Ταπεινωτικό έλλειμμα ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής και εθνικής στρατηγικής

Απευθυνόμενη στην Κύπρο και προεξοφλώντας ουσιαστικά τη θέση των Αθηνών, η αμερικανίδα υπουργός έφτασε στο σημείο ν’ αμφισβητήσει το δικαίωμα της Κύπρου ν’ ασκήσει βέτο για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η δήλωση παραπέμπει άμεσα στο πρόβλημα που προκύπτει από την άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, που αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Άγκυρας προς την ΕΕ.

Για να στηρίξει τον ισχυρισμό της η κ. Ράις επικαλέστηκε «συναντίληψη» με τις ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδας πριν από το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν και την ένταξη της Κύπρου. Παρασκηνιακές δηλαδή υποσχέσεις και δεσμεύσεις ότι στην περίπτωση που θα εντασσόταν η Κύπρος στην ΕΕ, χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού της προβλήματος, θα αναλάμβανε την υποχρέωση να στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που προβάλλεται ο ισχυρισμός αυτός. Προηγήθηκε της κ. Ράις ο πρώην Επίτροπος της ΕΕ για τη Διεύρυνση Γκίντερ Φερχόιγκεν, ο οποίος μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν κατήγγειλε την ελληνική πλευρά ότι «τον εξαπάτησε»!

Οι ισχυρισμοί αυτοί θέτουν καυτά ερωτήματα σ’ αυτούς που διαχειρίσθηκαν τότε το Κυπριακό. Οι τελευταίοι είχαν αποδεχθεί ως πακέτο την «επίλυση» του Κυπριακού με το Σχέδιο Ανάν, την ένταξη της «Ενωμένης Κύπρου» και την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας.

Η φιλοσοφία αυτή αποτυπώθηκε στη «Θεμελιώδη Συμφωνία» του Σχεδίου Ανάν (άρθρο 1, εδάφιο 5). Βεβαίως το Σχέδιο Ανάν καταψηφίστηκε και δεν είναι δυνατόν η αμερικανίδα υπουργός να επικαλείται μια από τις πρόνοιές του ως επιχείρημα για να πιέσει την ελληνική πλευρά να δεχθεί την άνευ όρων και αρχών υποστήριξη της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας.

Η προσπάθεια «νομιμοποιήσεως» των πιέσεων και δεσμεύσεως της ελληνικής πλευράς επιχειρείται με μια σφήνα στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Το σκεπτικό είναι προφανές. Οι κυβερνώντες σήμερα θα μπορούσαν ευκολότερα να το δεχθούν εάν μπορούν να επιρρίψουν την ευθύνη γι’ αυτό και την υποτιθέμενη δέσμευση της χώρας στους κομματικούς τους αντιπάλους.

«Βόρεια Κύπρος» και «απευθείας εμπόριο»

Η αμερικανίδα υπουργός αναφέρθηκε επίσης σε «Βόρεια Κύπρο» και ζήτησε «την άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων», υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα τον Κανονισμό για το «απευθείας εμπόριο». Συνέδεσε μάλιστα την έγκριση και εφαρμογή του τελευταίου με την υποχρέωση της Τουρκίας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως στην περίπτωση της Κύπρου. Ταυτίστηκε δηλαδή πλήρως με την τουρκική θέση που περιλαμβάνεται στις λεγόμενες προτάσεις Γκιουλ, για αποδοχή από την Κύπρο του Κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο» ως «ανταλλάγματος» για την εφαρμογή από την Τουρκία του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως και το άνοιγμα των λιμένων και αερολιμένων της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα.
Σε απλά ελληνικά ζητείται δηλαδή από την ελληνική πλευρά να εγκαταλείψει και το ελάχιστο που πήρε για τη συναίνεσή της στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας. Να αναγνωρίσει, επιπλέον, εμμέσως, με το «απευθείας εμπόριο», ότι η Κύπρος εκπροσωπεί μόνο τη «Νότια Κύπρο» και ν’ ανοίξει έτσι τον δρόμο για ντε φάκτο «λύση» τύπου Ανάν.

