ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ ΣΤΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ Ο ΜΠΛΕΡ

Ως αποτέλεσμα επιταχύνονται οι διαδικασίες για την αντικατάστασή του στην ηγεσία των Εργατικών και την Ντάουνινγκ Στριτ από τον υπουργό Οικονομικών, Γκόρντον Μπράουν, που μπήκαν σε τροχιά πέρυσι τον Μάη, αμέσως μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές, όταν ο Μπλερ επέτυχε ένα διπλό ρεκόρ: ναι μεν κατάφερε για πρώτη φορά στην ιστορία των Εργατικών να κερδίσει για τρίτη συνεχόμενη φορά εκλογές, είδε όμως ταυτόχρονα το ποσοστό του κόμματός του να συρρικνώνεται στο 36% (από 40% που είχε κερδίσει το 2001) και έγινε ο πρωθυπουργός που σχημάτισε κυβέρνηση με το μικρότερο εκλογικό ποσοστό στην ιστορία της Αγγλίας.

Η παραπάνω πορεία φθοράς και συρρίκνωσης του κύρους των Νέων Εργατικών κορυφώθηκε τους τελευταίους μήνες με αφορμή τη δημοσιοποίηση δύο οικονομικών σκανδάλων. Το πιο πρόσφατο αφορά τη χρήση από τους υπουργούς του Μπλερ, αλλά και την οικογένειά του, των πολυτελών κρατικών αεροσκαφών για… ψύλλου πήδημα. Από επισκέψεις στην εκλογική τους περιφέρεια μέχρι για να πάνε διακοπές ο πιο γρήγορος δρόμος περνούσε από τα κυβερνητικά αεροσκάφη, τα οποία χρησιμοποιούσαν όπως περίπου οι μεγιστάνες χρησιμοποιούν τα λίαρ τζετ. Η αποκάλυψη τροφοδότησε επί μέρες με πρωτοσέλιδα τις βρετανικές εφημερίδες, όχι μόνο τα σκανδαλοθηρικά ταμπλόιντ αλλά ακόμη και τους «Τάιμς» ή τον «Ιντιπέντεντ», που κατηγόρησε τους κυβερνητικούς ότι χρησιμοποιούν τα αεροπλάνα σαν ταξί.

Το σημαντικότερο οικονομικό σκάνδαλο όμως αφορούσε το άτυπο εμπόριο που είχε στήσει ο Μπλερ, χορηγώντας τίτλους τιμής, ακόμη και θέσεις στη Βουλή των Λόρδων, σε όσους ενίσχυαν οικονομικά το κόμμα του! Οι αποκαλύψεις έφεραν αρχικά στην επιφάνεια την τεράστιας έκτασης εξάρτηση του κόμματος των Εργατικών από μια χούφτα μεγιστάνες του χρήματος. Δημοσιεύθηκε ότι υπήρχαν ιδιώτες που προσέφεραν στο κόμμα του Μπλερ ακόμη και το ποσό του ενός εκατομμυρίου λιρών, υπό τη μορφή δανείων πάντα, όπως είθισται να εμφανίζονται σχετικές ενισχύσεις. Η ανταμοιβή τους ήταν να κερδίζουν τίτλους ευγένειας. Το σκάνδαλο -που δείχνει τη φαιδρότητα και τις υπόγειες συναλλαγές που συνοδεύουν πλέον ανάλογους αριστοκρατικούς θεσμούς, υπολείμματα της φεουδαρχίας- ξέσπασε όταν σύμβουλος του Μπλερ είχε εκμυστηρευθεί σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «Σάντεϊ Τάιμς» ότι ο πρωθυπουργός ήταν έτοιμος να χαρίσει τίτλους τιμής, ευγένειας και ιπποσύνης σε όσους θα έκαναν δωρεές. Η αστυνομική έρευνα που ξεκίνησε (και οδήγησε στη σύλληψη και τη φυλάκιση τον πρώην σύμβουλο του Μπλερ την Πέμπτη 13 Απριλίου) έφερε στην επιφάνεια ότι το κόμμα των Εργατικών είχε δεχτεί 14 εκατομμύρια λίρες υπό μορφή ενισχύσεων από 12 άτομα, ενώ στη συνέχεια και οι Συντηρητικοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ότι είχαν προσφύγει σε ιδιώτες για να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα.

