Αναβαθμίζουν τη Ρωσία τα τεράστια ενεργειακά της αποθέματα…

Η δεύτερη πρωτοβουλία της αφορούσε την πρόταση διαμεσολάβησης που κατέθεσε για το Ιράν, ώστε η διαδικασία απεμπλουτισμού του ουρανίου να πραγματοποιείται στο έδαφός της και με αυτόν τον τρόπο να συνεχιστεί από τη μια μεριά το πρόγραμμα κατασκευής αντιδραστήρων της Τεχεράνης, ενώ από την άλλη μεριά η Δύση να έχει στα χέρια της όλες εκείνες τις εγγυήσεις που επιθυμεί – τουλάχιστον να στερηθεί τα προσχήματα για μια επέμβαση. Ανεξαρτήτως της κατάληξης των παραπάνω πρωτοβουλιών, το μόνο σίγουρο είναι πως η Ρωσία ανέκαμψε. Με όπλο τα αυξημένα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποχαιρέτησε οριστικά και αμετάκλητα την πολυετή περίοδο κρίσης και συρρίκνωσης, που ξεκίνησε το 1989, και πλέον διεκδικεί μια αναβαθμισμένη θέση στη διεθνή διπλωματία.

Το μέγεθος των αναταράξεων που προκαλεί η ορμητική είσοδος της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή έγινε αντιληπτό τις προηγούμενες δύο εβδομάδες με αφορμή τις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα ένα εντελώς ετερόκλητο, από πρώτη ματιά, μίγμα δημόσιων προσώπων από τη Δυτική Ευρώπη επιτέθηκε ευθέως κατά της Γκαζπρόμ, ζητώντας της εγγυήσεις ότι δεν πρόκειται να εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην τροφοδοσία της Ευρώπης, εκβιάζοντας πολιτικά ανταλλάγματα στο μέλλον για να συνεχίσει να παρέχει φυσικό αέριο. Σε αυτή την επίθεση αξιοποιήθηκε ως φόβητρο η διακοπή της παροχής φυσικού αερίου στην Ουκρανία τον Δεκέμβριο, που είχε αποτέλεσμα η χώρα κυριολεκτικά να παγώσει επί δύο εβδομάδες. Ουσιώδεις λεπτομέρειες φυσικά, όπως για παράδειγμα ότι το Κίεβο ήθελε να απολαύει τιμών και προνομίων που έχαιρε ως Δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης τη στιγμή που με το «πορτοκαλί πραξικόπημα» έδινε γην και ύδωρ στους Αμερικανούς στρεφόμενο ευθέως εναντίον της Μόσχας, έμεναν στο περιθώριο των αναλύσεων…

Επιστρέφοντας στα δικά μας, το πόσο εύλογες είναι οι ανησυχίες των Ευρωπαίων επί της ουσίας φαίνεται από δύο στοιχεία. Το πρώτο αφορά τον βαθμό εξάρτησης της Δύσης από το ρωσικό αέριο. Η Φινλανδία και η Σλοβακία, για παράδειγμα, καλύπτουν το 100% των αναγκών τους με εισαγωγές από τη Ρωσία, η Ουγγαρία, η Τουρκία και η Πολωνία εισάγουν από τη Ρωσία ποσότητες που υπερβαίνουν το 60% της κατανάλωσής τους, η Γερμανία και η Ουκρανία περίπου 40%, η Ιταλία και η Γαλλία γύρω στο 30%, ενώ συνολικά η ΕΕ εισάγει μέχρι στιγμής το 25% του αερίου που χρησιμοποιεί από τη Ρωσία – ποσοστό που θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Αναμφισβήτητα λοιπόν το ενεργειακό μέλλον στη Ευρώπης, σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, κρίνεται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό από τη Ρωσία. Και ακόμη πιο συγκεκριμένα από το Κρεμλίνο -και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που εμπνέει ανησυχία στις Δυτικές κυβερνήσεις- καθώς όλοι συμφωνούν ότι η Γκαζπρόμ είναι το μακρύ χέρι του Πούτιν, το πολυτιμότερο εργαλείο χάραξης εξωτερικής πολιτικής όπως έδειξαν οι χειρισμοί με την Ουκρανία ή τα πολύ χαμηλά τιμολόγια που πληρώνει, για παράδειγμα, η (φιλικά διακείμενη προς τη Μόσχα) Λευκορωσία. Οι ανησυχίες λοιπόν δεν στερούνται βάσης.

