Το τραπεζικό ολιγοπώλιο και οι φοροαπαλλαγές εκτινάσσουν τα κέρδη των τραπεζών!
• το πλαίσιο απουσίας ανταγωνισμού,
• τα αδικαιολόγητα υψηλά επιτόκια δανεισμού των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε σχέση με αυτά που ισχύουν στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ,
• το υπερβολικό άνοιγμα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού που παρατηρείται στην ελληνική τραπεζική αγορά,
• η διεύρυνση των κάθε είδους προμηθειών,
• η περιστολή του κόστους εργασίας,
• τα φορολογικά ευεργετικά κίνητρα.
Η Εμπορική αύξησε τα κέρδη της κατά 300%, η Πειραιώς κατά 107%, η Εθνική κατά 100%, η Γιούρομπανκ κατά 47,4% και η Άλφα κατά 23%, σε μια περίοδο που οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της χώρας επιβραδύνονται και τα φαινόμενα της ανεργίας, της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας «καλά κρατούν». Η απόσταση των ελληνικών τραπεζών από αυτές των άλλων χωρών έχει διευρυνθεί ακόμα περισσότερο στην περίοδο 2004-05 και αναμένεται να διευρυνθεί και στα επόμενα έτη.
Διπλάσια η «ψαλίδα» των επιτοκίων
Η ταχεία πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε συνδυασμό με τα αδικαιολόγητα υψηλά επιτόκια δανεισμού που εφαρμόζουν οι τράπεζες είναι η κύρια αιτία τής χωρίς προηγούμενο τραπεζικής κερδοφορίας. Οι τράπεζες αγόραζαν και θα εξακολουθήσουν, παρά τη μικρή αύξηση των επιτοκίων, να αγοράζουν «φθηνό» χρήμα από την ΕΚΤ (με επιτόκια 2,2%-2,5%) και να το δανείζουν αδικαιολόγητα «ακριβά» στους πελάτες τους.
Σημειώνουμε ότι σημαντικό μέρος των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες στα νοικοκυριά χρηματοδοτείται από τις καταθέσεις των ίδιων των νοικοκυριών, οι οποίες την τελευταία πενταετία απολαμβάνουν αρνητικό πραγματικό επιτόκιο. Το μέσο ονομαστικό επιτόκιο ακόμα και των καταθέσεων προθεσμίας δεν ξεπέρασε το 2005 το 2,4%, όταν ο επίσημος γενικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,5%, ενώ ο πληθωρισμός των φτωχών (που κατά κανόνα ως μικροκαταθέτες απολαμβάνουν μηδενικό ονομαστικό επιτόκιο) υπερείχε συστηματικά του γενικού πληθωρισμού σε ολόκληρη την περίοδο 1999-2004.
Αν τα στοιχεία αυτά συνδυαστούν με τα επιτόκια καταθέσεων που διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης, προκύπτει ότι η «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων καταναλωτικής πίστης στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνη της ζώνης του ευρώ. Στην Ελλάδα η «ψαλίδα» αυτή φθάνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες έναντι περίπου 5 στη ζώνη του ευρώ!
Φοροαπαλλαγές και αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας
Σε μια εποχή που τα τραπεζικά κέρδη «καλπάζουν», οι φόροι που καταβάλλουν οι τραπεζικοί όμιλοι είναι αναλογικά πολύ χαμηλότεροι καθώς οι τράπεζες που προχώρησαν σε συγχωνεύσεις αξιοποιώντας τις ευνοϊκές διατάξεις του Ν. 2992/02 (επί υπουργίας Ν. Χριστοδουλάκη), που επί της ουσίας είναι φωτογραφική διάταξη για την εκτίναξη των κερδών των τραπεζών, απολαμβάνουν ιδιαίτερα υψηλές φοροαπαλλαγές. Οι τράπεζες φορολογούνται με συντελεστές που κυμαίνονται έως 25% (και σε ορισμένες περιπτώσεις από 14% έως 23%), τη στιγμή που οι άλλες επιχειρήσεις επιβαρύνονται με φορολογικό συντελεστή 32%. Μάλιστα, ο νυν υπουργός Οικονομίας παρέτεινε κατά ένα έτος την ισχύ του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος των τραπεζών, όχι για επενδύσεις, αλλά για τις συγχωνεύσεις και την απορρόφηση θυγατρικών τους εταιρειών, επιτρέποντας στις τράπεζες να το εκμεταλλευθούν μεθοδευμένα.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ενώ τα κέρδη των πέντε μεγάλων τραπεζών (με στοιχεία εννεαμήνου, ενώ για το έτος οι διαφορές είναι ακόμη μεγαλύτερες) παρουσιάζουν αύξηση 43,3%, οι φόροι που καταβάλλουν ανέρχονται μόλις στο 6,3%! Έτσι τα κέρδη μετά φόρων εκτοξεύονται στο 57,6%. Με τη χρήση του νόμου η Εθνική γλίτωσε φόρους ύψους 200 εκατ. ευρώ, η Eurobank 50 εκατ. και η Πειραιώς 20 εκατ. Και αυτά συμβαίνουν όταν η κυβέρνηση επέβαλε έκτακτους φόρους, που πλήττουν κυρίως τους χαμηλόμισθους.
Πέραν των νόμιμων φοροαπαλλαγών, οι τράπεζες -συγκεκριμένες καταγγελίες από το «ΠΑΡΟΝ» για την Eurobank- φαίνεται ότι φοροδιαφεύγουν με ομόλογα εξωτερικού σε επιλεγμένους μεγάλους πελάτες τους, με αποτέλεσμα να χάνει το Δημόσιο τεράστια ποσά.
