Οι άνθρωποι κουβαλούν μαζί τούς πολιτισμούς τους
Πριν από δέκα χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 1,5%. Από αυτό το 11% η συντριπτική πλειοψηφία αφορά παιδιά μουσουλμάνων, βαθιά πιστών ή μη, αν υποθέσουμε ότι οι αραβικής προέλευσης μετανάστες είναι πιο συνειδητοί μουσουλμάνοι από τους Αλβανούς.
Ότι στην Ελλάδα ξεκινάει αυτή η συζήτηση σημαίνει πως για μία ακόμα φορά, σε μια σημαντική κοινωνική και πολιτισμική υπόθεση, η εξέλιξη φτάνει στη χώρα μας με καθυστέρηση 10-20 χρόνων σε σχέση με την υπόλοιπη Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Τα προβλήματα αυτά είναι λυμένα στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες που συγκέντρωσαν πλήθος οικονομικών μεταναστών εδώ και δεκαετίες, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά: η Γαλλία, η Δανία, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ελβετία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν λύσει αυτά τα ζητήματα με επίπονους ίσως διαλόγους και αντιπαραθέσεις, αλλά τα έχουν λύσει. Η Ελλάδα εύκολα μπορεί να χρησιμοποιήσει την εμπειρία αυτών των χωρών προκειμένου να προχωρήσει σε σειρά ρυθμίσεων που
έχουν να κάνουν με την κοινωνική υπόσταση των οικονομικών μεταναστών. Ουσιαστικά η χώρα μας καλείται να κάνει πρώτη τις κινήσεις εκείνες που θα δώσουν την ευκαιρία στους μετανάστες να υπηρετούν τις θρησκευτικές τους ανάγκες και υποχρεώσεις χωρίς να υπάρξει ένταση με τις μειονότητες. Είναι γνωστό πως η ένταση εξυπηρετεί όσους ζουν και αναπτύσσονται μέσα από την αντιπαράθεση και οι φορείς τέτοιων αντιπαραθέσεων πολύ εύκολα γίνονται επικίνδυνοι για την ομαλή συμβίωση με τους διαφορετικής κουλτούρας ανθρώπους. Με έξυπνους χειρισμούς η Ελλάδα θα μπορούσε να απενεργοποιήσει όσους πιθανώς έχουν σχέδια ρήξεων και ανθυγιεινών αντιπαραθέσεων σε ένα κεφάλαιο που προσφέρεται για πάθη και όξυνση.
Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας διατήρησε πάντοτε δεσμούς φιλίας με τις αραβικές χώρες, κάτι που αποτελεί θετικό προηγούμενο για τις σημερινές σχέσεις με πολίτες των χωρών αυτών που επέλεξαν να ζήσουν στην Ελλάδα. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ο θρησκευτικός φανατισμός ανεβαίνει συχνά στα ύψη λόγω της πολιτικής μεγάλων δυτικών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία) εναντίον μουσουλμανικών χωρών, όπως είναι το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Ιράν και άλλες. Ο φανατισμός αυτός όσο εξαπλώνεται τόσο λαμβάνει λιγότερο υπόψη του τη στάση τής κάθε χώρας ξεχωριστά, τη στάση τού κάθε λαού, με αποτέλεσμα συχνά να αντιμετωπίζονται συλλήβδην όλοι ως «άπιστοι» σε μια τακτική γενικευμένης επίθεσης κατά της Δύσης.
Αν μιλήσει κανείς με πιθανότητες, η Ελλάδα δύσκολα θα βρεθεί σε αυτόν τον κύκλο, δύσκολα θα περιληφθεί στη γενίκευση, όμως στο διεθνές σκηνικό συμφερόντων οι πιθανότητες δεν έχουν μεγάλη σημασία. Τα δεδομένα αλλάζουν σύμφωνα με τις ανάγκες και τα συμφέροντα ποικιλώνυμων κύκλων που σπανίως εντοπίζονται και επίσης σπανίως ανιχνεύονται.
Ως προς τη συγκεκριμένη ιδέα-πρόταση της υπουργού Εξωτερικών, Ντόρας Μπακογιάννη, να επαναλειτουργήσει το τζαμί στο Μοναστηράκι ως τέτοιο και να αναχθεί σε τόπο λατρείας των μουσουλμάνων της Αθήνας, πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν. Από το ότι το συγκεκριμένο κτίσμα αποτελεί αρχαιολογικό πλέον μνημείο έως το ότι αν αποδοθεί η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη ως εκκλησία και τόπος λατρείας των χριστιανών, τότε ας δοθεί και το τζαμί του Μοναστηρακίου. Το βέβαιο είναι ότι οι μουσουλμάνοι της Αθήνας πρέπει να αποκτήσουν έναν επίσημο τόπο συγκέντρωσης για άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων-αναγκών και να μην καταφεύγουν σε αυτοσχέδιους «ναούς» σε ισόγεια και υπόγεια πολυκατοικιών και άλλων κτισμάτων. Όχι γιατί είναι κακό, άλλωστε είναι γνωστό πως όλες οι θρησκείες αποδέχονται την αρχή ότι ο Θεός λατρεύεται οπουδήποτε, αλλά επειδή συνθήκες ημιπαρανομίας εκτρέφουν τη στέρηση και ευνοούν τον πάσης φύσεως συνωμοτισμό. Συνθήκες δηλαδή που θα έδιναν αφορμή σε φανατικούς και με πρόθεση προβοκάτσιας ακραίους να ισχυριστούν ότι «καταπιεζόμαστε, άρα πρέπει να αντισταθούμε εναντίον της χώρας που μας καταπιέζει», κάτι που θα οδηγούσε σε εξαιρετικά δυσάρεστες εξελίξεις.
Σε όλα αυτά υπάρχει και ένα ζήτημα αισθητικής που κανείς δεν παραβλέπει. Αν δηλαδή μας αρέσουν οι συγκεκριμένες εξελίξεις, αν συμφωνούμε. Στην πραγματικότητα το ζήτημα στερείται βάσης, διότι στον βαθμό που επιλέξαμε να έχουμε ως χώρα οικονομικούς μετανάστες και αυτοί να αποτελούν λίγο ή πολύ κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να δεχθούμε και όσα κουβαλάει ο πολιτισμός τους, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι ταυτόσημος με τον δικό μας, αλλά καλείται να συνυπάρξει με αυτόν. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους.