Η νέα τακτική του αγγλοαμερικανικού παράγοντα μετά το Σχέδιο Ανάν

Ασκήθηκε διπλωματικά κάθε δυνατή πίεση στην ελληνική πλευρά να ελαχιστοποιήσει τις απαιτήσεις της για αλλαγές στο σχέδιο, ώστε αυτές να είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές και από την τουρκική πλευρά. Ζητήθηκε κατ’ αρχάς από τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο να υποβάλει στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν τις αλλαγές που ζητά η ελληνική πλευρά. Στόχος δεν ήταν, βεβαίως, η ενημέρωση του κ. Ανάν και της αγγλοαμερικανικής διπλωματίας για το τι θέλει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Γνωρίζουν πολύ καλά και με κάθε λεπτομέρεια τα διαπραγματευτικά όρια και τα αιτήματά της. Στόχος ήταν περισσότερο η άσκηση πιέσεων για τον περιορισμό των ελληνοκυπριακών απαιτήσεων, υπό την απειλή ότι σε διαφορετική περίπτωση, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα καταγγελλόταν ως «αδιάλλακτη» και ως «υπεύθυνη» για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο.

Τον ίδιο στόχο είχε, στη συνέχεια, η απαίτηση να υποβληθεί από την ελληνοκυπριακή πλευρά «σειρά προτεραιοτήτων». Αυτό θα σήμαινε πρακτικά περαιτέρω έμμεσο περιορισμό των ελληνικών απαιτήσεων, πριν από την έναρξη οποιασδήποτε διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Η κυπριακή πλευρά ανταποκρίθηκε με την υποβολή των κύριων κεφαλαίων στα οποία θεωρεί απαραίτητες πολύ ουσιαστικές αλλαγές, για να διασφαλισθεί η αποδοχή ενός νέου ή τροποποιημένου σχεδίου σε ένα επόμενο δημοψήφισμα.

Η τουρκική πλευρά, τόσο η υποτελής τουρκοκυπριακή ηγεσία στα κατεχόμενα όσο και η Άγκυρα, έστειλαν επανειλημμένως, από την πλευρά τους, μήνυμα, ότι δεν αποδέχονται τίποτε λιγότερο απ’ ό,τι τους έδωσε η γνωστή επιδιαιτησία Ανάν. Δεν αποδέχονται δηλαδή καμία συζήτηση για ουσιαστικές αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν.

Νέα τακτική από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα

Ο αγγλοαμερικανικός παράγων παραδέχθηκε, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι η προοπτική επαναφοράς του Σχεδίου Ανάν, υπό μια τροποποιημένη μορφή, είναι διπλωματικά ανέφικτη, τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει την ουσία του. Κάθε άλλο. Προκρίνει ως πλέον τελεσφόρα και ενδεικνυόμενη τακτική μια έμμεση προσπέλαση, που θα έχει στόχο τη δημιουργία των προϋποθέσεων για ντε φάκτο επιβολή «λύσεως» τύπου Ανάν.

Η ιδέα δεν είναι ουσιαστικά καινούργια. Ήταν η εναλλακτική προσέγγιση για την περίπτωση που δεν θα γινόταν αποδεκτό το σχέδιο Ανάν. Παρά τις πιέσεις που άσκησαν για την αποδοχή του, οι ΗΠΑ και Βρετανία γνώριζαν εγκαίρως από μυστικές δημοσκοπήσεις ότι οι πιθανότητες αποδοχής του από την ελληνική πλευρά ήταν περιορισμένες.

Η Βρετανία έσπευσε γι’ αυτό και υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τους γνωστούς δύο κανονισμούς «για την άρση της οικονομικής απομονώσεως των τουρκοκυπρίων», με στόχο ακριβώς να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός, ώστε να καταστήσει πρακτικά ανέφικτη τη διαφυγή της ελληνικής πλευράς από το Σχέδιο Ανάν.

Επεχείρησε ταυτοχρόνως, με τη βοήθεια του Κόφι Ανάν, να υπονομεύσει τις δύο βασικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, 550 και 541, που αφορούν στην καταδίκη του ψευδοκράτους των κατεχομένων και στηρίζουν την ενιαία διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απόπειρά της προσέκρουσε στο ρωσικό τεχνικό βέτο.

Οι προσπάθειες της βρετανικής διπλωματίας επικεντρώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με άξονα τους δύο κανονισμούς για «την άρση της οικονομικής απομονώσεως των τουρκοκυπρίων». Είναι γνωστό ότι τον πρώτο, που αφορά στη διακίνηση προϊόντων μέσω της γραμμής Αττίλα, κατ’ ευφημισμόν «Πράσινης Γραμμής», και την παροχή οικονομικής ενισχύσεως προς τους τουρκοκυπρίους από την ΕΕ, τον απεδέχθη, υπό ορισμένους όρους, η κυπριακή κυβέρνηση.