Μειούμενες αμοιβές προσωπικού – αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας
Μέρος των μεγάλων κερδών των ελληνικών εμπορικών τραπεζών αποδίδεται στη μείωση του λειτουργικού κόστους ως ποσοστού των εσόδων τους. Ας σημειωθεί ότι το 60% και πλέον των λειτουργικών δαπανών τους αφορά τις αμοιβές του προσωπικού, οι οποίες μειώνονται σε σχέση με το παραγόμενο αποτέλεσμα. Ανάλογη μείωση παρουσιάζουν και άλλοι σημαντικοί δείκτες αμοιβής της εργασίας προς το παραγόμενο προϊόν (π.χ. κόστος μισθοδοσίας προς έσοδα ή καταθέσεις ή χορηγήσεις), τη στιγμή μάλιστα που όλοι οι δείκτες που μετρούν την παραγωγικότητα της απασχόλησης στον τραπεζικό κλάδο αυξάνονται σημαντικά όπως είναι οι καταθέσεις ανά απασχολούμενο, οι χορηγήσεις ανά απασχολούμενο κ.ά.
Από τα προηγούμενα στοιχεία εξέλιξης του κόστους της εργασίας στον τραπεζικό κλάδο καταρρίπτεται και ο «μύθος» των ΣΣΕ, που απροκάλυπτα επιδιώκουν να τον καταργήσουν οι διοικήσεις των τραπεζών. Με αυτό το σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με την Eurostat, οι μέσες μεικτές αποδοχές των εργαζομένων τραπεζοϋπαλλήλων για το 2003 στην ΕΕ είναι υψηλότερες των αντίστοιχων ελληνικών κατά 67,7%, παρά το γεγονός ότι υπολογίζονται και οι εργοδοτικές εισφορές των ελλήνων τραπεζοϋπαλλήλων, που είναι οι μεγαλύτερες στην ευρωζώνη. Μόνο σε σύγκριση με την Πορτογαλία ο μέσος μισθός είναι μεγαλύτερος. Ενώ αντίθετα η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι, διαχρονικά, πολλαπλάσια των τραπεζών της ΕΕ.
Ολιγοπωλιακή συμπεριφορά
Στα υψηλά κέρδη των ελληνικών τραπεζών έχουν συμβάλει χωρίς άλλο και οι συνθήκες χαλαρού ανταγωνισμού που επέτρεψαν στις τράπεζες ένα είδος άτυπης εναρμονισμένης πολιτικής, τόσο στα επιτόκια χορηγήσεων όσο και στις προμήθειες επί των πάσης φύσεως συναλλαγών. Στην προσοδοφόρο αυτή τακτική έχουν προσχωρήσει και οι ξένες τράπεζες που μπήκαν στην ελληνική αγορά και οι οποίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν πολύ φθηνότερα δάνεια στους πελάτες τους.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της καθιέρωσης, σχεδόν ταυτόχρονα από τις περισσότερες μεγάλες τράπεζες και τώρα πλέον από όλες, προμήθειας στις καταθέσεις μετρητών στον λογαριασμό πελατών τους, άτοκων καταθέσεων έως ένα σημαντικό ποσό κ.ά.
Ποια οικονομική θεωρία που εκπροσωπεί τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά μπορεί να εξηγήσει την καθιέρωση αυτή με συντονισμένο τρόπο από όλες τις τράπεζες; Η εξήγηση βρίσκεται στην ολιγοπωλιακή οργάνωση της αγοράς και στις άτυπες συμφωνίες. Ποιος θα προστατεύσει τον συνταξιούχο, που χωρίς κανένα επιτόκιο στην κατάθεσή του υποχρεώνεται να πληρώνει ληστρικές προμήθειες για την ενημέρωση του λογαριασμού, για ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας με την υπέρογκη προμήθεια των 3,5 ευρώ ή κατά την κατάθεση του ενοικίου του στον λογαριασμό του ιδιοκτήτη;
Ο ανταγωνισμός ή η συνεννόηση για εναρμονισμένη πολιτική οδήγησε όλες τις τράπεζες στην Ελλάδα να εφαρμόσουν σχεδόν αμέσως τη χρέωση των πιστωτικών καρτών από την πρώτη μέρα;
Μια μεγάλη τράπεζα, αν παρέμενε ως κρατικού ενδιαφέροντος όπως η Εθνική, θα μπορούσε να ηγηθεί μιας αντιολιγοπωλιακής συμπεριφοράς των άλλων τραπεζών μειώνοντας τη ληστεία. Επιπλέον, χρειάζεται η αναβάθμιση της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος, αλλά και οι πολιτικές παρεμβάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που θα προστατεύουν τον καταναλωτή από τέτοια ακραία φαινόμενα εκμετάλλευσης.
Ληστεία και των επιχειρήσεων
Θα πρέπει τέλος να γίνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι από τα ληστρικά επιτόκια δανεισμού των τραπεζών δεν κατάφεραν να ξεφύγουν και οι επιχειρηματίες των άλλων κλάδων με τις επιχειρήσεις τους. Πράγματι, τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων μέχρι 1 εκατ. ευρώ προς τις επιχειρήσεις επιβαρύνονται με επιτόκιο 5,4%, όταν το αντίστοιχο επιτόκιο στις χώρες της ζώνης του ευρώ δεν ξεπερνά το 4%. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων, ακολουθώντας παραδόξως αντίστροφη πορεία από όλα τα άλλα επιτόκια, αυξήθηκε το 2005 έναντι του 2004 κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες, αν και παρέμεινε σταθερό για το σύνολο της ευρωζώνης.