Όλοι εναντίον της Μόσχας

Εναντίον της Μόσχας στράφηκε πριν απ’ όλους και με κάθε επισημότητα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μανουέλ Μπαρόζο, που επισκέφθηκε τη Μόσχα την Παρασκευή 17 Μάρτη για να συνομιλήσει με τον ίδιο τον Πούτιν, ζητώντας του να ανοίξουν οι αγωγοί της Γκαζπρόμ στους ανταγωνιστές της ρώσικης εταιρείας ώστε να διαφοροποιηθούν οι πηγές τροφοδοσίας της ΕΕ. Το αίτημά του προφανώς δεν πρόκειται ποτέ να ικανοποιηθεί! Στη βάση ποιας οικονομικής λογικής μια επένδυση δισεκατομμυρίων ευρώ την οποία χρηματοδοτεί η Γκαζπρόμ θα την παρέχει στη συνέχεια στους ανταγωνιστές της; Το αίτημα του Μπαρόζο μπορεί πλέον να μην προκαλεί το κοινό περί οικονομικού δικαίου αίσθημα στις χώρες της ΕΕ -όπου οι υποδομές και τα δημόσια δίκτυα ενέργειας και τηλεπικοινωνιών προσφέρθηκαν αχρεωστήτως στην ιδιωτική πρωτοβουλία εις δόξαν του «ελεύθερου ανταγωνισμού»- αλλά όταν αναφερόμαστε σε μια επένδυση μυθικής αξίας, όπως είναι για παράδειγμα ο υποθαλάσσιος αγωγός προϋπολογισμού 5 δισ. δολαρίων που κατασκευάζεται στη Βαλτική από μια ρωσογερμανική κοινοπραξία, τότε το παραπάνω αίτημα αντίκειται στην κοινή λογική.

Εναντίον της Μόσχας στράφηκε και ο επικεφαλής του χρηματιστηρίου του Λονδίνου, που επιχειρώντας να βάλει ένα φρένο στο ανεξάντλητο κύμα εισαγωγής ρώσικων ενεργειακών εταιρειών στο χρηματιστήριο της γηραιάς Αλβιόνας, έστειλε επιστολή στον ίδιο τον Πούτιν, θίγοντας την αδιαφάνεια που επικρατεί σε πολλές από αυτές. Για να γίνουν εμφανείς οι δεσμοί που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ Μόσχας και χρηματιστηρίου του Λονδίνου (ή… Λόντονγκραντ όπως ειρωνικά χαρακτηρίζεται συχνά στον διεθνή οικονομικό Τύπο), αξίζει να αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε εισβολή ρωσικών εταιρειών στο ταμπλό του, και μια αποστράγγισή του στη συνέχεια, καθώς μόνο το 2005 από τις δημόσιες εγγραφές ρώσικων εταιρειών αντλήθηκαν 5,1 δισ. δολάρια ή το 14% του νέου χρήματος που συγκεντρώθηκε.

