Το πολυπόθητο ραντεβού του Γιώτη

Αν από αυτό το ραντεβού βγει κάτι καλό για τον νομό και τους κατοίκους δεν το γνωρίζουμε ακόμη, καθώς χρειάζεται αρκετός χρόνος για να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν οι προσδοκίες και οι υποσχέσεις που καλλιεργήθηκαν ή δόθηκαν αντίστοιχα από τον νομάρχη και τον πρωθυπουργό, στη συνάντησή τους που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί χθες στη Θεσσαλονίκη (στο επόμενο φύλλο ο απολογισμός και το παρασκήνιο).

Από τις υποσχέσεις που θα δώσει ο πρωθυπουργός στον Ψωμιάδη, και κυρίως αν αυτές εκπληρωθούν, θα αποδειχθεί αν τα κόλπα και η προσπάθεια που κατέβαλε ο νομάρχης για να εξαναγκάσει τον πρωθυπουργό να συνομιλήσει μαζί του άξιζαν τον κόπο.

Λόγω των αβυσσαλέων διαφορών της δομής του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας τους οι σχέσεις των δύο ανδρών ουδέποτε υπήρξαν καλές. Ο Καραμανλής πάντα σνόμπαρε τον Γιώτη, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν που κρατούσε ψηλά τη σημαία της παράταξης στην πόλη και τον βοήθησε αποφασιστικά να επικρατήσει άνετα στην εκλογική του περιφέρεια. Από την άλλη πλευρά, ο Ψωμιάδης κατέβαλε τιτάνια προσπάθεια να αναγκάσει τον πρωθυπουργό να τον αναγνωρίσει ως ισότιμο συνομιλητή του.

Οι μήνες του Καραμανλή στην πρωθυπουργία περνούσαν και το αίτημα του Ψωμιάδη για μια αποδοτική επίσκεψή του στο Μαξίμου έμενε ανεκπλήρωτο. Κι όμως, ο Πόντιος επέμενε με καρτερία αλλά και πείσμα.

Τα έβαζε με τους υπουργούς (ιδίως τη Μαριέττα και τον Σουφλιά), αφήνοντας τον πρωθυπουργό στο απυρόβλητο.

Ξιφουλκούσε κατά του «κράτους των Αθηνών», διαχωρίζοντάς το -αυθαίρετα και ετσιθελικά- από το Μαξίμου.

Παραπονιόταν και κατήγγελλε αξιωματούχους και κυβερνητικά συστήματα για αδράνεια και αναποτελεσματικότητα, αλλά δεν λησμονούσε να τονίσει πως «ο Καραμανλής είναι η ελπίδα της πόλης», ο μόνος που μπορεί να τη σώσει…

Τα επεισόδια των απονενοημένων ενεργειών του Γιώτη για να εξασφαλιστεί το πολυπόθητο ραντεβού του με τον Καραμανλή ήταν πολλά.

Το τελευταίο παίχτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, όταν μάταια τον ανέμεναν οι «γαλάζιοι» αυτοδιοικητικοί και οι παροικούντες στο Μαξίμου και τη Ρηγίλλης στη συνδιάσκεψη για την αυτοδιοίκηση που οργάνωσαν στην Αθήνα. Δεν προσήλθε, στέλνοντας μια επιστολή στον Ζαγορίτη με την οποία τον πληροφορούσε πως «οικογενειακοί λόγοι» τού επιβάλλουν να μείνει στη Θεσσαλονίκη.

Η επιστολή στάλθηκε μετά την οριστικοποίηση του προγράμματος και οι γνωρίζοντες λένε με σιγουριά ότι οι «οικογενειακοί λόγοι» δεν αποτελούσαν παρά την πρόφαση του Γιώτη, ο οποίος θέλησε να δείξει την απόλυτη δυσφορία του προς την ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης, και να στείλει το μήνυμα πως «δεν είναι δεδομένος» και πως «το καλό παιδί που ήξεραν να το ξεχάσουν».

