«Μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά»…

Πράγματι η αποκαλούμενη «κρίση» των εκπαιδευτικών θεσμών διαμορφώνεται από μια σειρά «εξωγενών» και «ενδογενών» παραγόντων που δρουν πολλές φορές ανεξάρτητα, αλλά ως «συνισταμένη» βαθαίνουν και διευρύνουν την κρίση αυτή.

Ο κύριος «εξωγενής» παράγοντας είναι η νεοφιλελεύθερη αντίληψη η οποία, τόσο ως οργανωτική αρχή όσο και ως δέσμη αξιών, εισάγεται σταδιακά αλλά σταθερά στους εκπαιδευτικούς θεσμούς.

Όλες οι κατευθύνσεις που εκπορεύονται από «οδηγίες» και τις «συνθήκες», οι οποίες διατυπώνονται στους αντίστοιχους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν σαν «κοινό παρονομαστή» την αναδιαμόρφωση των εκπαιδευτικών θεσμών με βάση το υπόδειγμα των μηχανισμών της αγοράς:

Οι πανεπιστημιακές σπουδές μετατρέπονται σε τριετείς, με αποτέλεσμα η επιστημονική γνώση και συγκρότηση που αποτελούσε τον πυρήνα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης να εκφυλίζεται σε απλή κατάρτιση και «ενημέρωση» που αντιστοιχεί στη μελλοντική άσκηση του επαγγέλματος.

Ο «ανταγωνισμός», η «αποδοτικότητα», η «αποτελεσματικότητα», η «λογοδότηση» (accountability) αποτελούν τον «πυρήνα» γύρω από τον οποίο διαμορφώνονται οι σύγχρονοι εκπαιδευτικοί θεσμοί από το επίπεδο της μέσης εκπαίδευσης έως εκείνο της ανώτατης. Πρόκειται για ένα είδος «οικονομίστικης» και χρησιμοθηρικής αντίληψης για την Παιδεία, μιας αντίληψης που θεωρεί ότι ο ρόλος της εκπαίδευσης συνίσταται στην «παραγωγή» επαγγελματιών ικανών να απορροφηθούν από τις αγορές εργασίας, ειδάλλως στερείται νοήματος…

Οι «αρχές» αυτές εισάγονται στα ελληνικά πανεπιστήμια μέσω της κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος με την ίδρυση «μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων» και με τη διαδικασία της αξιολόγησης.

Ο βαθμός «χειραγώγησης» του πολιτικού μας συστήματος από τους μηχανισμούς των ιδιωτικών-οικονομικών συμφερόντων αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, στηρίζουν, με «αγαστή σύμπνοια» την πολιτική επιλογή της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, προβάλλοντας μάλιστα εμφανώς παραπλανητικά -και ακραίως λαϊκιστικά- επιχειρήματα.

Γιατί στην πραγματικότητα τα όποια «μη κρατικά» πανεπιστημιακά ιδρύματα θα είναι εντόνως κερδοσκοπικά. Θα λειτουργούν με βάση την καταβολή υψηλών διδάκτρων από τους φοιτητές, της τάξεως των 4.000-5.000 ευρώ ετησίως. Με ποιες διαδικασίες θα προσλαμβάνουν καθηγητές, πώς θα εξελίσσονται αυτοί, ποιο θα είναι το περιεχόμενο σπουδών, ποιοι επιστημονικοί τομείς θα «καλυφθούν», όλα αυτά τα βασικά ερωτήματα θα μένουν για πολύ καιρό αναπάντητα.

Οι θιασώτες της ιδιωτικοποίησης μας καθησυχάζουν ότι θα υπάρξουν «ελεγκτικοί μηχανισμοί» που θα εποπτεύουν την τήρηση των «κανόνων». Όμως όταν απελευθερωθούν οι μηχανισμοί του κέρδους κανένας ελεγκτικός μηχανισμός δεν μπορεί να περιορίσει την ασυδοσία τους. Κι αυτό αποδεικνύεται σε κάθε τομέα της καθημερινής μας ζωής.

Το δεύτερο, λαϊκιστικού τύπου επιχείρημα, το οποίο προβάλλεται από τους οπαδούς των «μη κρατικών» πανεπιστημίων, είναι ότι τα «ιδρύματα» αυτά θα αποτρέψουν την «εκροή» φοιτητών στο εξωτερικό και θα περιορίσουν τα τεράστια έξοδα των σπουδών που συνεπάγεται η «εκροή» αυτή.

Κατά πρώτον μόνο η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου, η αποδοτική του λειτουργία, η ποιοτική αναβάθμιση των σπουδών, η σωστή χωροταξική του διάρθρωση, μπορούν να συμβάλουν στην ορθολογικοποίηση της σχέσης εκπαίδευσης-επιστήμης/γνώσης και επαγγελματικής αποκατάστασης.

Η συσσώρευση της «ζήτησης» σήμερα, από πλευράς φοιτητών, υπάρχει στις ιατρικές, στις πολυτεχνικές σχολές, στη Νομική. Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα ότι θα ιδρυθούν αντίστοιχα «μη κρατικά» ιδρύματα, ώστε να λυθεί το πρόβλημα αυτό. Αντίθετα, τα «μη κρατικά» ιδρύματα θα περιοριστούν στους τομείς της νέας τεχνολογίας, της πληροφορικής, των εξειδικευμένων οικονομικών σπουδών και πιθανώς σε τομείς της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής επιστήμης.

Ασφαλώς το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει σοβαρά «ενδογενή» προβλήματα. Η «εισβολή» προγραμμάτων έχει μετατοπίσει το «ενδιαφέρον» μιας σοβαρής μερίδας καθηγητών από το κύριο επιστημονικό-διδακτικό τους έργο στην «άγρα» των προγραμμάτων αυτών.

Ασφαλώς την «εξουσία της έδρας» έχουν σήμερα αντικαταστήσει «κυκλώματα παρεών» που αποδυναμώνουν κάθε είδους αξιοκρατική -και σύμφωνα με επιστημονικά κριτήρια- διαδικασία. Σ’ αυτήν την εξέλιξη, που ως προς το «πελατειακό» της «σχήμα» δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα -εν κρίσει τελούντα- πολιτικά κόμματα, έχουν ενταχθεί εκπρόσωποι των φοιτητικών παρατάξεων που «διαπραγματεύονται» με ορισμένους καθηγητές προκειμένου να διασφαλίσουν «στήριξη» και αμοιβαία οφέλη…

Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αναδειχθεί σήμερα ένας κεντρικός εκπαιδευτικός-πολιτικός στόχος από την πλευρά της πανεπιστημιακής κοινότητας, ικανός να διαμορφώσει ευρύτερα κοινωνικά μέτωπα και να ανατρέψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που προωθούν, εμμέσως ή αμέσως, τα κόμματα της διακυβέρνησης.

Οι «μάχες οπισθοφυλακών» που διεξάγονται σήμερα στον χώρο της εκπαίδευσης δεν θα έχουν, δυστυχώς, καλύτερη εξέλιξη από εκείνες που διεξάγονται στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και των θεσμών του κοινωνικού κράτους. Παρ’ όλα ταύτα οι αγώνες για τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά, για την ατομική αξιοπρέπεια, για την αλήθεια, για την επιστήμη ως κοινωνικό αγαθό και ως κοινωνικό «πόρο», δεν πρόκειται να ανασταλούν.


Σχολιάστε εδώ