Εναντίον της Μόσχας στράφηκε με άρθρο του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» και ο χρεοκοπημένος κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος, που αμφισβήτησε το καθεστώς και τη νομιμότητα του ρωσικού ενεργειακού τομέα, υπενθυμίζοντας πως «όταν έγινε πρόεδρος ο Πούτιν χρησιμοποίησε την εξουσία του κράτους για να επανακτήσει τον έλεγχο στη βιομηχανία της ενέργειας. Έβαλε τον πρόεδρο της Γιούκος, Μιχαήλ Χανταρκόφσκι, στη φυλακή και οδήγησε στη χρεοκοπία την εταιρεία». Γεγονότα που είναι τόσο αναμφισβήτητα όσο και το ότι ο Χανταρκόφσκι ιδιοποιήθηκε την κρατική περιουσία της καταρρέουσας ΕΣΣΔ σε ένα πλιάτσικο που στήθηκε το 1989 και δεν έχει όμοιο στη σύγχρονη ιστορία -κατά συνέπεια η φυλάκισή του δεν συνιστά έγκλημα κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας- όπως και το γεγονός ότι η φυλάκισή του στόχευε να εμποδίσει το δρομολογούμενο ξεπούλημα της Γιούκος και των ρωσικών κοιτασμάτων στους Αμερικανούς – εξ ου και το ενδιαφέρον του Σόρος…

Εναντίον της Μόσχας τάχθηκε επίσης ο αμερικανός γερουσιαστής Τζον Μακ Κέιν, που ζήτησε να σαμποτάρουν οι ΗΠΑ τη σύνοδο των οκτώ πλουσιότερων χωρών του πλανήτη (G8), που θα γίνει στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, ώστε να τιμωρηθεί η Μόσχα, που έκλεισε τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου προς την Ουκρανία, όπως και ο πρόεδρος της Γεωργίας, Μικαήλ Σαακασβίλι, που κάλεσε τη Δύση να δράσει γρήγορα ενάντια στο ρωσικό ενεργειακό μονοπώλιο πριν εδραιωθεί.

Εναντίον της Μόσχας στράφηκαν τέλος και δύο επιφανείς και για την ακρίβεια οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι του Λευκού Οίκου μετά τον Μπους. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, και για πολλούς ο πραγματικός πρόεδρος, Ντικ Τσένι, που από την Κεντρική Ασία, την οποία επισκέφθηκε, κατήγγειλε τη Ρωσία για ενεργειακό εκβιασμό και κάλεσε το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν να υποστηρίξουν τα σχέδια κατασκευής νέων αγωγών, που θα μειώσουν τη σημασία των ρώσικων αγωγών. Όπως και η υπουργός Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, που από την Αθήνα την επομένη του Πάσχα κάλεσε την Ελλάδα και την Τουρκία να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες από το Αζερμπαϊτζάν και όχι από τη Ρωσία.

Προσχηματική επίκληση της ενεργειακής ανεξαρτησίας

Πρόκειται χωρίς υπερβολή για μια ομοβροντία αντιδράσεων. Το κίνητρό τους -ας μην κοροϊδευόμαστε- δεν είναι η ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης. Αν το ζητούμενο ήταν να αποτραπεί η ενεργειακή υποτέλεια της γηραιάς ηπείρου, τότε όλοι οι παραπάνω έπρεπε πριν απ’ όλα να καταδικάσουν τη σχεδιαζόμενη κατάκτηση της Μέσης Ανατολής από τους Αμερικανούς. Ειδικά οι προαναφερθέντες όμως ανήκαν στους φανατικότερους υποστηρικτές της επέμβασης στο Ιράκ. Συνεπώς από άλλα κίνητρα τροφοδοτήθηκαν οι παραπάνω οργισμένες αντιδράσεις. Συγκεκριμένα εκδηλώθηκαν τώρα με απώτερο σκοπό να καταστρέψουν εκείνο τον καλοκουρδισμένο μηχανισμό που λειτουργεί στη Μόσχα και μετασχηματίζει σε πολιτικό όφελος και γεωστρατηγική επιρροή τα τεράστια οικονομικά κέρδη των κρατικών κατά βάσιν ενεργειακών επιχειρήσεων. Η προσπάθεια των Δυτικών να τεθεί ένα φρένο σε αυτή τη σωρευτική διαδικασία στοχεύει μακροπρόθεσμα να περιορίσει την πολιτική εμβέλεια του Κρεμλίνου, θωρακίζοντας έτσι την αμερικανική ηγεμονία και πολύ περισσότερο την μονοπολική αρχιτεκτονική της «νέας τάξης». Παρότι λοιπόν οι ανησυχίες των Ευρωπαίων δεν στερούνται βάσης, προσχηματικά και μόνο την επικαλούνται.

