ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ…
Η αναδίπλωση ήρθε στις αρχές της εβδομάδας, τη Δευτέρα, με μια λιτή ανακοίνωση του πρωθυπουργού Ντομινίκ Ντε Βιλπέν, που προανήγγειλε την κατάργηση του επίμαχου άρθρου 8, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους εργοδότες να απολύουν νέους εργαζόμενους κάτω των 26 ετών χωρίς δικαιολογία. Αντί αυτής της διάταξης, που έφερε τη Γαλλία στα πρόθυρα πολιτικής κρίσης, ψηφίστηκε την Τρίτη από τη Βουλή η καθιέρωση ενός συστήματος επιδοτήσεων, που θα παρέχονται στους εργοδότες, προκειμένου να προσλαμβάνουν νέους, και να μειωθεί έτσι η ανεργία στις μικρότερες ηλικίες, η οποία ξεπερνάει το 20%.
Η αντιμετώπιση της ανεργίας που επικαλείται η κυβέρνηση ήταν όμως μόνο προσχηματική. Το ζητούμενο για την κυβέρνηση της Γαλλίας και τις εργοδοτικές ενώσεις, που στήριξαν ολόψυχα αρχικά τον επίμαχο νόμο, ήταν να καταργηθούν οι προστατευτικές διατάξεις και να απορρυθμιστεί η γαλλική αγορά εργασίας κατά τα αγγλοσαξονικά, νεοφιλελεύθερα πρότυπα. Υπό αυτή την έννοια οι γάλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές, που ακόμη και την τελευταία εβδομάδα των κινητοποιήσεών τους διαδήλωναν φωνάζοντας «δεν είμαστε κουρασμένοι», επέτυχαν μια συγκλονιστική νίκη, εφάμιλλη του «όχι» στο νεοφιλελεύθερο Ευρωσύνταγμα που ψήφισαν πέρυσι τον Μάιο.
Τι κατάφεραν να αποτρέψουν οι Γάλλοι προβάλλει ανάγλυφα, αν δούμε ότι πίσω από τα πραγματικά αξιοζήλευτα χαμηλά επίπεδα στα οποία κινείται η ανεργία στις ΗΠΑ και στην Αγγλία, δείχνει τα δόντια της μια φτώχεια που δεν έχει όμοιο ακόμη σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα (όπου κάθε χρόνο οι φτωχοί αυξάνονται, παρότι η ανεργία μειώνεται, για να φτάσουν πέρυσι τα 37 εκατομμύρια), είναι η χώρα όπου άνθησε για πρώτη φορά ένα νέο είδος φτωχού: ο εργαζόμενος φτωχός. Πλευρά αυτού του φαινομένου είναι η συνεχής αύξηση του αριθμού των αστέγων. Πρόσφατο ρεπορτάζ των «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραφε ότι «με βάση την ετήσια μελέτη της Εθνικής Συμμαχίας για τη Στέγαση των Χαμηλά Αμειβόμενων, το 2005 θα μείνει στην ιστορία, επειδή για πρώτη φορά ένας εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, που αμείβεται με τον ελάχιστο μισθό, αδυνατεί να πληρώσει, στην τρέχουσα τιμή της αγοράς, ενοίκιο ακόμη και για μια γκαρσονιέρα»! Το αόρατο χέρι της αγοράς κατάφερε λοιπόν, δρώντας σε καθεστώς πλήρους ασυδοσίας, το εξής απίθανο: οι εργαζόμενοι να δουλεύουν και να μην μπορούν να ζήσουν. Γίνεται εύκολα αντιληπτό με βάση το παραπάνω συγκλονιστικό στοιχείο ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στην κινούμενη άμμο της αποσάθρωσης του εργατικού δικαίου και των προστατευτικών ρυθμίσεών του είναι θέσεις φτώχειας και εξαθλίωσης. Ότι πίσω από τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης δεν κρύβεται ευημερία ούτε καν μια αξιοπρεπής ζωή παρά τις συνηθισμένες στερήσεις, αλλά κρύβεται απέραντη δυστυχία. Αυτό ήθελαν να αποφύγουν οι Γάλλοι, ζητώντας την απόσυρση του νόμου για το συμβόλαιο πρώτης απασχόλησης.
