Πάλι «ασυμβίβαστο»;

Θα πρέπει κανείς να προβληματίζεται έντονα με ορισμένα πράγματα που ακούει και διαβάζει. Όταν αυτά προέρχονται από ανθρώπους που έχουν την ευθύνη του τόπου, δηλαδή από εμάς τους πολιτικούς, θα πρέπει, ενδεχομένως, και να μελαγχολεί. Το λέμε αυτό, γιατί ορισμένα μεγάλα, καίρια, κεφαλαιώδη για το πολίτευμα και τον τόπο ζητήματα προσεγγίζονται με άκριτο, επιπόλαιο και πρόχειρο τρόπο. Προχειρολογούμε, πριν καν σκεφθούμε, πριν «βουτήξουμε» τη γλώσσα μας στο μυαλό μας όπως την πένα στο μελάνι.

Αφορμή γι’ αυτούς τους προβληματισμούς μας δίνουν ορισμένες πομπώδεις προτάσεις γύρω από την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι σκέψεις μας αυτές φυσικά δεν διεκδικούν το αλάθητο. Κάθε άλλο. Οπωσδήποτε όμως δεν είναι ουτοπικές. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με την «αναγκαιότητα» μιας ακόμα αναθεώρησης. Πιστεύουμε όμως ότι οι συνεχείς αναθεωρήσεις του Καταστατικού Χάρτη της Πολιτείας τού αφαιρούν από το θεσμικό του κύρος και κλονίζουν τη σταθερότητά του. Ούτε θα εξετάσουμε τώρα τον αποπροσανατολιτιστικό χαρακτήρα της αναθεωρητικής διαδικασίας. Γιατί πράγματι η διαδικασία αυτή αποπροσανατολίζει, σε κρίσιμη στιγμή, την πολιτική από μεγάλα εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, και εγκαταλείπει τον πολίτη στη βασανιστική καθημερινότητα.

***

Οι καινοτόμες και θεσμολάγνες προτάσεις πέφτουν σαν το χαλάζι. Όμως στο σημείωμα αυτό θα επικεντρωθούμε μόνο σε μία. Εκείνη που θέλει το ασυμβίβαστο βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας. Δεν στεκόμαστε στη θεσμική καινοτομία που εισάγει η πρόταση, μια καινοτομία η οποία θέλει μακρά και εξονυχιστική συζήτηση. Στεκόμαστε στην προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται αυτό το μείζονος θεσμικής σημασίας ζήτημα. Δεν συνετίστηκαν, φαίνεται, ορισμένοι με την «καθιέρωση» του περίφημου βουλευτικού και επαγγελματικού ασυμβίβαστου, την παταγώδη αποτυχία του οποίου αναγνώρισαν ακόμα και οι «θεσμοθέτες» του αποτυχημένου αυτού θεσμού. Εισηγούνται τώρα και το ασυμβίβαστο βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας. Το κενό στη Βουλή, ισχυρίζονται οι προτείνοντες, θα καλύπτεται με τη «μερική» ή «κατά περίπτωση» «βουλευτική απασχόληση» από τους επιλαχόντες. Και αυτό σε αναπλήρωση, άκουσον άκουσον, του υπουργοποιηθέντος βουλευτή, ο οποίος θα δικαιούται να επανέλθει στην βουλευτική του έδρα μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο απώλεια του υπουργικού εδράνου. Θαυμάστε, κατόπιν αυτού, κοινοβουλευτική λειτουργία και θεσμικό κύρος της Βουλής. Και όλα αυτά, μαζί με την παραμόρφωση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, αφού θα έχουμε κυβέρνηση εξ ολοκλήρου εξωκοινοβουλευτική. Μήπως θα πρέπει να αποβάλει τη βουλευτική ιδιότητα και ο πρωθυπουργός; Είναι προφανές ότι η «ratio legis», η οποία οδήγησε σ’ αυτήν τη σκέψη τους προτείνοντες, ήταν να πάψει ο υπουργός να λειτουργεί με ρουσφετολογικά κριτήρια, που έχουν στόχο την επανεκλογή του, αλλά με γνώμονα το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Ερωτάται όμως:

Επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος με την εν λόγω πρόταση; Όχι. Γιατί η αναστολή της βουλευτικής ιδιότητας, και η αναπλήρωσή της από τον επιλαχόντα της αυτής μάλιστα εκλογικής περιφέρειας, όχι μόνο δεν διακόπτει τον ομφάλιο λώρο της ρουσφετολογίας, αλλά τον ενισχύει. Γιατί η σχέση αναστολής -αναπλήρωσης λειτουργεί ανταγωνιστικά και δημιουργεί τις χειρότερες προϋποθέσεις για μεγαλύτερο εκμαυλισμό, εξαχρείωση και συναλλαγή. Τίποτε δεν δίδαξε, φαίνεται, ο χρεοκοπημένος θεσμός του λεγόμενου βουλευτικού ασυμβίβαστου, ο οποίος στην ουσία παραβιάζεται σε όλη του την έκταση από βουλευτές που ασκούν επάγγελμα μέσα από άτυπες «εταιρικές σχέσεις» προς γελοιοποίηση του Συντάγματος, αλλά και προς εμπαιγμό του λαού.

Τέτοιου είδους προτάσεις δεν συνιστούν αναθεώρηση του Συντάγματος, συνιστούν διακωμώδηση του πολιτεύματος.


Σχολιάστε εδώ