να αμφισβητήσει τον νόμο για το 35ωρο που είχε καθιερώσει η κυβέρνηση της Πλουραλιστικής Αριστεράς, όπως είχε ονομαστεί τότε. Το έπραξε μάλιστα με έναν πρωτότυπο και πειστικό τρόπο: υποστηρίζοντας ότι αν κάτι επέφερε ήταν η αύξηση της μερικής απασχόλησης και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Ενδεικτικά μάλιστα ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του νόμου για το 35ωρο «το ποσοστό των εργατών που απασχολούνται με ευέλικτα ωράρια έχει αυξηθεί από 10% σε 40%», περισσότερο ακόμη και από τις ΗΠΑ.
Η πέρα για πέρα πραγματική διαπίστωση της Σεγκολέν Ρουαγιάλ δεν προβάλλεται όμως με απώτερο στόχο να διορθωθούν τα προβλήματα που προκλήθηκαν κατά την εφαρμογή του νόμου για τη μείωση των ωρών εργασίας, αλλά για να καταργηθούν ακόμη και εκείνα τα ψήγματα του νόμου που έχουν απομείνει στα χαρτιά, ώστε ανεμπόδιστα στη συνέχεια να επιβληθεί στους χώρους εργασίας η επιμήκυνση των ωραρίων!
Διαφορετικά η Ρουαγιάλ θα υιοθετούσε και θα προπαγάνδιζε την πρόταση που κατέθεσε στη συνεδρίαση των σοσιαλιστών ο υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση του Λαϊνέλ Ζοσπέν, Μαρτίν Ομπρί (ο οποίος είχε συντάξει το νόμο για το 35ωρο), που κατέληγε στην κατάργηση των εξαιρέσεων από την ισχύ του νόμου και τη διευρυμένη του εφαρμογή! Μια πρόταση που υπόσχεται τη δραστική μείωση της ανεργίας και την άμβλυνση των οξύτατων κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων.
Η Σεγκολέν Ρουαγιάλ όμως είναι ένθερμη υποστηρίκτρια του Μπλερ και του νεοφιλελευθερισμού, επικρίνει με σφοδρότητα την πολιτική κληρονομιά του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ήταν το μοναδικό στέλεχος των σοσιαλιστών που δεν πήγε στο πρόσφατο πολιτικό μνημόσυνο για το Φρανσουά Μιτεράν με αφορμή τη συμπλήρωση δεκαετίας από τον θάνατό του!) και με κάθε αφορμή διακηρύττει την ανάγκη επιτέλεσης τομών στη φυσιογνωμία του κόμματος. Οι αλλαγές επομένως που προτείνει είναι σε δεξιά κατεύθυνση.
Επιστράτευση για τους ταραξίες
Στην ίδια συντηρητική κατεύθυνση τείνουν και οι προτάσεις της για την αντιμετώπιση των ταραχών. Για να εμφανιστούν ως εύλογες μάλιστα συντελείται συντεταγμένα και μια κατάφωρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εμφανίζονται δηλαδή από τον Τύπο οι σοσιαλιστές ως υπέρ το δέον ανεκτικοί και αδιάφοροι απέναντι στο πρόβλημα της ασφάλειας, με αποτέλεσμα πολλοί να αποδίδουν τη συντριβή που υπέστησαν το 2002 στην υποτίμηση με την οποία αντιμετώπισαν αυτό το ζήτημα τότε. Οπότε η συνταγή της επιτυχίας στις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν τον Μάιο του 2007 έγκειται στην ανάδειξη από τους σοσιαλιστές του ζητήματος της ασφάλειας και την προβολή ενός συντηρητικού νομοθετικού οπλοστασίου. Η πραγματικότητα όμως είναι ολότελα διαφορετική. «Στις αρχές του 2002 η κυβέρνηση της Πλουραλιστικής Αριστεράς ξεκίνησε πολλές πολιτικές που τις πρόβαλλε ιδιαίτερα μάλιστα στοχεύοντας εμφανώς στην καταστολή, που ακόμη και τα πιο βραδύνοα μέλη της δεν μπορούσαν παρά να αναγνωρίσουν ότι δεν είχαν καμιά σχέση με όσα προβλήματα υπόσχονταν να αντιμετωπίσουν.
Ένα παράδειγμα που αγγίζει τη γελοιότητα: Η καταστροφική αγορά αλεξίσφαιρων γιλέκων για κάθε αστυφύλακα και αξιωματικό της αστυνομίας στη Γαλλία όταν οι περισσότεροι (πλέον του 90%) εξ αυτών δεν έχουν έρθει ποτέ αντιμέτωποι με ένοπλο εγκληματία κατά τη διάρκεια ολόκληρης της καριέρας τους και όταν ο αριθμός των ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας που σκοτώθηκαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντος μειώθηκε στο μισό σε δέκα χρόνια»! (Socialist Register 2006, εκδόσεις Σαββάλας). Αντίθετα λοιπόν απ’ ό,τι ψευδώς υποστηρίζεται τώρα, η αιτία της συντριβής των σοσιαλιστών έγκειται στο ότι επιχείρησαν να καλύψουν το κενό που δημιουργούνταν από τα αριστερά τους, αλιεύοντας ψήφους από τα δεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν η σαρωτική επέλαση του Λεπέν που άφησε άναυδη ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο και όχι μόνο τη Γαλλία. Οι γάλλοι ψηφοφόροι επέλεξαν τον πιο μαχητικό υπερασπιστή των μέτρων καταστολής. Γιατί να καταφύγουν στα ημίμετρα των σοσιαλιστών;
Τα παθήματα του παρελθόντος όμως δεν γίνονται μαθήματα -αντίθετα προβάλλονται ως αρετές. Έτσι τώρα αντιμετωπίζεται ως θαύμα το γεγονός ότι οι καθαρά νεοφιλελεύθερες θέσεις της Σεγκολέν Ρουαγιάλ βρίσκουν απήχηση σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να εκτοξευτεί η δημοτικότητά της στα ύψη, προσπερνώντας με ταχύτητα όλους τους άλλους διεκδικητές του χρίσματος για τις προεδρικές εκλογές, πολύ πριν αποφασίσουν τα όργανα του κόμματος.
Μάχη ενάντια στο «όχι»
Στην πραγματικότητα το ύψιστο διακύβευμα για την πολιτική ελίτ της Γαλλίας είναι να περιθωριοποιηθεί το βροντερό «όχι» των Γάλλων στο περυσινό δημοψήφισμα για το νεοφιλελεύθερο Ευρωσύνταγμα και να κονιορτοποιηθεί οποιαδήποτε προσπάθεια έκφρασης στο πολιτικό επίπεδο της νίκης που κατέγραψαν πρόσφατα οι μαθητές και οι φοιτητές, αναγκάζοντας τον δεξιό πρωθυπουργό Ντομινίκ ντε Βιλπέν να αποσύρει τον νόμο για την απελευθέρωση των απολύσεων στη νεολαία. Η δεξιά στροφή που επιχειρείται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα στοχεύει σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Ως μέσο μάλιστα αξιοποιείται μια πληθώρα δημοσκοπήσεων που δείχνουν τη Ρουαγιάλ να έχει το προβάδισμα, ξεπερνώντας ακόμη και τη δημοτικότητα του Νικολά Σαρκοζί. Υποτιμούνται όμως τρία στοιχεία: Πρώτον, ότι ειδικά στη Γαλλία οι δημοσκοπήσεις επανειλημμένως έχουν αποτύχει με παταγώδη τρόπο να προβλέψουν τα εκλογικά αποτελέσματα, ακόμη και την έκβαση των δημοψηφισμάτων. Γιατί να καταγράψουν τώρα με ακρίβεια τη θέληση της «κοινωνίας»; Δεύτερο, ότι τη μεγαλύτερη απήχηση η Ρουαγιάλ τη συναντά μεταξύ των ψηφοφόρων του Ζαν Μαρί Λεπέν! Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου. Το 81% των ψηφοφόρων του ακροδεξιού, νεοφασίστα και ρατσιστή γάλλου πολιτικού ψηφίζει τη… σοσιαλίστρια Σεγκολέν Ρουαγιάλ! Έτσι φαίνεται ανάγλυφα ότι η νεοσυντηρητική πολιτική ατζέντα της «μηδενικής ανοχής» και του «πολέμου στο έγκλημα» δεν έλκει την προέλευσή της ούτε από το πρόγραμμα του Μπιλ Κλίντον το 1992, ούτε από το πρόγραμμα του Τόνι Μπλερ το 1997.