Από τα συνδικάτα στο Σίτι

Το μεγαλύτερο σκάνδαλο για τους Εργατικούς όμως έγκειται στην ανακολουθία τους με όσα διακήρυτταν το 1997, όταν κέρδισαν για πρώτη φορά τις εκλογές από τους Τόρηδες. Με αφορμή πάλι ένα σκάνδαλο χρηματοδότησης που είχε ξεσπάσει τότε, έχοντας στο επίκεντρο το κόμμα της Θάτσερ, ο Μπλερ υποσχόταν ότι η νέα περίοδος διακυβέρνησης θα ήταν εντελώς αψεγάδιαστη ή «πιο λευκή και από τις λευκές», κατά τη βρετανική έκφραση. Στην πράξη αποδείχθηκε το αντίθετο. Δεν ήταν όμως το μοναδικό θέμα στο οποίο οι Εργατικοί διέψευσαν τις προσδοκίες των Βρετανών. Αν ο Μπλερ έφτασε να βουλιάζει στα σκάνδαλα, είναι γιατί ακολούθησε μια εντελώς δεξιά πορεία, κόβοντας βίαια τους δεσμούς των Εργατικών με τα συνδικάτα που αποτελούσαν την πολιτική και εκλογική τους βάση. Η προσφυγή στους «μεγαλοκαρχαρίες» του Σίτι για να στηρίξουν οικονομικά το κόμμα των Εργατικών δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τη νεοφιλελεύθερη και φιλοαμερικανική πολιτική τους πορεία. Η στροφή του Μπλερ και των Εργατικών στο Σίτι ήταν το φυσικό επακόλουθο του πολιτικού ρήγματος που δημιουργήθηκε πριν από την αμερικανοβρετανική εισβολή στο Ιράκ, όταν εκατομμύρια Βρετανοί κατέκλυζαν τους δρόμους της Αγγλίας, απαιτώντας να μη γίνει πόλεμος. Η συγκεκριμένη περίπτωση προσφέρεται και για ευρύτερα συμπεράσματα: η εξάρτηση των κομμάτων από την ολιγαρχία του χρήματος και η αποκοπή τους από τους ψηφοφόρους και τους εργαζόμενους δεν μπορεί να ερμηνεύονται με αφηρημένους και θεωρητικούς όρους που αγνοούν με επιδεικτικό συχνά τρόπο τις πολιτικές επιλογές τους ή το ότι γυρίζουν την πλάτη κατά τη διάρκεια της θητείας στον κόσμο που τα ψηφίζει.

Η περίπτωση των Εργατικών είναι πιθανά η πιο χαρακτηριστική περίπτωση νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης ενός παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος – τουλάχιστον είναι η πρώτη που συνέβη, ανοίγοντας τον δρόμο και στα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης. Τα μέτωπα που έχουν ανοίξει οι Εργατικοί το τελευταίο διάστημα, δημιουργώντας συνθήκες πολιτικής κρίσης στην Αγγλία, δείχνουν ταυτόχρονα ότι στο τέλος αυτού του μεταλλαγμένου (τρίτου) δρόμου αν υπάρχει κάτι είναι η ταύτιση με τη συντηρητική παράταξη και η ανυποληψία από τη μεριά της κοινωνίας.

Στα μέσα Μαρτίου ο Μπλερ βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη δοκιμασία που δίχασε το κόμμα των Εργατικών στο Κοινοβούλιο – μετά φυσικά το θέμα του πολέμου στο Ιράκ. Αφορμή τώρα ήταν μια βαθιά αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επιχείρησε να επιβάλει ο Μπλερ, στο πλαίσιο της οποίας ακόμη και τα σχολεία ωθούνται να συνδεθούν με επιχειρήσεις που θα τα χρηματοδοτούν. Οι ενώσεις των δασκάλων υποστήριζαν ότι επαναφέρει τη δυνατότητα επιλογής μαθητών, καταργώντας ουσιαστικά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα πάνω από την εκπαίδευση στην Αγγλία να απλώνεται το φάντασμα των ζοφερών βικτοριανών χρόνων. Η ανταρσία που ξέσπασε στο κόμμα των Εργατικών οδήγησε 52 βουλευτές να καταψηφίσουν το νομοσχέδιο και στη συνέχεια να περάσει χάρη στη στήριξη των Συντηρητικών του Ντέιβιντ Κάμερον. Το γεγονός ότι ο Μπλερ αναγκάστηκε να στηριχθεί στους Τόρηδες για να περάσει τον νόμο του ώθησε πολλούς βουλευτές να τον κατηγορήσουν ότι στα χνάρια του Σρέντερ επιβάλλει και αυτός ντε φάκτο έναν συντηρητικό «μεγάλο συνασπισμό». Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μπλερ ερχόταν αντιμέτωπος με το κόμμα του. Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί το 2003, όταν 65 βουλευτές του είχαν ψηφίσει ενάντια σε ένα σχέδιο ιδιωτικοποίησης των νοσοκομείων, και το 2004, όταν 72 βουλευτές του είχαν ψηφίσει ενάντια σε έναν βαθιά ταξικό νόμο, που καθιέρωνε δίδακτρα στα δημόσια πανεπιστήμια, απαγορεύοντας έτσι στα παιδιά των φτωχών να διαβούν την πύλη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Μαζικότατες απεργίες

