Χυδαιότητα και ελευθερογνωμία
Εδώ και αρκετό καιρό, κάτω από το προκάλυμμα της «ελευθερίας της έκφρασης» και του «δικαιώματος της κριτικής», από ορισμένα ΜΜΕ -κυρίως ηλεκτρονικά- ο χυδαίος και απαξιωτικός λόγος τείνει να μετατραπεί σε μια δεσπόζουσα μορφή «επικοινωνίας», σε ένα «υπόδειγμα» που συγκρούεται -δήθεν- με τον «καθωσπρεπισμό» και τις συντηρητικές μορφές έκφρασης.
Πολιτικά πρόσωπα και θεσμοί ευτελίζονται και διακωμωδούνται, κοινωνικές ομάδες διαπομπεύονται, αξίες και αρχές που συγκροτούν την κοινωνία ευτελίζονται και ακυρώνονται.
Κάποια τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων μάλιστα, μέσω ειδικών «κεκρακτών-δημοσιογράφων», έχουν μεταβληθεί σε τηλεοπτικές «αρένες», όπου οι ύβρεις, η χυδαιότητα, η ανοίκεια συμπεριφορά, η επιθετικότητα και η κατάργηση του στοιχειώδους πλαισίου του διαλόγου διαφημίζονται ως αποδείξεις της «ελεύθερης έκφρασης» και της «εγκυρότητας» των τηλεοπτικών σταθμών.
Ο χυδαίος και ευτελής αυτός «λόγος», που επεκτείνεται και αποκτά ειδικού τύπου «θεματικές» στα τηλεοπτικά προγράμματα, ασκεί μια επιθετική στρατηγική: διεκδικεί τον ρόλο μιας μετα-μοντέρνας ισοπεδωτικής «ιδεολογίας» όπου ο μηδενισμός, οι αφορισμοί, τα χυδαία υπονοούμενα, οι αγοραίες ύβρεις, οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα νέο «πρότυπο» αντίληψης και συμπεριφοράς, εν ονόματι της ελευθερογνωμίας και του πλουραλισμού της γνώμης και της έκφρασης.
Η γλώσσα όμως, οι λέξεις, δεν αποτελούν ουδέτερες λεκτικές και φωνητικές «φόρμες». Εκφράζουν νοήματα, αντιλήψεις, αισθήματα, αισθητικές αξίες. Οι λέξεις, οι φράσεις, εκφράζουν και αποκαλύπτουν τον τρόπο που σκεπτόμαστε, τις αξίες που βιώνουμε. Η γλώσσα μας είναι η σκέψη μας, η ίδια η πνευματική μας υπόσταση.
Γι’ αυτό, η χυδαιότητα και η ευτέλεια δεν μπορούν να «νομιμοποιηθούν» σ’ ένα πλαίσιο δημοκρατικών – ελευθεριακών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν «κωδικοποιούνται» και μετατρέπονται, μέσω των ΜΜΕ, σε «εμπόρευμα» υψηλής αγοραστικής αξίας -ελέω της περίφημης «τηλεθέασης»- διεκδικώντας πρωτεύουσα θέση στην «προθήκη» των ατομικών στάσεων και συμπεριφορών.
Ασφαλώς οι επισημάνσεις αυτές δεν αποβλέπουν με κανέναν τρόπο στην άρνηση του αιχμηρού κριτικού λόγου, της ελεύθερης έκφρασης, η οποία, προκειμένου να καταδείξει τους στόχους της, υπερβαίνει το πλαίσιο των τρεχουσών αντιλήψεων και των τυπικών «ηθικιζουσών» συμπεριφορών.
Γιατί η διαφορά μεταξύ της χυδαιότητας, της απαξίωσης και του ελεύθερου κριτικού λόγου είναι τεράστια.
Η χυδαιότητα έχει μοναδικό στόχο την απαξίωση. Εκεί αρχίζει και εκεί τελειώνει. «Έδαφός» της το «τέλμα της ευτέλειας», όπου σ’ αυτό το επίπεδο όλοι είναι «ίσοι».
Αντίθετα, ο κριτικός λόγος, ακόμα και στις πλέον ακραίες του μορφές, όταν αρνείται και καταδικάζει μια συμβατική και «ανυπόφορη» πραγματικότητα, επιδιώκει να αναδείξει αξίες που ακυρώνονται από την πραγματικότητα αυτή. Μέσα από την ανατρεπτική κριτική εκπέμπει τα δικά του μηνύματα, αποκαλύπτει το δικό του περιεχόμενο.