Οι διαψεύσεις σχετικά με το νοούμενο της αναφοράς σε «Βόρεια Κύπρο» και οι βεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν προτίθενται να αναγνωρίσουν διπλωματικά το ψευδοκράτος δεν προσφέρονται για εφησυχασμό.

Πράγματι οι ΗΠΑ δεν έχουν στις προθέσεις τους την επίσημη διπλωματική αναγνώριση μιας «Βόρειας Κύπρου». Ακόμη και η ίδια η Άγκυρα δεν ζητά σήμερα την επίσημη διπλωματική αναγνώριση του ψευδοκράτους. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν εντελώς αντιπαραγωγική για τα σημερινά τουρκικά και αμερικανικά σχέδια. Θα παγίωνε μια διχοτομική κατάσταση, που είναι ανεπιθύμητη τόσο για την Άγκυρα όσο και για τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα.

Στο παρελθόν η διχοτόμηση αποτελούσε τον ύψιστο τουρκικό στόχο στην Κύπρο. Μετά το 1974, όταν η διχοτόμηση έγινε εκ των πραγμάτων γεγονός, η τουρκική πολιτική αναθεωρήθηκε.

Προβλήθηκε, με ψευδώνυμο τρόπο, ως στόχος η «ομοσπονδία», που στην πραγματικότητα εννοείται ως συνομοσπονδία «δύο ισοτίμων κρατών», κατά τον λεόντειο τρόπο με τον οποίο αυτό εκφράστηκε στο Σχέδιο Ανάν.

Μια «λύση» του είδους αυτού θα εξασφάλιζε στην Άγκυρα
– την αποδοχή και νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής,
– τη γεωπολιτική της επικυριαρχία πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο, σε συνεργασία με τον βρετανικό παράγοντα,
– στρατηγική ομηρία του Ελληνισμού της Κύπρου και
– αξιοποίηση της «λύσεως» του Κυπριακού ως καταλύτη για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.

Ποια ήταν η ελληνική αντίδραση;

Η αμερικανίδα υπουργός δεν είπε, βεβαίως, κάτι ουσιαστικά νέο. Επανέλαβε απλώς στην Αθήνα, ενώπιον της πολιτικής ηγεσίας και της ελληνικής κοινής γνώμης, αυτά που η αμερικανική πολιτική υποστηρίζει και προωθεί από καιρό. Το νέο είναι ο τόπος και η συγκυρία κατά την οποία έγιναν αυτές οι δηλώσεις και ο προφανής τακτικός στόχος που εξυπηρετείται. Η προώθηση δηλαδή της τουρκικής εντάξεως και η άρση κάθε εμποδίου. Είναι επίσης η ταπεινωτική αγνόηση και ο παραμερισμός κάθε διπλωματικής ευαισθησίας απέναντι σε μια χώρα που χαιρετίζεται κατά τα άλλα ως φιλική και πολύτιμος σύμμαχος.

Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η κυρίαρχη πολιτική ηγεσία της χώρας αποκαλύπτει ανάγλυφα το πώς και γιατί φτάσαμε στη σημερινή μεταχείριση της χώρας από τις ΗΠΑ και το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο αυτοεγκλωβίσθηκε η χώρα με την άκριτη ανατροπή των παγίων δογμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1996.

Η κ. Κοντολίζα Ράις ζήτησε στην Αθήνα «την άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» και «απευθείας εμπόριο» της ΕΕ με τα κατεχόμενα. Ζήτησε δηλαδή την έμμεση αναγνώριση των κατεχομένων και την παραγραφή της τουρκικής κατοχής. Αμφισβήτησε, εμμέσως, όπως η Άγκυρα, την ισότιμη θέση της Κύπρου στην ΕΕ.

