Πολιτική κρίση και γλώσσα της πολιτικής
Η κρίση του πολιτικού συστήματος και των φορέων του -κομμάτων και πολιτικών προσώπων- δεν εμφανίζεται μόνο στις λειτουργίες του, στις επιλογές του, στην αδυναμία του να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα προβλήματα του τόπου.
Αυτή η κρίση, με τρόπο συστηματικό τα τελευταία χρόνια, αποκαλύπτεται μέσα από τις μορφές έκφρασης του πολιτικού λόγου, αφού τόσο η γλωσσική διατύπωση όσο και το εννοιολογικό περιεχόμενο μιας (πολιτικής) πρότασης συνδέονται με συνεκτικό τρόπο.
Η μία, πλέον αισθητή μορφή της κρίσης του πολιτικού λόγου είναι εκείνη όπου η πολιτική κριτική εκφέρεται μέσω υβριστικών χαρακτηρισμών, λοιδορίας και υπονοούμενων που υπερβαίνουν τα όρια της ευπρέπειας που επιβάλλει η καθιερωμένη «πολιτική συμπεριφορά».
Παρακολουθήσαμε την εβδομάδα αυτή τις διαστάσεις που προσέλαβαν οι «δηλώσεις» των κ. Κεφαλογιάννη και Πάγκαλου, δηλώσεις που αποτέλεσαν μια ανεκτίμητη «πρώτη ύλη» για τα ΜΜΕ και τους φορείς της διαπλοκής, που αρκέστηκαν να «αποδείξουν» για άλλη μια φορά ότι οι πολιτικοί μπορούν να δρουν «αυτοκαταστροφικά» για τους εαυτούς τους και τα κόμματά τους, χωρίς να χρειάζεται η δική τους συνδρομή…
Γιατί όμως κάποιοι πολιτικοί «χρειάζονται» τις ακραίες εκφράσεις και τους χαρακτηρισμούς προκειμένου να «αποκαλύψουν» τη γνώμη τους; Αν εξαιρέσουμε τους επαγγελματίες «υβριστές» ή «παραδοξολόγους» της πολιτικής, οι οποίοι ταυτίζουν -και συμβολοποιούν- την πολιτική τους «υπόσταση» και «προσωπικότητα» μέσα από αυτές τις συμπεριφορές, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα:
Μήπως ο «καθιερωμένος» πολιτικός λόγος έχει καταστεί αδύναμος, ανεπαρκής να εκφράσει αυστηρές κριτικές απόψεις, να θίξει απαράδεκτες καταστάσεις, να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων;
Κατά συνέπεια, μήπως αυτός ο ακραίος, ελευθεριάζων, «πολιτικός λόγος» επιδιώκει να διαρρήξει το κέλυφος του εφησυχασμού και της τελμάτωσης και να προτείνει τομές και ρήξεις στο λιμνάζον πεδίο της πολιτικής κρίσης;
Ασφαλώς δεν υπάρχουν στα ερωτήματα αυτά εύκολες απαντήσεις. Η σχέση «παραδοσιακού» και «ανορθολογικού» πολιτικού λόγου δεν είναι ευθέως αντιθετική. Πολλές φορές δρα συμπληρωματικά, αφού οι «ιδιάζουσες» πολιτικές εκφράσεις και συμπεριφορές ενσωματώνονται ως «γραφικότητες» στα όρια του «καθιερωμένου» πολιτικού λόγου.
Πράγματι, ο καθιερωμένος πολιτικός λόγος εκφράζει την αποϊδεολογικοποίηση των σύγχρονων κομμάτων, την υπερταξική τους αναφορά, την αποχώρηση του πολιτικού τους «λεξιλογίου» έναντι των εννοιακών και γλωσσικών τύπων που απαρτίζουν τα πρότυπα της ελεύθερης αγοράς.
Γι’ αυτό και ο πολιτικός-κομματικός λόγος ενδύεται τον μανδύα της γενικολογίας, της αοριστολογίας, της αφηρημένης-σχηματοποιημένης διατύπωσης.
