Ιταλο-γαλλικά «διδάγματα»
Οι εξελίξεις στη Γαλλία, που οδήγησαν στην «ακύρωση» του νόμου για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, αλλά και το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία αποτελούν σημαντικά γεγονότα, που μπορούν να οδηγήσουν σε χρήσιμα συμπεράσματα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες απαιτούν εναλλακτική στρατηγική έναντι του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Ζητούν σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, που αποδιοργανώνεται με ραγδαίο ρυθμό.
Όμως, όπως φαίνεται, η αναπτυσσόμενη κοινωνική δυναμική δεν μπορεί να εκφρασθεί πολιτικά, να μετασχηματισθεί σε μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική.
Το πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αντί να προωθεί καθηλώνει και περιστέλλει αυτή την δυναμική. Τα κόμματα και στη Γαλλία και στην Ιταλία αλλά και στην Γερμανία -για να επικαλεσθούμε τις εξελίξεις σε ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη- αδυνατούν να συγκροτήσουν ισχυρές κυβερνητικές εξουσίες, πέραν των ορίων της τρέχουσας διαχείρισης.
Στη Γαλλία υπάρχει μια παρατεταμένη πολιτική κρίση, που ξεκίνησε από τις εκλογές του Προέδρου της Δημοκρατίας (όταν ο κ. Σιράκ έλαβε στον πρώτο γύρο ποσοστό 18% και εξελέγη λόγω του «φόβητρου» Λεπέν) και κορυφώθηκε με την ψήφο υπέρ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Το ΟΧΙ αυτό αποτέλεσε έκφραση μιας κρίσης νομιμοποίησης προς το ίδιο το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα της διακυβέρνησης. Το «δεύτερο κύμα» της κρίσης αυτής νομιμοποίησης εκδηλώθηκε με την έκρηξη των μεγάλων κινητοποιήσεων κατά του νόμου Βιλπέν που οδήγησαν στην απόσυρσή του.
Το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, η εξέγερση της νεολαίας των προαστίων και οι πρόσφατες κινητοποιήσεις κατά του νόμου Βιλπέν συνιστούν ιστορικού τύπου γεγονότα, που αρθρώνονται ως εκδηλώσεις μιας κρίσης κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Και την κρίση αυτή αδυνατούν να την αντιμετωπίσουν οι φορείς του πολιτικού συστήματος.
Στη Γερμανία, και ιδιαίτερα στην Ιταλία οι κομματικοί φορείς, μην μπορώντας να εκφράσουν συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα, μετατρέπονται σε κόμματα – «Λεβιάθαν», που επιδιώκουν να ενσωματώσουν και να εκφράσουν ακόμα και αντιτιθέμενα κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα και πολιτικο-ιδεολογικές αντιλήψεις.
Στην Ιταλία π.χ. ο συνασπισμός του κ. Πρόντι «εκφράζει» δυνάμεις που εκκινούν από συντηρητικά-φιλελεύθερα στρώματα και φθάνουν μέχρι την αποκαλούμενη «άκρα αριστερά».
Ο Σ. Μπερλουσκόνι κινείται σ’ ένα φάσμα που ξεκινά από τη λαϊκή-φιλελεύθερη δεξιά και φθάνει μέχρι τα νεοφασιστικά «μορφώματα». Μπορούν άραγε οι «συνασπισμοί» αυτοί να αποκτήσουν ένα πολιτικο-ιδεολογικό «κέντρο-βάρους» ή, όπως διαφαίνεται, θα συνιστούν ένα συμπίλημα απόψεων, πολιτικών θέσεων και συμφερόντων έτοιμο να διαρραγεί στις πρώτες δυσκολίες;
Αντίθετα με ό,τι πρεσβεύουν ορισμένες επιφανειακού χαρακτήρα, αναλύσεις, τέτοιου είδους συνασπισμοί δεν ενισχύουν, αλλά αποδυναμώνουν τη δυναμική και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Για να προσελκύσουν «ετερογενείς» πολιτικο-ιδεολογικά ψηφοφόρους, αποχρωματίζουν και «κεντροποιούν» τις θέσεις τους. Αποδυναμώνεται με τον τρόπο αυτό ο πλούτος των ιδεών και των απόψεων, των ιδεολογικών διακρίσεων, οι οποίες ενδυναμώνουν την πολιτική δημοκρατία. Περιστέλλουν την κοινωνική δυναμική, αφού οι ψηφοφόροι έχουν να επιλέξουν «παρεμφερείς» θέσεις και συναφή ή συγκλίνοντα πολιτικά προγράμματα.