Η τουρκική πλευρά όμως, υποστηριζόμενη ανοικτά από τη βρετανική, ζητούσε την έγκριση ταυτοχρόνως και των δύο κανονισμών, ως πακέτου. Ο δεύτερος κανονισμός, που αφορά στο λεγόμενο «απευθείας εμπόριο» είναι, προφανώς, παντελώς απαράδεκτος για την κυπριακή κυβέρνηση. Ενδεχόμενη αποδοχή και εφαρμογή του θα οδηγούσε σε έμμεση, ντε φάκτο, αναγνώριση των κατεχομένων ως χωριστής πολιτικής οντότητας και σε σιωπηρή παραγραφή της τουρκικής κατοχής.

Διαχωρισμός των δύο κανονισμών
με τη βοήθεια της αυστριακής προεδρίας

Έπειτα από ενέργειες της κυπριακής κυβερνήσεως και θετική ανταπόκριση και συνεργασία της αυστριακής προεδρίας, οι δύο κανονισμοί διεχωρίσθησαν. Απομένει στην τουρκική πλευρά να αποδεχθεί την εναπομένουσα για το 2006 εγκεκριμένη ευρωπαϊκή βοήθεια ύψους 139 εκατ. ευρώ.

Ο διαχωρισμός των δύο κανονισμών και η εγκατάλειψη, ως ανέφικτης, από τη βρετανική διπλωματία της προσπάθειας να εφαρμοσθεί το άρθρο 133 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, που αφορά τρίτες χώρες, δημιουργεί μια νέα κατάσταση.

Η έγκριση του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο» μπορεί να γίνει μόνο με ομοφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο οποίο, βεβαίως, η Κύπρος έχει δικαίωμα βέτο. Η θετική αυτή εξέλιξη επηρέασε επίσης ευνοϊκά τη συνάντηση Κόφι Ανάν και Τάσσου Παπαδόπουλου στο Παρίσι.

Η θετική όμως αυτή εξέλιξη συνοδεύτηκε από μια σημαντική αλλαγή στη θέση αρχής της ελληνικής πλευράς. Για πρώτη φορά, η τελευταία δεν απέρριψε διαρρήδην τον κανονισμό για το «απευθείας εμπόριο» για λόγους αρχής, αλλά συνέδεσε την αποδοχή της εγκρίσεώς του με τρεις όρους. Συγκεκριμένα, πρώτον, με επιστροφή της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου. Δεύτερον, άνοιγμα μόνον του λιμένος της Αμμοχώστου, υπό κοινή διακοινοτική διοίκηση, με τη διαμεσολάβηση των εμπορικών επιμελητηρίων και υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τρίτον, εφαρμογή μορατόριουμ, δηλαδή παγώματος κάθε δραστηριότητας που αφορά εκμετάλλευση ή αξιοποίηση κατεχομένων ελληνοκυπριακών περιουσιών.

Η αλλαγή παρουσιάζεται από την ελληνική πλευρά ως θέμα τακτικής και διπλωματικής ευελιξίας, προεξοφλώντας ότι οι όροι αυτοί δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτοί από την τουρκική πλευρά. Πρέπει όμως να παρατηρήσει κανείς ότι η τακτική αυτή δοκιμάσθηκε και απέτυχε παταγωδώς στη Νέα Υόρκη. Προεξάρχοντος τότε του πρώην Προέδρου, κ. Γλαύκου Κληρίδη, ο οποίος αποφαινόταν εκ πείρας ότι δεν πρόκειται να δεχθεί οτιδήποτε ο κ. Ντενκτάς, η ελληνική πλευρά παγιδεύτηκε στη Νέα Υόρκη και αποδέχθηκε την επιδιαιτησία. Η τουρκική πλευρά είπε τελικά ναι, γιατί διαπραγματεύθηκε παρασκηνιακά με τις ΗΠΑ και εξασφάλισε από πριν την ικανοποίηση, με την επιδιαιτησία Ανάν, όλων των αλλαγών που επιθυμούσε στο Σχέδιο Ανάν.

Το πάθημα της Νέας Υόρκης δεν πρέπει να επαναληφθεί. Το θέμα του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο» είναι θέμα αρχής για την Κύπρο. Η εγκατάλειψη του στέρεου εδάφους της αρχής και η σύνδεσή του με όρους αλλάζει σε σημαντικό βαθμό τα δεδομένα. Ό,τι προτείνεται ως όρος μπορεί και να τεθεί σε διαπραγμάτευση και να γίνει αντικείμενο συνδυασμένων πιέσεων από πολλές πλευρές.

Τα διαπραγματευτικά όρια της ελληνικής πλευράς σε αυτό το θέμα είναι ιδιαίτερα στενά. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αν λάβει κανείς υπʼ όψιν ότι το «απευθείας εμπόριο» είναι το κομβικό σημείο της νέας αμερικανοβρετανικής τακτικής που αναπτύσσεται στο παρασκήνιο και έχει στρατηγικό στόχο την επιβολή, ντε φάκτο, «λύσεως» τύπου Ανάν.