Δεν πήρε όμως καμιά απάντηση και επισήμανση ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι κατά κύριον λόγο πρόβλημα εισβολής και κατοχής, πρόβλημα αρχών και βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που παραβιάζονται ωμά και κυνικά από τη χώρα που θέλει να προβληθεί και να συγκαταλεχθεί μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Δεν πήρε ως απάντηση ούτε από την κυβέρνηση ούτε από την αξιωματική αντιπολίτευση μια σαφή δήλωση πάνω σε δύο πολύ συγκεκριμένα σημεία. Πρώτον, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί νέα τουρκική παρασπονδία και να μην απαιτήσει εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως στην περίπτωση της Κύπρου, επιφυλασσόμενη, σε αντίθετη περίπτωση, να μη συναινέσει στο άνοιγμα οποιουδήποτε διαπραγματευτικού κεφαλαίου μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.

Δεύτερον, ότι η Ελλάδα δεν προτίθεται σε καμία περίπτωση να δεχθεί σύνδεση του θέματος του Πρωτοκόλλου με δήθεν «ανταλλάγματα» και ειδικότερα με τον Κανονισμό για το «απευθείας εμπόριο», που αποτελεί τον δούρειο ίππο της τουρκικής και της αγγλοαμερικανικής στρατηγικής για επιβολή ντε φάκτο «λύσεως» τύπου Ανάν στην Κύπρο.

Οποιαδήποτε σχετική συζήτηση για μέτρα καλής θελήσεως υπέρ των Τουρκοκυπρίων πρέπει να διαφυλάσσει τη διεθνή υπόσταση, την ενιαία κυριαρχία και την ισότιμη θέση της Κύπρου στην ΕΕ.

Ρωσικό φυσικό αέριο και Ιράν

Οι αμερικανικές πιέσεις περιέλαβαν και το θέμα των ρωσικών αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η αμερικανίδα υπουργός δεν έκρυψε τη δυσφορία της για τον αγωγό φυσικού αερίου Τουρκίας – Ελλάδος – Ιταλίας. Οι ίδιες οι ΗΠΑ συμβούλευσαν αρχικά την κατασκευή του, με στόχο την εξαγωγή του φυσικού αερίου των χωρών της Κεντρικής Ασίας με παράκαμψη της Ρωσίας.

Η Άγκυρα έπαιξε το δικό της παιχνίδι. Προσπάθησε να παρεμβληθεί στις ρωσικές εξαγωγές προς τη Δύση και να αναδειχθεί σε ενδιάμεση αγορά φυσικού αερίου, εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία. Κατασκεύασε σε συνεργασία με τη Ρωσία αγωγό φυσικού αερίου κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα, αναπτύσσοντας παραλλήλως με τον τρόπο αυτό στρατηγική σχέση με τη Ρωσία. Για τη Ρωσία ο αγωγός αυτός στον νότο, όπως και αυτός που συμφωνήθηκε με τη Γερμανία κάτω από τη Βόρειο Θάλασσα στον βορρά, έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, γιατί παρακάμπτουν την Ουκρανία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που είναι ευεπίφορες σε ανασταλτική αμερικανική επιρροή.

Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για ανάσχεση των ρωσικών εξαγωγών στη Δύση και της συνεπαγόμενης επιρροής, οι ΗΠΑ ασκούν πιέσεις για μείωση των ρωσικών εξαγωγών, μέσω του αγωγού αυτού, και για αύξηση των εξαγωγών από άλλες χώρες, κατά πρώτον λόγο της Κεντρικής Ασίας.

Ενδεικτικό των ρωσικών ανησυχιών είναι το γεγονός ότι ο ρώσος πρέσβης έσπευσε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και ζήτησε ενημέρωση για τις σχετικές συζητήσεις που έγιναν με την αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών. Σχετική με το θέμα αυτό είναι επίσης και η ανακοίνωση που έγινε από το υπουργείο Αναπτύξεως για επίσκεψη του προϊσταμένου υπουργού στην Αίγυπτο. Ως κύριο αντικείμενο της επισκέψεως εξαγγέλθηκε η προμήθεια φυσικού αερίου από την Αίγυπτο. Δεν υπάρχει τίποτα το κακό στη διαφοροποίηση των ενεργειακών προμηθειών της χώρας. Αυτό όμως που εκπλήττει και θέτει ερωτήματα είναι η ανεπίσημη πληροφορία ότι η Ελλάδα προτίθεται να ασκήσει την επιρροή της στην Αίγυπτο για την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου που θα ενώνει την Αίγυπτο με τον τριεθνικό αγωγό φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, μέσω Τουρκίας και διαμέσου της ταραχώδους Μέσης Ανατολής!