Όσο για τις επιθέσεις στην Γκαζπρόμ, ερμηνεύονται αν σταθούμε, έστω επιγραμματικά στα μεγέθη της. Ειδικότερα, η Γκαζπρόμ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου στον κόσμο, διαθέτοντας το 20% της παγκόσμιας παραγωγής. Διαθέτει βεβαιωμένα κοιτάσματα που αντιστοιχούν στο 16% των παγκόσμιων κοιτασμάτων. Έχει υπό την κατοχή της και λειτουργεί το μεγαλύτερο δίκτυο αγωγών στον κόσμο μήκους 150.000 χιλιομέτρων, και τα έσοδα της, που προέρχονται κατά τα δύο τρίτα από εξαγωγές, φθάνουν ετησίως τα 39 δισ. δολάρια. Η κεφαλαιοποίησή της φθάνει τα 200 δισ. δολάρια, υπερβαίνοντας ακόμη και τον αμερικάνικο γίγαντα λιανικού εμπορίου Wal Mart. Εφ’ όσον λοιπόν σε αυτόν τον κολοσσό στηρίζεται μέχρι στιγμής η ρώσικη διπλωματία, πώς να μη συγκεντρωθούν επάνω του όλα τα πυρά, αποσκοπώντας στο κόντυμά του;

Μονόδρομος για την Ευρώπη

Οι αλυσιδωτές εκείνες αντιδράσεις που μεσολαβούν μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, μετατρέποντας τις οικονομικές ανταλλαγές σε διπλωματική επιρροή, φαίνονται ξεκάθαρα στην περίπτωση της Γερμανίας. Παρότι θα περίμενε κανείς ότι η γερμανίδα καγκελάριος (λόγω των έντονα φιλοαμερικανικών θέσεων που υποστήριξε στην προεκλογική περίοδο) θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια παρεμπόδισης της αναβάθμισης της ρωσικής επιρροής, εν τούτοις συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η Άγγελα Μέρκελ, έχοντας επισκεφθεί τη Ρωσία για να υπογράψει νέες ενεργειακές συμφωνίες με τον Πούτιν, πριν από δυο εβδομάδες, ήταν ακριβώς δίπλα του όταν ο τελευταίος κατήγγειλε τους Δυτικούς επειδή χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά, λέγοντας πως «όταν οι ευρωπαϊκές εταιρείες έρχονται σε εμάς αυτό λέγεται επενδύσεις και παγκοσμιοποίηση, αλλά όταν πηγαίνουμε εμείς εκεί λέγεται ρωσικός επεκτατισμός». Η πρωτοβουλία επίσης της Μέρκελ να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της στάσης της Ρωσίας στο θέμα του Ιράν, που αποκλείει οποιεσδήποτε κυρώσεις, και της άκαμπτης θέσης των ΗΠΑ, δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από τους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα που άνοιξαν οι αγωγοί του φυσικού αερίου. Η ατμομηχανή της Ευρώπης επιλέγει συνεπώς… Ρωσία.

Επί της ουσίας πάντως αν μια συμμαχία χαρακτηρίζεται βιώσιμη στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής πρόβλεψης για το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης, αυτή δεν μπορεί να περιλαμβάνει τα ασταθή αμερικάνικα προτεκτοράτα της Κεντρικής Ασίας, αλλά τη Ρωσία. Μια ενεργειακή στρατηγική συνεργασία μεταξύ Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας δεν είναι απλώς μονόδρομος για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, αλλά και προϋπόθεση ταυτόχρονα για την αποτροπή των αμερικάνικων καταστροφικών παρεμβάσεων στην Ευρασία και τη μακροχρόνια αντιμετώπιση της αμερικανικής ηγεμονίας.


Σχολιάστε εδώ