Γι’ αυτό και οι αντιπαραθέσεις και οι διαχωρισμοί που έπρεπε να γίνονται σε πολιτικοκομματικό επίπεδο μετατίθενται στις ηγεσίες των «συνασπισμών» αυτών.
Ο κ. Μπερλουσκόνι υπεδύθη για τον λόγο αυτό έναν τύπο αθυρόστομου πολιτικού «κλόουν», προκειμένου να διαφοροποιηθεί από το παραδοσιακό -και απαξιωμένο- πρότυπο πολιτικού.
Αντίθετα, το πρότυπο που εξέφρασε ο κ. Πρόντι ήταν εκείνο του άνευρου στεγνού τεχνοκράτη, του αποστεωμένου καθηγητή, και εμφανίσθηκε ως μια μειωμένης εμβέλειας προσωπικότητα.
Γι’ αυτό και ο ιταλικός λαός «διαιρέθηκε» ακριβώς στη μέση, διχάστηκε, όχι όμως βάσει θετικού χαρακτήρα κριτηρίων.
Η ψήφος στον Πρόντι αποτέλεσε άρνηση όχι μόνο κατά των πολιτικών επιλογών του Μπερλουσκόνι, αλλά και κατά του συστήματος της «μιντιοκρατίας» και της διαφθοράς που ταυτίστηκαν με το πρόσωπό του. Όμως ούτε το πολιτικό πρόγραμμα του κ. Πρόντι ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό ούτε οι φόβοι για την συνοχή του συνασπισμού του μειώθηκαν, όταν η εμπειρία της διάλυσής του μετά τις εκλογές του 1996 είναι ακόμα ζωντανή.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος που κορυφώθηκε στη γειτονική Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και οδήγησε στη διάλυση των παραδοσιακών κομμάτων (Xριστιανοδημοκρατικό, Σοσιαλιστικό, Κομμουνιστικό) δημιούργησε ένα σημαντικό κενό στο πολιτικο-θεσμικό σύστημα, στο οποίο «εισέδυσε» ο επιχειρηματίας Σ. Μπερλουσκόνι. Κυριαρχώντας στα ΜΜΕ, με όπλο τον αφελή λαϊκισμό και με «πολιτικό λόγο» μια «λάιτ» πολιτική «φόρμα», σηματοδότησε ο ίδιος μια νέα εποχή κρίσης.
Μια εποχή που οδήγησε την Ιταλία σε απόκλιση από τις ευρωπαϊκές αρχές, στην οικονομική καθήλωση, στον αυταρχισμό του «ηγετίσκου», στην αναπαραγωγή του κυκλώματος τις διαπλοκής και της διαφθοράς.
Το «μετέωρο βήμα» του ιταλικού λαού στην αναζήτηση μιας «εναλλακτικής λύσης» αποκαλύπτει την ανεπάρκεια των πολιτικών φορέων και των ηγετικών προσώπων της Κεντροαριστεράς να προβάλουν μια πειστική πρόταση. Οπότε το ερώτημα παραμένει ανοικτό, στο άμεσο μέλλον.
Στη Γαλλία, αντίθετα, η κοινωνία έχει ήδη ενεργοποιηθεί και αντιμετωπίζει συλλογικά επιλογές που είτε θίγουν κοινωνικά-εργασιακά προστάγματα είτε αφορούν τις ίδιες τις εθνικές-κοινωνικές στρατηγικές. Και πάλι όμως το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται ικανό να δρομολογήσει διεξόδους και να δώσει λύσεις.
Η κρίση στην Ευρώπη είναι κατ’ εξοχήν πολιτική. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η πολιτική ενεργοποίηση του κάθε πολίτη, των κοινωνικών φορέων, η συλλογική αντίδραση της κοινωνίας απέναντι στα φαινόμενα της τυπικής διαχείρισης και της σταδιακής ενσωμάτωσης της πολιτικής στις στρατηγικές των οικονομικών συμφερόντων.