Με ποια λογική η Ελλάδα σπεύδει να επενδύσει γεωπολιτικά προς μια τέτοια κατεύθυνση και να ενισχύσει την Άγκυρα στις προσπάθειές της να καταλάβει κρίσιμο ρόλο στις ενεργειακές προμήθειες της Δύσης και να επαυξήσει τη γεωπολιτική και στρατηγική σημασία της;

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις γεωγραφικές αποστάσεις, γιατί η Ελλάδα να μην προτείνει στην Αίγυπτο, από κοινού με την Ιταλία, την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού προς την Κρήτη και την άλλη Ελλάδα;

Είναι η ίδια λογική που οδήγησε προσφάτως την Εθνική Τράπεζα να προβεί σε μια γιγαντιαία για τα ελληνικά μέτρα και άκρως επισφαλή επένδυση σε μια τουρκική τράπεζα, με κίνδυνο μάλιστα το γεγονός αυτό να οδηγήσει πλαγίως στην ιδιωτικοποίηση της Εθνικής. Για να πάρει κανείς ένα μέτρο των μεγεθών, το ποσό των 4,3 δισ. ευρώ που θα χρειαστεί τελικά για την εξαγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της τουρκικής τράπεζας (με 2,3 δισ. ευρώ έχει αγοραστεί το 40%) είναι ίσο περίπου με τα 5 δισ. δολάρια που θα στοιχίσει η κατασκευή του ρωσογερμανικού υποθαλάσσιου αγωγού στη Βόρεια Θάλασσα!

Η κρίση με το Ιράν είναι ένα άλλο θέμα που κυριάρχησε, έστω και άτυπα, στις ελληνοαμερικανικές συνομιλίες. Η αμερικανίδα υπουργός δεν έθεσε επισήμως θέμα στρατιωτικής συμμετοχής της Ελλάδας σε μια ενδεχόμενη επέμβαση στο Ιράν, γιατί επισήμως δεν τίθεται ακόμη τέτοιο θέμα.

Για το θέμα του Ιράν και για τη στάση που πρέπει να τηρήσει η Ελλάδα, αρκεί να παραθέσει κανείς μια περικοπή από ένα πρόσφατο άρθρο του Σμπίγκνιε Μπρεζίνσκι, πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου Κάρτερ και ενός από τους μεγάλους θεωρητικούς της αμερικανικής γεωπολιτικής. Ο Μπρεζίνσκι αντιτίθεται σφόδρα σε κάθε ιδέα αμερικανικής επεμβάσεως και παραθέτει μεταξύ άλλων επιχειρημάτων τα εξής:

«Το Ιράν πληροί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις όσον αφορά την εκπαίδευση, τη θέση των γυναικών στα κοινωνικά πράγματα και τις κοινωνικές φιλοδοξίες (ιδίως των νέων) για να ανταγωνιστεί στο προβλεπτό μέλλον την εξέλιξη της Τουρκίας. Οι μουλάδες είναι το παρελθόν του Ιράν, όχι το μέλλον του».

Εάν ο κ. Μπρεζίνσκι, ένας από τους θεωρητικούς πατέρες της γεωπολιτικής της Ευρασίας, βλέπει στο προβλεπτό μέλλον το Ιράν ως κάτι ανάλογο, αν όχι ως αντίβαρο, «της εξελίξεως της Τουρκίας», γιατί η Ελλάδα να το βλέπει διαφορετικά και να συνταχθεί με πολιτικές που αντιμάχονται τα γεωπολιτικά της συμφέροντα;

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