Καλές οι ιδέες, αλλά οι πολίτες ψηφίζουν θέσεις
Δεν είναι γνωστό αν ο Γιώργος Παπανδρέου έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο εξομοίωσης του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία στα μάτια της κοινωνίας ή αν λειτουργεί ενστικτωδώς, απομακρύνοντας τον Γ. Φλωρίδη. Το βέβαιο είναι ότι οι πολιτικές προσεγγίσεις των κομμάτων συμβαίνουν με τόσο γρήγορο ρυθμό ώστε το μόνο που μπορεί να προκαλέσουν στον κόσμο είναι αντίδραση.
Η σημιτική περίοδος του ΠΑΣΟΚ (1996-2004) είναι αρκετά μεγάλη για να το μεταλλάξει σε ένα τεχνοκρατικό πολιτικό μόρφωμα διαχείρισης της εξουσίας στον βαθμό που την έχει. Με έναν ακραίο πρακτικισμό και μιαν εγγενή αντιπάθεια στον κοινωνικό χαρακτήρα και την καταγωγή του ΠΑΣΟΚ, οι εκσυγχρονιστές προσπάθησαν -και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν- να το αναδείξουν σε νεοσυντηρητικό κόμμα, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη ΝΔ, άρα μπορούν και δεξιοί οριακοί ψηφοφόροι να το επιλέξουν. Αυτό φυσικά οδήγησε τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ σε απομάκρυνση (ψυχική και υλική) από το κόμμα τους με αποτέλεσμα ο διάδοχος του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να έχει το επιπλέον δύσκολο έργο να συλλέξει «τα σπασμένα κομμάτια από τον καθρέφτη».
Από την ήττα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Μαρτίου 2004 πέρασαν λίγο περισσότερο από δύο χρόνια. Διάστημα μικρό για να καταφέρει ο Γ. Παπανδρέου να ανασυνθέσει τον «καθρέφτη», ενώ την ίδια ώρα μέσα στο ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να αντιπαρατίθενται ομάδες με διαφορετικές θεωρήσεις για την πολιτική και την κοινωνία.
Είναι περισσότερο από βέβαιο πως ο πολίτης στη διαδικασία επιλογής κόμματος για τις εκλογές περιλαμβάνει και τα κριτήρια της πειθούς, της προβολής συγκεκριμένης θέσης, αλλά και της σιγουριάς που εκπέμπει κάθε πολιτικός φορέας για όσα λέει. Η εσωκομματική πολυφωνία είναι ένα πολύ χρήσιμο στοιχείο στην καταγραφή του κόμματος ως δημοκρατικού, όταν όμως ανάγεται σε καθημερινή πρακτική τέτοια που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την κύρια θέση από τις διάφορες απόψεις, τότε πιθανότατα λειτουργεί αποτρεπτικά στην επιλογή του κόμματος από διστακτικούς ψηφοφόρους. Το ΠΑΣΟΚ διέρχεται αυτήν ακριβώς την περίοδο, αφού προσπαθεί να πείσει ότι έχει αποθεραπευτεί από τη νόσο της αλαζονείας που το διέκρινε στα χρόνια που κυβέρνησε και κυρίως την περίοδο 2000-2004 και, συγχρόνως, να αποδείξει ότι έχει σαφές πρόγραμμα φιλολαϊκής διακυβέρνησης με έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Αν δεν το κατορθώσει αυτό πιθανότατα θα χάσει και τις επόμενες εκλογές, στον βαθμό που οι ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται ότι στους κόλπους του κατοικούν πέραν των δύο απόψεων για κάθε σοβαρό θέμα. Κάτι που ασφαλώς μπερδεύει τους πολίτες με αποτέλεσμα να τους στέλνει κατευθείαν στην αγκαλιά του άλλου μεγάλου κόμματος που διατηρεί το προνόμιο μιας ιδιότυπης μονολιθικότητας που προσφέρει ασφάλεια στους ψηφοφόρους.
Πρόκειται για την ασφάλεια του «αυτό που ακούτε, αυτό είναι». Ορισμένες φορές τα κόμματα θεωρούν αυτονόητη αυτή τη διαδικασία ή χάνονται μέσα σε ατέρμονες συζητήσεις για μεγάλα θέματα. Το «χάσιμο» αυτό γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες που εκδηλώνουν τη δυσφορία τους επιλέγοντας άλλο πολιτικό σχήμα με σαφέστερες θέσεις, ακόμα και αν αυτές δεν είναι ικανοποιητικές για τις αναζητήσεις τους. Ούτως ή άλλως οι εκλογικές αναμετρήσεις θα κινηθούν σε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, κάτι που αναγκάζει τους πολιτικούς σχηματισμούς να είναι σαφείς και κατανοητοί.
Το παιχνίδι πια παίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της επικοινωνίας, έναν τομέα όπου επικρατεί εκείνος που διαθέτει τα καλύτερα επιχειρήματα αλλά και τον πιο πειστικό τρόπο να τα προβάλλει. Η έκφραση πολλών θέσεων και εναλλακτικών απόψεων για το ίδιο ζήτημα (π.χ. ασφαλιστικό, απελευθέρωση απολύσεων, ωράριο, ιδιωτικά πανεπιστήμια κ.λπ.) στερεί αυτομάτως από τον πολιτικό φορέα το δικαίωμα να απευθυνθεί αποτελεσματικά στο κοινό και να το πείσει ότι «εγώ για το θέμα αυτό λέω εκείνο». Όχι «εκείνο αλλά υπάρχει και το άλλο», διότι ο πολίτης δεν θέλει να ξέρει «το άλλο». Στις εκλογές πηγαίνει όχι για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του σχετικά με το πόσες εναλλακτικές λύσεις έχει η υπόθεση της απελευθέρωσης εργασίας, αλλά για να αποφασίσει μεταξύ των εκφρασμένων θέσεων των κομμάτων. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ (και λιγότερο η ΝΔ) θυμίζει περισσότερο πολιτική λέσχη ανταλλαγής και κατάθεσης ιδεών παρά κόμμα εξουσίας που έχει στόχο να πείσει όλο και περισσότερους πολίτες για τις θέσεις του. Αν κατορθώσει να απαλλαγεί από την εικόνα αυτή έως τον χρόνο διενέργειας των εκλογών, τότε έχει σημαντικές πιθανότητες να τις κερδίσει. Αν όχι, θα καταγραφεί ως ένα κόμμα με πολύ ενδιαφέροντα εσωκομματικό προβληματισμό, που έχει μάλιστα αρκετές (και διαφορετικές) θέσεις για μια σειρά από μεγάλα θέματα, κάτι που μάλλον μπερδεύει παρά διευκολύνει τους ψηφοφόρους.
Από την άποψη αυτή η ανησυχία του Γ. Παπανδρέου έχει βάση, διότι η εικόνα αυτή του ΠΑΣΟΚ παγιώνεται και ο χρόνος των εκλογών δεν είναι καθόλου μακριά. Σε κάθε περίπτωση λιγότερο από δύο χρόνια.