Το τέλος του Ντε Βιλπέν
Κατάφεραν όμως πολύ περισσότερα πράγματα από την απόσυρση του συγκεκριμένου νόμου. Σε μια αποκαλυπτική ανάλυση της «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν» την περασμένη Τρίτη αναφερόταν ότι ο εν λόγω νόμος ήταν μόνο το πρώτο ή δεύτερο επεισόδιο ενός ολόκληρου σίριαλ κατεδάφισης θεμελιακών διατάξεων του εργατικού δικαίου που προστατεύουν τους εργαζομένους. «Το ίδιο το μέτρο… ήταν σχετικά περιθωριακό, αλλά είχε εν δυνάμει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Ο Βιλπέν, που είχε καθιερώσει ένα αντίστοιχο συμβόλαιο για τις επιχειρήσεις με λιγότερους από 20 εργαζομένους πέρυσι το καλοκαίρι, σχεδίαζε στο τέλος να αδυνατίσει τη μόνιμη σταθερή γαλλική σύμβαση εργασίας, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του γαλλικού συστήματος επαγγελματικής προστασίας… Αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών φοβούνται τώρα ότι οι υποψήφιοι των επόμενων προεδρικών εκλογών θα κάνουν πίσω στα σχέδια επίλυσης αυτού του ζητήματος»! Η επιμονή λοιπόν των γάλλων εργαζομένων και φοιτητών κατάφερε να ματαιώσει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει ένα αντεργατικό σχέδιο μακράς πνοής! Γι’ αυτό πρόκειται για μια εργατική επιτυχία χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη.
Ο Ζακ Σιράκ από τη μεριά του ανέκρουσε πρύμναν, επειδή είδε η εργατική και φοιτητική αναταραχή να απειλεί πλέον όχι μόνο τον αντεργατικό νόμο, αλλά επίσης την παράταξή του, ακόμη και το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Οι βάσιμες ανησυχίες του πολιτικού κατεστημένου της Γαλλίας αποτυπώθηκαν πολύ εύστοχα σε ένα άρθρο που έγραψε ο πρώην Πρόεδρος της χώρας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν σε μεγάλης κυκλοφορίας κυριακάτικο περιοδικό, όπου τόνιζε ότι «πρέπει να επανακτηθεί η φυσιολογική λειτουργία των θεσμών» και σε άλλο σημείο ότι «πρέπει να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο». Την επόμενη μέρα ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε την κατάργηση του νόμου. Ακόμη και έτσι όμως ο Ντε Βιλπέν δεν γλίτωσε από τη φωτιά που άναψε. Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα σε γαλλική εφημερίδα έδειχνε τη δημοτικότητά του να έχει κατρακυλήσει στο 25%! Πιο χαμηλά δηλαδή ακόμη και από τη δημοτικότητα του προηγούμενου πρωθυπουργού, Ζαν Πιερ Ραφαρέν, που αντικαταστάθηκε πέρυσι τον Μάιο, αμέσως μετά την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος. Σε αυτό το κλίμα η δήλωσή του σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές, που θα διεξαχθούν τον επόμενο χρόνο, «πάντα έλεγα ότι δεν έχω προεδρικές φιλοδοξίες», ήταν εντελώς αναμενόμενη.
