Η (Κοντο)λίζα και η άλλη…

Τρεις, ήταν οι κύριοι στόχοι της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ:

– Η καλλιέργεια του εδάφους για την εκ νέου συγκρότηση μιας «συμμαχίας προθύμων», που θα οδηγήσει, σε πρώτη φάση, στην διεθνή απομόνωση του Ιράν και, στη συνέχεια, θα επιδιώξει να καταφέρει αποφασιστικά πλήγματα με πολεμικά μέσα.

– Η «προτροπή» – παρέμβαση προς την Ελλάδα, αλλά και εμμέσως προς όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην παρεμποδίσουν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, ακόμα κι αν αυτή δεν εκπληρώσει τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους που έχουν τεθεί σ’ αυτήν (δηλώσεις στην Τουρκία).

Σ’ αυτόν τον σχεδιασμό των ΗΠΑ η Κύπρος συνιστά μια δευτερεύουσα «παράμετρο». Γι’ αυτό και θα πρέπει να ενταχθεί στον «σχεδιασμό» χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. Απαγορεύεται π.χ. η Κύπρος να προβάλει βέτο στην ένταξη της Τουρκίας, ακόμα και αν η τελευταία αρνείται να την αναγνωρίσει και de jure και de facto. Όσο για την περίφημη «λύση» του Κυπριακού η κ. Ράις δεν επανέφερε τον «λογότυπο» του Σχεδίου Ανάν, όμως η απαράδεκτη αναφορά της στη Βόρεια Κύπρο αποκαλύπτει το «περιεχόμενο» της λύσης αυτής σύμφωνα με τη «λογική» των ΗΠΑ.

– Ο τρίτος στόχος αφορά τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ σε σχέση με την ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και κατά προέκταση, με τις πολιτικές σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία. Κι αυτό γιατί κάθε κίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οδηγεί στην οικονομική και πολιτική της αυτονομία από τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την «επανεμφάνιση» της Ρωσίας στους διεθνείς συσχετισμούς, αποτελεί, εν δυνάμει, μιαν απειλή προς το imperium των ΗΠΑ.

Σ’ αυτούς τους τρεις «κεντρικούς στόχους» των ΗΠΑ η ελληνική διπλωματία -μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι συσχετισμοί αλλά και τα οποία η ίδια αναγνωρίζει για τον εαυτό της- κινήθηκε στο επίπεδο των «χαμηλών προσδοκιών» που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας ολόκληρη την τελευταία δεκαετία (από το «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ» έως την προπαγάνδιση του απορριφθέντος «Σχεδίου Ανάν»). «Ουκ αν λάβοις», λοιπόν, «παρά του μη έχοντος»…

Το άμεσο, κρίσιμο, πρόβλημα όμως που θα τεθεί στους επόμενους μήνες για τη χώρα μας είναι οι χειρισμοί που θα απαιτηθούν στον ΟΗΕ, όπου θα προεδρεύσουμε το επόμενο εξάμηνο, εάν από τις ΗΠΑ προωθηθούν μέτρα στρατιωτικού χαρακτήρα κατά του Ιράν. Και οι χειρισμοί αυτοί θα είναι ακόμα περισσότερο δυσχερείς, εάν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαμορφώσουν μια κοινή στρατηγική, που θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στην προώθηση διπλωματικού τύπου λύσεων για την κρίση στο Ιράν.

Ένταση και προοπτικές πολέμου στο Ιράν, άνοδος των τιμών του πετρελαίου συνθέτουν ένα «εκρηκτικό μίγμα», που θέτει και πάλι τη διεθνή κοινότητα μπροστά σε ένα νέο σκηνικό κινδύνων και διαφαινομένων συγκρούσεων.

Όσοι σήμερα κινούνται σε ένα κλίμα ψευδαισθήσεων, εξορκίζοντας με ευχολόγια τις προοπτικές της πολεμικής σύγκρουσης, θα πρέπει να θυμηθούν ότι το ίδιο κλίμα ψευδαισθήσεων καλλιεργήθηκε πριν από την επέμβαση στο Αφγανιστάν, τους πολέμους στη Βαλκανική, τους βομβαρδισμούς στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την εγκληματική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ. Γιατί ο πόλεμος και η βία έχουν πλέον καταστεί όχι στρατιωτικά αλλά πολιτικά «επιχειρήματα» και προτάγματα της υπερδύναμης, που περιφρονεί ανθρωπιστικές αξίες, διεθνές δίκαιο και αποφάσεις διεθνών οργανισμών.

Ασφαλώς σήμερα οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Ρωσία και Κίνα εμφανίζονται με αξιώσεις στη διεθνή σκηνή και δεν πρόκειται να υποταγούν άνευ όρων και να αποποιηθούν τη στρατηγική ισχύ του βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Άλλωστε το Ιράν αποτελεί ένα πεδίο αναμέτρησης τελείως διαφορετικό από εκείνο του Ιράκ. Είναι μια χώρα με 70 εκατομμύρια κατοίκους, με 10 εκατομμύρια στρατό, με δυνάμεις των «φρουρών της επανάστασης», που βρίσκονται σε κάθε γωνιά της χώρας. Είναι ένας λαός με απόλυτη συνοχή, με έντονο αντι-αμερικανικό αίσθημα, το οποίο «καλλιέργησε» η επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Ασφαλώς ένα «τεχνολογικά» κατευθυνόμενο στρατιωτικό «πλήγμα» κατά της χώρας αυτής από τις ΗΠΑ είναι εφικτό. Όμως είναι η αδύνατη η κατάληψη και κατοχή της χώρας όπως συνέβη στο Ιράκ.

Υπάρχει όμως και μια άλλη κρίσιμη «παράμετρος». Σήμερα οι όποιοι σχεδιασμοί των ΗΠΑ στο Ιράκ καθορίζονται από την ανοχή που επιδεικνύουν οι Σιίτες, οι οποίοι επηρεάζονται ευθέως από την Τεχεράνη. Κι αυτή η ανοχή θα μετατραπεί σίγουρα σε ένταση και σύγκρουση, αν οι ΗΠΑ παρέμβουν στο Ιράν.

Ας μην υποβαθμίζουμε ακόμα το γεγονός ότι στις ΗΠΑ ο Μπους και η φιλοπόλεμη ακραία ομάδα του αποδομούνται με ραγδαίο ρυθμό. Όπως και το γεγονός ότι και στον ευρωπαϊκό «χώρο» υπάρχουν σοβαρές αντιστάσεις στην προοπτική να συρθεί η Ευρώπη σε μια διαδικασία έντασης και στρατιωτικών επιχειρήσεων, που μόνο αποτέλεσμα θα έχουν την ενεργειακή κρίση και την πολιτική αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών.

Και ας ελπίσουμε ότι τελικά οι παράγοντες αυτοί, μαζί με την κινητοποίηση των λαών και των φιλειρηνικών δυνάμεων, θα αποστρέψουν το νέο «κύκλο» αίματος και καταστροφής που ετοιμάζει ο κ. Μπους.


Σχολιάστε εδώ