Η διαφορά των δύο προηγούμενων κοινοβουλευτικών αντάρτικων με το τωρινό είναι ότι αυτό εξελίσσεται σε μια συγκυρία μη αντιστρεπτού ξεθωριάσματος της λάμψης που ανέδυε το άστρο του Μπλερ και πλατιάς αμφισβήτησής του. Ενδεικτική από αυτή την άποψη είναι η απεργία που έγινε στον δημόσιο τομέα και στους δήμους στα τέλη του Μαρτίου ενάντια στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση. Στο «στόχαστρο» των διαδηλωτών βρέθηκαν οι προτάσεις μιας επιτροπής που ορίστηκε από τον Μπλερ (και είναι τόσο αμερόληπτη, ώστε έχει στην κεφαλή της τον πρώην γενικό διευθυντή του βρετανικού ΣΕΒ…) με στόχο να προτείνει λύσεις για το ασφαλιστικό. Μεταξύ άλλων πρότεινε να αυξηθούν τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης των γυναικών κατά 5 έτη, ώστε από τα 60 που είναι σήμερα να φτάσουν σε λίγα χρόνια στα όρια ηλικίας των ανδρών, και στη συνέχεια να αυξηθούν κατά 3 έτη ακόμη όλα τα όρια ηλικίας, ανδρών και γυναικών! Μέσα μαζικής μεταφοράς, σχολεία και βιβλιοθήκες παρέμειναν κλειστά. Στην απεργία συμμετείχαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι και τα 11 συνδικάτα που κάλεσαν στην απεργία ανακοίνωσαν ότι η τελευταία φορά που πραγματοποιήθηκε μια τόσο μαζική απεργία και διαδήλωση ήταν πριν από 80 χρόνια.

Τα «βέλη» που δέχεται ο Μπλερ δεν προέρχονται όμως μόνο από το αντιπολεμικό κίνημα, τους δασκάλους που ενδιαφέρονται για τη δημόσια υγεία, τους εργαζόμενους που ανησυχούν για τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα ή όσους βιώνουν στο πετσί τους τα συμπεράσματα μιας έρευνας που δημοσίευσε στις 14 Μαρτίου ο βρετανικός «Γκάρντιαν», βάσει της οποίας στα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης των Εργατικών οι ανισότητες που αναπτύχθηκαν επί Θάτσερ παρέμειναν άθικτες και δεν μειώθηκαν στο παραμικρό. Εξίσου σθεναρά ο Μπλερ αμφισβητείται και από όσους ζητούν νέα φιλελεύθερα μέτρα όπως για παράδειγμα ο «Εκόνομιστ», ο οποίος στο τεύχος της 18ης Μαρτίου είχε τον ασυνήθιστο τίτλο στην πρώτη σελίδα «Οι τελευταίες μέρες του Τόνι Μπλερ».

Στις εσωτερικές δε σελίδες, κάτω από το καθόλου υπαινικτικό μότο «εάν ο βρετανός πρωθυπουργός δεν σκέφτεται να παραιτηθεί, θα έπρεπε να το κάνει», έγραφε τα εξής αποκαλυπτικά: «Το κύριο επίτευγμα του Μπλερ ήταν να σταθεροποιήσει τις φιλικές προς την αγορά μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε η Μάργκαρετ Θάτσερ και έπειτα από μια χαμένη πρώτη θητεία να τις επεκτείνει στην υγεία και την εκπαίδευση. Σε κανένα από τα δύο πεδία όμως δεν κατάφερε τίποτε το ουσιαστικό». Κυνικό ή όχι, το απόσπασμα του «Εκόνομιστ» δείχνει και το περιεχόμενο της πολιτικής ατζέντας που θα κληθεί να εφαρμόσει άμεσα ο Γκόρντον Μπράουν και μετά από τέσσερα χρόνια -το πιθανότερο- ο Ντέιβιντ Κάμερον. Ως προς το παρόν τα μάτια όλων είναι στραμμένα στα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών που θα γίνουν τον Μάιο και θα κρίνουν το εσωκομματικό παιχνίδι εξουσίας στους Εργατικούς.


Σχολιάστε εδώ