Τι εισπράττει ο ψηφοφόρος…
Για μία ακόμα φορά στη μεταπαπανδρεϊκή του πορεία το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει εικόνα διάλυσης και πεδίου αναμέτρησης οργανωμένων ομάδων που μάχονται για την επικράτηση και την εξουσία. Επί της ουσίας τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα αν βρισκόταν στην κυβέρνηση, μια και ο πόλεμος θα ήταν ακόμα πιο σκληρός. Ίσως όχι τόσο προφανής, επειδή οι κουρτίνες της εξουσίας θα έριχναν σκιά στον πόλεμο, αλλά σκληρός και αδυσώπητος. Οι εκσυγχρονιστές που ουσιαστικά διέλυσαν το ΠΑΣΟΚ με τη μετατροπή του σε φιλελεύθερο κόμμα, το οποίο επί διακυβέρνησης Σημίτη κινήθηκε σαφώς δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, ψάχνουν ευκαιρίες (και βρίσκουν) για να πάρουν τη ρεβάνς από τη «νέα κατάσταση».
Όχι πως η νέα ηγεσία υπό τον Γιώργο Παπανδρέου προχώρησε στη διάλυση των ομάδων τους, αλλά έχασαν αρκετά από τα προνόμιά τους, κάτι που τους αποσταθεροποιεί και φέρνει γκρίνια στους κόλπους τους. Γι’ αυτό άλλωστε και είναι διασπασμένοι σε τρία τουλάχιστον κομμάτια, χωρίς κοινά αποδεκτό επικεφαλής, κάτι που τους αποδυναμώνει προς μεγάλη ανακούφιση της αδύναμης ηγεσίας. Μια σημαντική ομάδα των εκσυγχρονιστών δεν αποδέχεται ως αρχηγό-εναλλακτική λύση τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αναζητώντας λύση μέσα από τους κόλπους τους, επειδή ξέρουν καλά ότι και ο Ευ. Βενιζέλος θα ανοίξει το παιχνίδι -όπως το άνοιξε και ο Γ. Παπανδρέου- και ίσως αυτό τους απομακρύνει από την προοπτική απόλυτου ελέγχου του ΠΑΣΟΚ. Οι συνεχείς συγκρούσεις, οι δηλώσεις περί Ασφαλιστικού, η αμφισβήτηση των υποψηφίων για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές είναι αποτέλεσμα επιλογής για αμφισβήτηση, αλλά συγχρόνως και αποτέλεσμα ηγετικής χαλαρότητας…
Ο Γ. Παπανδρέου κυβερνά το ΠΑΣΟΚ με μια φιλελεύθερη αντίληψη που δίνει σε πολλούς το δικαίωμα να πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν περίπου ό,τι θέλουν. Μέσα σε αυτό το «ό,τι θέλουν» περιλαμβάνεται και η κατάθεση προσωπικών προτάσεων πολιτικής που λαμβάνουν τον χαρακτήρα κεντρικής κομματικής πρότασης. Κάτι που νομιμοποιείται να το κάνει μόνο ο πρόεδρος του κόμματος ή εξουσιοδοτημένο μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου. Όσοι προχωρούν σε τέτοιες ενέργειες δεν το κάνουν φυσικά ούτε τόσο αυθόρμητα ούτε τόσο αθώα. Θέλουν να καταδείξουν το «κενό εξουσίας» που υπάρχει στο ΠΑΣΟΚ λόγω αδράνειας του αρχηγού, αλλά και να καταγραφούν στα ΜΜΕ (και στη συνείδηση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ) ότι δραστηριοποιούνται και κάνουν ουσιαστική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Τούτο εξ αντιδιαστολής παραπέμπει στο συμπέρασμα ότι αυτός που πρέπει να κάνει αντιπολίτευση δεν κάνει, άρα γεννώνται ερωτήματα για την επάρκεια και τον ρόλο του.
Σε λίγους μήνες και αναλόγως του εκλογικού αποτελέσματος στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές οι κινήσεις αυτές θα κορυφωθούν και πιθανώς θα προκαλέσουν μεγάλες αναταράξεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Αν δεν πάνε καλά οι υποψήφιοι του κόμματος και κυρίως οι επιλεγμένοι με προσωπική ευθύνη της ηγεσίας και του ηγετικού περιβάλλοντος, η ήττα (ή η μικρής έκτασης νίκη) θα προσωποποιηθεί στον Γιώργο Παπανδρέου. Όσο κι αν είναι δύσκολο να υπονομευτεί ο γιος του ιδρυτή και φυσικού ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, για τους ψηφοφόρους μετράει το αποτέλεσμα και κυρίως ο φόβος-προοπτική να χαθούν και οι επόμενες βουλευτικές εκλογές. Εξάλλου, εκεί ακριβώς πάτησε και ο Κ. Σημίτης για να κερδίσει το εσωκομματικό παιχνίδι σε βάρος των Γ. Αρσένη και Α. Τσοχατζόπουλου: στην προβολή του κρίσιμου ερωτήματος «με ποιον μπορούμε να κερδίσουμε εκλογές;», επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο στην επιχείρηση στήριξης Σημίτη από τα μέσα ενημέρωσης.
Είναι εντυπωσιακό από την άποψη αυτή πώς και πόσο αδιαφορεί για την ανάπτυξη ανάλογων σκέψεων και κινήσεων ο Γιώργος Παπανδρέου. Ίσως θεωρεί ότι πρόκειται για ρητορεία που θα εξαντληθεί και για μικροφιλοδοξίες που θα εκτονωθούν με το πέρασμα του χρόνου. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι ή δεν είναι έτσι, αφού πρόκειται για κάτι που θα αποδείξει ο χρόνος. Χωρίς αμφιβολία όμως η εικόνα του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει ρήγματα που την καθιστούν αμφισβητήσιμη από τους ψηφοφόρους, την ώρα που η αναμέτρηση των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών απέχει μόνο πέντε μήνες.
Όσο κι αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει άλλη εικόνα και αντίληψη για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής και επιθυμεί να φέρει νέα στοιχεία πολιτικού πολιτισμού, δεν πρέπει να ξεχνάει τα υπάρχοντα δεδομένα και όσα από το υπάρχον σκηνικό προκύπτουν. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάει ότι αν δεν ασχοληθεί εγκαίρως (ίσως είναι ήδη αργά) με τις εσωκομματικές ισορροπίες, θυμίζοντας ποιος αποφασίζει, όλο θα πληθαίνουν οι «αυτόνομες φωνές» και προτάσεις που θα διεκδικούν υιοθέτησή τους από το κόμμα. Και αν φτάσουμε στις βουλευτικές εκλογές έτσι, τότε όντως αυτές θα είναι μάλλον «περίπατος» για τη ΝΔ.