Οι ομιλίες των ηγετών, οι ανακοινώσεις των κομμάτων, οι συζητήσεις στο Κοινοβούλιο και στα ΜΜΕ, τα κομματικά προγράμματα και κείμενα κατακλύζονται από γενικές, απόλυτες, και από παρενθετικές προτάσεις. Τα ρήματα χρησιμοποιούνται στον ελάχιστο βαθμό και στις περιπτώσεις αυτές ο ενεστώς εξαφανίζεται, ενώ εμφανίζεται πληθωρικά ο παρατατικός και ο μέλλων… Οι γλωσσικές αυτές «φόρμες» αποκαλύπτουν τη δική τους «αλήθεια»: δηλαδή την απουσία της πραγματικής πολιτικής πράξης και τη μετάθεση του πολιτικού λόγου είτε σε μια κριτική στο παρελθόν είτε σε υποσχέσεις για το μέλλον…
Επανειλημμένα κατακρίθηκε -και κατακρίνεται- ο παραδοσιακός πολιτικός λόγος για τη χρήση μιας άκαμπτης και τυποποιημένης «ξύλινης» γλώσσας. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν φταίνε βέβαια οι γλωσσικοί τύποι, αλλά τα πραγματικά περιεχόμενα ενός ήδη ξεπερασμένου πολιτικοκοινωνικού «περιβάλλοντος», που αδυνατεί να εκφρασθεί στο παρόν. Ξεπεράστηκαν οι πολιτικές προτάσεις, όχι το απλώς κομματικό «λεξιλόγιο».
Σήμερα, όμως, σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μεταπέσει από τον «ξύλινο» πολιτικό λόγο στον «λαστιχένιο». Σ’ έναν λόγο χωρίς δεσμευτικά περιεχόμενα, χωρίς νοηματικές οροθετήσεις, όπου είναι δυνατόν ο καθένας να θεωρεί ότι «αναγνωρίζει» την άποψή του, όμως συνολικά ο λόγος αυτός αδυνατεί να συνθέσεις απόψεις, αλλά απλά τις συναθροίζει με τεχνητό, απατηλό τρόπο.
Μπορεί, συνεπώς, να δράσει ο ανορθολογικός, ο «αιρετικός», πολιτικός λόγος, ως «αντίβαρο», ως «αιχμή», απέναντι σ’ έναν ισοπεδωμένο και χωρίς πολιτικά, ιδεολογικά και αξιακά περιεχόμενα λόγο;
Θ’ απαντούσαμε θετικά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: όταν ο «αιρετικός» αυτός λόγος επιδιώκει να προασπίσει αξίες και κοινωνικές ανάγκες.
Όπως π.χ. να θίξει το σύστημα της διαπλοκής ή να ψέξει τη στάση ιδιοτέλειας του πολιτικού προσωπικού, σύμφωνα με ερμηνείες που μπορούν να δοθούν στις δηλώσεις των κ. Κεφαλογιάννη και Πάγκαλου αντίστοιχα.
Όμως όταν κάποιος πολιτικός επιδιώκει να προασπίσει αξίες, οφείλει να μην καταστρέφει ταυτόχρονα άλλες νοηματικές αξίες και θεσμούς. Η απαξίωση και η διακωμώδηση του πολιτικού συστήματος, οι αφοριστικοί-υβριστικοί χαρακτηρισμοί κατά πολιτικών προσώπων, όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην αποκάλυψη των «κακώς κειμένων», αλλά λειτουργούν αντίστροφα:
Ο «θόρυβος» και ο εντυπωσιασμός που προκαλούνται από τους χαρακτηρισμούς περιθωριοποιούν τις πραγματικές επιδιώξεις και ως τελικό αποτέλεσμα προκύπτει η συνολική απαξία πολιτικής και πολιτικών.
Ο γλωσσικός τύπος, είτε παραδοσιακός είτε «εικονοκλαστικός», δεν μπορεί να δράσει «θεραπευτικά» στο φαινόμενο της πολιτικής κρίσης. Ας αρκεστούν λοιπόν οι πολιτικοί μας στην κατανόηση των περιεχομένων κάποιων εννοιών όπως «πολιτική αξιοπρέπεια», «πολιτική ηθική», σεβασμός των «κοινωνικών αναγκών», πίστη σε «αξίες και αρχές», και ας αφήσουν την «αδέσμευτη» περιπλάνησή τους στα «παιγνίδια» του λόγου προκειμένου να δομήσουν το «προφίλ» τους και να τονίσουν την ύπαρξή τους μέσα από τα ΜΜΕ.