Έλκει την καταγωγή της από το θεωρητικό οπλοστάσιο της Άκρας Δεξιάς, που αρνείται να δει τη φτώχεια, την ανεργία και την κοινωνική περιθωριοποίηση πίσω από τις ταραχές στα προάστια του Παρισιού και υπόσχεται να την αντιμετωπίσει με περισσότερη βία και πιο ωμή καταστολή. Το μεγαλύτερο έγκλημα όμως συντελείται στην πλάτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς τα μέσα ενημέρωσης τού επιβάλλουν όχι μόνο τον υποψήφιο για την προεδρία, αλλά και το πολιτικό του πρόγραμμα. Η λαθροχειρία μάλιστα που συντελέστηκε δεν διεκδικούσε καμιά πρωτοτυπία, μια και με τον ίδιο τρόπο μεταλλάχθηκαν προς τα δεξιά και άλλα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης: από τους Άγγλους Εργατικούς μέχρι το ΠΑΣΟΚ. Αίφνης ξεχάστηκε το γεγονός ότι κάθε κόμμα προσβλέπει σε διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα ή ότι οφείλει να προβάλλει διαφορετικά πολιτικά οράματα, και η διαδικασία ανάδειξης υποψηφίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος έπαψε να είναι υπόθεση του Σοσιαλιστικού Κόμματος και έγινε υπόθεση της «κοινωνίας» -όπου εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι οπαδοί του Λεπέν! Έτσι στο τελικό ισοζύγιο η γνώμη τους μετράει περισσότερο για τις προγραμματικές επιλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος απ’ ό,τι για παράδειγμα μετράει η πρόταση την οποία κατέθεσε στην τελευταία σύνοδο του κόμματος ο πρώην πρωθυπουργός και μοναδικός υπέρμαχος του «όχι» στο ευρωσύνταγμα, Λοράν Φαμπιούς, που υποστήριξε ότι προμετωπίδα τους στην πορεία για τις εκλογές πρέπει να γίνει το αίτημα αύξησης του βασικού μισθού από 1.218 ευρώ που είναι σήμερα σε 1.500 τώρα και σε 1.900 ευρώ μέχρι το 2012. Ή μια άλλη πρόταση που κατατέθηκε και αφορά την επανακρατικοποίηση της ιδιωτικοποιηθείσας εταιρείας ηλεκτρισμού και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής 120.000 οικιστικών συγκροτημάτων κάθε χρόνο με στόχο να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης στα προάστια. Όλα αυτά όμως έχουν εξορισθεί διά παντός από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της Σεγκολέν Ρουαγιάλ που όσο μελάνι χύνει για την ασφάλεια της περιουσίας από τα ανύπαρκτα -στατιστικά- εγκλήματα εναντίον της, τόσο ένοχα σιωπά για την ασφάλεια της εργασίας ή ακόμη και του βασικού μισθού…
Κρίση της πολιτικής
Η επιχειρούμενη επιβολή της Σεγκολέν Ρουαγιάλ στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, αν στεφθεί με επιτυχία, θα οξύνει τις αντιφάσεις του και θα δώσει νέα ώθηση στις φυγόκεντρες δυνάμεις που εδώ και χρόνια δοκιμάζουν τα όρια αντοχής του. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τις θέσεις της Ρουαγιάλ τις αποδοκίμασαν, χαρακτηρίζοντάς τις «δεξιές», όχι μόνο τα σημαντικότερα στελέχη των σοσιαλιστών, αλλά ακόμη και ο γραμματέας του κόμματος, Φρανσουά Ολάντ, που είναι ερωτικός της σύντροφος και πατέρας των τεσσάρων παιδιών της. Μακροπρόθεσμα επίσης οι θέσεις της Ρουαγιάλ θα μεγαλώσουν το χάσμα που χωρίζει τους σοσιαλιστές από τους γάλλους εργαζόμενους, υπονομεύοντας παραπέρα την αξιοπιστία της ίδιας της πολιτικής. Τέτοια ολισθήματα όμως, ειδικά στη Γαλλία, πληρώνονται ακριβά…