Ιδιαίτερη μάλιστα αίσθηση έκανε το γεγονός ότι ο νομάρχης ανέμενε να βγει το επίσημο πρόγραμμα της συνδιάσκεψης και ακολούθως ενημέρωσε εγγράφως για το… οικογενειακό του κώλυμα (στο πρόγραμμα περιλαμβανόταν στους πέντε αυτοδιοικητικούς που θα έπαιρναν τον λόγο μετά τον πρωθυπουργό. Οι άλλοι ήταν οι Ντόρα, Κακλαμάνης, Παπαγεωργόπουλος και Αγραπίδης).

Η αντίδρασή του αυτή υπαγορεύτηκε από την ενόχλησή του για τη μηδαμινή ανταπόκριση που βρήκαν στην Αθήνα τα αιτήματα του νομού και των κατοίκων που υπέβαλε. Από την αθέτηση των υποσχέσεων που του έδωσαν, αλλά κυρίως από την αντιμετώπιση που είχε η πρωτοβουλία του να κλείσει τη νομαρχία για να «κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου».

Το μήνυμα που είχε στείλει τότε ήταν σαφέστατο: «Ο Κώστας Καραμανλής αποτελεί την τελευταία ελπίδα της Θεσσαλονίκης, που περιμένει από αυτόν…».

Όσα μεσολάβησαν από τότε ή για να ακριβολογούμε, η μη ανταπόκριση του πρωθυπουργού απέδειξαν και στον πλέον συγκαταβατικό παρατηρητή πως το Μαξίμου και η Ρηγίλλης είτε δεν άκουσαν, είτε τον… γείωσαν, είτε ταμπουρωμένοι στην αλαζονεία της εξουσίας τους ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο παρά με τα προβλήματα του κόσμου.

Όλες αυτές τις ημέρες μάταια ο Ψωμιάδης ανέμενε στο ακουστικό του για κάποιο σήμα από το Μαξίμου.

Ούτε «ναι» τού είπαν ούτε «όχι».

Και αυτά ενώ λίγες μόνον ημέρες πριν ο πρωθυπουργός κάλεσε στο γραφείο του τον Παπαγεωργόπουλο και αμέσως μετά τον Καλαντζή για να συζητήσουν τα θέματα της Θεσσαλονίκης, αγνοώντας επιδεικτικά τον νομάρχη.

Την ίδια ώρα από τα επικοινωνιακά επιτελεία του Ρουσόπουλου διέρρεε η εκτίμηση πως «ό,τι έκανε ο Γιώτης -το κλείσιμο της νομαρχίας- το έκανε για να κερδίσει πόντους εν όψει των εκλογών του φθινοπώρου».

Το αίμα του Γιώτη ανέβηκε στο κεφάλι του που, όντας ποντιακό, πήρε ανάποδες.

Ο θυμός του έγινε ασυγκράτητος, όταν κυκλοφόρησαν και τα στοιχεία δημοσκόπησης στα οποία καταγράφεται πως το 80% περίπου των Θεσσαλονικέων θεωρούν πως τίποτα δεν έγινε στην πόλη, επικροτούν την αντίδρασή του και εκτιμούν πως μόνο με διεκδίκηση μπορεί να επιτευχθεί κάποιο αποτέλεσμα.

Δικαιωμένος από τον «λαό του» και πληγωμένος από αυτούς που υπηρέτησε και βοήθησε να αποκτήσουν πλούτο και αξιώματα, ο Πόντιος πέταξε το γάντι «στους Αθηναίους που μας κυβερνούν. Ή μας αποδίδετε αυτό που δικαιούμαστε ή…».

Αυτό ακριβώς το «ή» αποτελεί το «κρυφό του χαρτί».

Μπλοφάρει ο Ψωμιάδης ή παίζει τα ρέστα του;

Είναι αποφασισμένος -με όποιο κόστος αυτό συνεπάγεται- να τεντώσει το σχοινί και να διαρρήξει τις σχέσεις του με αυτούς που «αθέτησαν τις υποσχέσεις τους», που «αγνοούν τους πολίτες και τα προβλήματά τους», που τον αντιμετωπίζουν υπεροπτικά και αλαζονικά, σφυρίζοντας αδιάφορα, ή θα βρει κάποιο πρόσχημα για να υπαναχωρήσει προκειμένου να μη διακινδυνέψει η συμμετοχή του στο… μαντρί;

Τις επόμενες εβδομάδες θα ξέρουμε την απάντηση.


Σχολιάστε εδώ