Τα βασικά αυτά κριτήρια οροθετούν με σαφήνεια την αυστηρή κριτική, τη σάτιρα από τη χυδαιότητα και την ευτέλεια, την ελευθερογνωμία από τον μηδενισμό. Πράγματι υπάρχουν εκπομπές σάτιρας και αυστηρής κριτικής, όπου η αποδόμηση π.χ. των πολιτικών προτύπων δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εκφράζει έμμεσα το αίτημα αποκατάστασης της αξιοπιστίας της πολιτικής και της υπηρέτησης των κοινωνικών αιτημάτων (π.χ. εκπομπές των Γ. Μητσικώστα, Λ. Λαζόπουλου). Αυτού του είδους η κριτική, παρά τις ενστάσεις που μπορούν να διατυπωθούν από πολλές πλευρές, αποβλέπει σε θετικού χαρακτήρα στόχους.
Ασφαλώς, η ισοπέδωση, η απαξίωση προσώπων και θεσμών, η χυδαία και ευτελής αντιμετώπιση των γεγονότων δεν αποτελούν μια ουδέτερη, μη πολιτικά «χρωματισμένη» πολιτική στάση.
Αντίθετα, η απαξίωση αυτή ενεργοποιεί ένα ολόκληρο πλαίσιο πολιτικών στόχων και πρακτικών, που αποβλέπουν στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας ισοπεδωμένης, μιας «μάζας», που θα αποτελείται από άβουλους πολίτες, μιας «δημοκρατίας» χωρίς αρχές και αξίες, που θα ανέχεται τα πάντα, εν ονόματι μιας ισοπεδωτικής ψευδο-ελευθερίας.
Γι’ αυτό και κεντρικός στόχος της απαξίωσης και της ισοπέδωσης αυτής είναι η πολιτική και οι πολιτικοί. Οι κερδοσκόποι, οι μεσάζοντες, τα «μεγάλα αφεντικά» -οι φορείς της «διαπλοκής» – βρίσκονται όλοι στο απυρόβλητο.
Μ’ αυτό τον τρόπο αποκαλύπτουν τα πραγματικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που υπηρετούν οι τηλεοπτικοί «φορείς» της ευτέλειας και της χυδαιότητας. Μέσα από την αποδυνάμωση των κοινωνικών-δημοκρατικών αξιών επιδιώκουν να «εγκαταστήσουν» έναν τύπο υποκουλτούρας, όπου θα κυριαρχούν ο αγοραίος ανταγωνισμός, ο καταναλωτισμός και το φθηνό τηλεοπτικό θέαμα (και ως περιεχόμενο και ως αισθητική). Αυτές είναι οι νέες «αξίες» που θα πρέπει να αποδεχθεί και να «αφομοιώσει» η σύγχρονη κοινωνία.
Μπορούν όμως να υπάρξουν συλλογικές -θεσμικού τύπου- αντιστάσεις απέναντι σ’ αυτό το «μόρφωμα» της υποκουλτούρας και της χυδαιότητας;
Όταν μάλιστα τα πολιτικά κόμματα «αναγκάζονται» να προσαρμοσθούν στις ανάγκες μιας «τηλεθέασης της υποκουλτούρας», μετατρέποντας συχνά τον πολιτικό τους λόγο σε απλά «ευφυολογήματα» και «ατάκες», σε κενές αντιπαραθέσεις, προκειμένου να κερδίσουν μια απλή εντύπωση λίγων δευτερολέπτων στα βραδινά δελτία ειδήσεων;
Οπωσδήποτε όμως πρέπει να υπάρξει ένα κοινωνικό μέτωπο αντίστασης απέναντι σε -επεξεργασμένες πια- πρακτικές, οι οποίες αποβλέπουν σε έναν «μιθριδατισμό» της ελληνικής κοινωνίας, εκπέμποντας συνεχείς «δόσεις» χυδαιότητας που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και την νοημοσύνη των πολιτών.
Η καταστροφή του πολιτισμού και των αξιών μας πρέπει να αντιμετωπισθεί έγκαιρα, πριν υπονομεύσει ολοκληρωτικά το αύριο των παιδιών μας.