Η τακτική αυτή επιδιώκει να καταστήσει μπούμερανγκ για την ελληνική πλευρά τη διπλωματική επιτυχία του διαχωρισμού των δύο κανονισμών. Ειδικότερα, να χρησιμοποιήσει ως δόλωμα την επιστροφή της περιφραγμένης περιοχής της Αμμοχώστου για την έγκριση, ως αντάλλαγμα, του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», με βάση το παράρτημα 10 της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Κύπρου στην ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι, με βάση το Παράρτημα 10, έχει ανασταλεί η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στα κατεχόμενα, ενώ έχει ενταχθεί ολόκληρη η Κύπρος στην ΕΕ, ως νόμιμη επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ελληνική πλευρά πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική σε αυτόν τον τομέα. Είναι γνωστό ότι όσοι προωθούν μια ντε φάκτο λύση τύπου Ανάν επιδιώκουν να υπονομεύσουν την ενιαία εκπροσώπηση της Κύπρου στην ΕΕ από τη νόμιμη κυπριακή κυβέρνηση και να παραγράψουν, στο όνομα των τουρκοκυπρίων, την τουρκική κατοχή. Ρίχνουν μάλιστα διακριτικά την ιδέα της άρσεως της αναστολής της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στα κατεχόμενα, χωρίς προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού, ως μέτρου και διαδικασίας για την επιβολή «λύσεως».

Σε μια τέτοια περίπτωση, η ίδια η ΕΕ θα αναλάμβανε να ασκήσει πιέσεις στην ελληνική πλευρά για «επανένωση», με δεδομένο ότι δεν δέχεται, σε καμία περίπτωση, η Κύπρος να εκπροσωπείται από δύο χωριστά μέρη.

Η ελληνική πλευρά δεν έχει, επομένως, κανένα περιθώριο υποχωρήσεων αρχής στο θέμα του «απευθείας εμπορίου», χωρίς να υπονομεύσει με αυτό τη θέση της στην ΕΕ, που είναι σήμερα το μεγαλύτερό της κεφάλαιο και το στρατηγικό διπλωματικό της όπλο.

Στρατηγική για ευρωπαϊκή λύση

Η ελληνική πλευρά πρέπει, αντιθέτως, να αξιοποιήσει τη θέση της στην ΕΕ, για να προωθήσει, ντε φάκτο, από τη δική της πλευρά μια δίκαιη λύση με βάση τις ευρωπαϊκές αρχές και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Αποδέχθηκε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, χωρίς να συνδέσει την συγκατάθεσή της με συγκεκριμένες κινήσεις καλής θελήσεως από την τουρκική πλευρά, όπως π.χ. η επιστροφή της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου, η άρση του casus belli για το Αιγαίο, το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Αποδέχθηκε την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως ως της ελάχιστης αναγνωρίσεως της Κύπρου από την Άγκυρα αντί της πλήρους, διπλωματικής αναγνωρίσεως, που είναι αυτονόητη για κάθε χώρα μέλος της ΕΕ.

Η ελληνική πλευρά, Αθήνα και Λευκωσία, οφείλουν να επιδείξουν σήμερα σταθερότητα και να αξιώσουν, ως θέμα αρχής, την εκπλήρωση από την Άγκυρα των υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι της ΕΕ.

Είναι γνωστό ότι ασκούνται παρασκηνιακά αμερικανικές πιέσεις στην ελληνική πλευρά προς τρεις κατευθύνσεις. Πρώτον, για τη μη εμμονή, με διάφορα προσχήματα, στην εκπλήρωση των όρων που ανέλαβε η Άγκυρα όπως η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως. Δεύτερον, για την έναρξη μιας προσχηματικής διπλωματικής κινητικότητας στο Κυπριακό, χωρίς τη διασφάλιση προηγουμένως των αναγκαίων προϋποθέσεων για ουσιαστικές συνομιλίες. Τρίτον, για υποχωρήσεις και «συμβιβασμούς» στο κρισιμότατο θέμα του «απευθείας εμπορίου» και της άρσεως της αναστολής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στα κατεχόμενα, χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού.

Οι παραπάνω αμερικανικές πιέσεις εντάσσονται στη σημερινή δύσκολη για την Άγκυρα συγκυρία της ευρωπαϊκής πορείας της. Η ελληνική πλευρά πρέπει, κατά την αμερικανική άποψη, να «αγωνιά» γι’ αυτήν, εφόσον έχει συνδέσει την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία.

Το ιδεολόγημα αυτό έχει πληρωθεί πολύ ακριβά μέχρι τώρα από την Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για ελληνική στήριξη της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας χωρίς όρους και προϋποθέσεις και αναλώμασι μάλιστα ζωτικών ελληνικών συμφερόντων.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος
επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