Άνοδος του Σαρκοζί
Έτσι, μετά την απόσυρση ή καλύτερα την πολιτική αυτοκτονία του προστατευόμενου του σημερινού Προέδρου, Ντομινίκ Ντε Βιλπέν, μοναδικός μέχρι στιγμής υποψήφιος για το χρίσμα του δεξιού κόμματος εμφανίζεται ο ακραιφνής νεοφιλελεύθερος και φιλοαμερικανός υπουργός Εσωτερικών, Νικολά Σαρκοζί, που είναι και ο ηγέτης του γκωλικού κόμματος UMP. Ο Νικολά Σαρκοζί αποφεύγοντας να υποστηρίξει αποφασιστικά τον αντεργατικό νόμο, κατάφερε να περισώσει το κύρος του στην πρόσφατη πολιτική θεομηνία και, με τη βοήθεια της επιρροής που διαθέτει στον κομματικό μηχανισμό, μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις το χρίσμα για την Προεδρία. Απέναντί του κατά πάσα πιθανότητα θα έχει τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, σύζυγο του σημερινού προέδρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Φρανσουά Ολάντ, αγαπητή των μέσων ενημέρωσης, φανατική οπαδό του Μπλερ και, όπως εύκολα συνάγεται, ένα από τα πιο δεξιά στοιχεία που έχει το κόμμα στους κόλπους του. Αρκεί να αναφέρουμε ότι πέρυσι τον Μάιο τόσο η Ρουαγιάλ όσο και ο σύζυγός της υποστήριξαν το «ναι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα. Υπό αυτό το πρίσμα, της δεξιάς και ξέπνοης γραμμής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν μπορεί να προδικασθεί εύκολα, μια και την πολιτική ατζέντα του Κέντρου ο Σαρκοζί τη χειρίζεται με πολύ μεγαλύτερη μαεστρία και πειθώ. Εάν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αντιθέτως, έπαιρνε μέρος στην εκλογική αναμέτρηση με τις σημαίες των πρόσφατων κινητοποιήσεων, οι πιθανότητες εκλογικής του επιτυχίας θα ήταν τεράστιες, σχεδόν βέβαιες. Η πληροφορία του προηγούμενου τεύχους του «Εκόνομιστ», ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τον αριθμό των μελών του κατά 18.000 μόνο τον τελευταίο μήνα, δείχνει την αυτοπεποίθηση που δημιουργήθηκε στους εργαζομένους και την αναστροφή της τάσης αποστασιοποίησης από την πολιτική. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος όμως μπήκε καθυστερημένα στη σύγκρουση, ενώ ακόμη και αυτή τη στιγμή αρνείται να υιοθετήσει ριζοσπαστικές απόψεις που ακούγονται από το εσωτερικό του, όπως για παράδειγμα του πρώην πρωθυπουργού Λοράν Φαμπιούς, ο οποίος την εβδομάδα που πέρασε ζήτησε να αποσυρθεί και ο άλλος αντεργατικός νόμος που ψηφίστηκε το καλοκαίρι και επιτρέπει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να απολύουν χωρίς δικαιολογία.
Η πρόωρη άνοιξη όμως που έφεραν μαζί τους οι εργατικοί αγώνες κατάφερε να διαπεράσει τα δύο μεγάλα κόμματα, παρότι οι ανακατατάξεις στην ηγεσία τους μαρτυρούν το αντίθετο, ότι βγαίνουν κερδισμένες δηλαδή οι πιο συντηρητικές τάσεις. «Ακόμη και ο υπουργός Εσωτερικών, Νικολά Σαρκοζί, ο φιλόδοξος πρόεδρος του κεντροδεξιού κυβερνώντος κόμματος, που παρουσιάζεται ως ο άνθρωπος των αλλαγών, φαίνεται να κατεβάζει τον τόνο της φωνής του» ανέφερε η ανάλυση της «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», που την προαναφέραμε με τίτλο «Η απόσυρση του νόμου κάνει απίθανες νέες προσπάθειες». Στη συνέχεια παρέθετε λόγια ενός συμβούλου της κυβέρνησης, ο οποίος τόνιζε πως «το πρόβλημα είναι ότι κανένας υποψήφιος δεν πρόκειται να κάνει εκλογική καμπάνια τον επόμενο χρόνο με τον στόχο της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και έτσι κανένας δεν θα δεσμευόταν να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις ακόμη και αν εκλεγόταν»! Η αποκάλυψη των πραγματικών συνεπειών της νεοφιλελεύθερης ατζέντας και η ανατροπή της είναι επομένως το μεγαλύτερο κατόρθωμα των γάλλων εργαζομένων.