ΝΔ: Κοινωνική και πολιτική αποδυνάμωση
Συμπληρώνοντας δύο χρόνια διακυβέρνησης -το ήμισυ, τυπικά, του εκλογικού «κύκλου»- η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τόσο στο επίπεδο της διαχείρισης όσο, κυρίως, στο επίπεδο της κοινωνικής νομιμοποίησης και αποδοχής των πολιτικών της.
Τον τελευταίο, ιδιαίτερα, χρόνο η εφαρμοζόμενη νεοφιλελεύθερη «συνταγή» έχει επιφέρει σοβαρές «ρηγματώσεις» στην κυβερνώσα παράταξη τόσο στο πολιτικοϊδεολογικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο.
Κατά πρώτον αποδυναμώνεται σταδιακά το επιχείρημα περί «ήπιας» φιλελεύθερης διαχείρισης, περί «κοινωνικού κέντρου», περί μιας πολιτικής στρατηγικής που έρχεται σε ρήξη με τα συμφέροντα της διαπλοκής και «επαναδιατάσσει» τη σχέση της πολιτικής με τα συμφέροντα αυτά σε νέα πλέον ισόρροπη βάση.
Κατά δεύτερον, σε κοινωνικό επίπεδο, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και το «άνοιγμα» στους μηχανισμούς της αγοράς έχουν εντείνει την ανισοκατανομή του εισοδήματος και του εθνικού πλούτου. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την ξέφρενη άνοδο των τιμών, την ασύδοτη κερδοσκοπία και την ακώλυτη λειτουργία του κυκλώματος της παραοικονομίας και της διαπλοκής οδηγούν οριστικά στο περιθώριο τις χαμηλές εισοδηματικά τάξεις και διαπερνούν τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού.
Αυτή ακριβώς η εξέλιξη προκαλεί ρήγμα στο κοινωνικό «μέτωπο» που οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία και διαμορφώνει ένα ευρύτερο κλίμα δυσαρέσκειας για το σύνολο σχεδόν των κυβερνητικών πολιτικών.
Αντίθετα, η άνιση κατανομή του πλούτου γιγαντώνει τα κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα, τα οποία είχαν αφετηρία της κυριαρχίας τους τις πολιτικές του αγοραίου «εκσυγχρονισμού» της προηγούμενης περιόδου.
Αυτά τα συμφέροντα περιλαμβάνουν κατ’ αρχάς επιχειρήσεις βιομηχανικού-εμπορικού τομέα που έχουν ηγεμονική παρουσία στην οικονομική δομή (βιομηχανίες φαρμάκων, τροφίμων, επιχειρήσεις πολυκαταστημάτων, εμπορικών κέντρων), ολόκληρο το κύκλωμα της διαπλοκής και των ΜΜΕ και βεβαίως το τραπεζικό σύστημα, που αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο κερδοσκοπικό κύκλωμα, υπό την οικονομική (και κοινωνική-βιωματική) ομηρία του οποίου βρίσκονται εκατομμύρια έλληνες πολίτες.
Είναι δυνατόν ένα πιστωτικό ίδρυμα -σε μια εποχή, υποτίθεται, άκρατου ανταγωνισμού- να έχει ετήσια αύξηση των κερδών κατά 40%; Είναι δυνατόν να ανέχεται το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία τη ληστρική αναδιανομή, μέσω των υψηλών επιτοκίων, που οδηγεί σε ασφυξία το οικογενειακό εισόδημα και επιφέρει τη ραγδαία μείωση της καταναλωτικής ισχύος των πολιτών; Ποιο είδος ανάπτυξης θα επιτευχθεί άραγε μέσα σ’ αυτό το αρνητικό πλαίσιο;
Η Νέα Δημοκρατία τόσο ως κομματικός φορέας όσο και ως εκτελεστικός φορέας και ως εκτελεστική-κυβερνητική εξουσία δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί τη σημαντικότητα, αλλά και τις συνέπειες των εξελίξεων αυτών.
Γιατί όταν χαθεί η εμπιστοσύνη της κοινωνίας, όταν ρηγματωθούν τα κοινωνικά ερείσματα εξαιτίας των ακραίων οικονομικών μέτρων που αποδυναμώνουν την κοινωνική συνοχή, τότε καμία διακήρυξη, καμιά «συνετή διαχείριση», καμία «σεμνότητα και ταπεινότητα» δεν μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά.
Μια παράταξη που ασκεί την εξουσία όταν διασφαλίζει τη συναίνεση ή και την ανοχή της κοινωνίας μπορεί να ξεπερνά εύκολα λάθη και συγκρούσεις που συντελούνται στο επίπεδο της διαχείρισης. Αντίθετα όταν η συναίνεση αυτή αποδυναμωθεί τότε πολιτικά γεγονότα που ίσως άλλοτε εκλαμβάνονταν ως δευτερεύοντα «κεφαλοποιούνται» αρνητικά (π.χ. το γεγονός των υποκλοπών) και «παράγουν» δυσμενή πολιτικά αποτελέσματα.
Αυτές ακριβώς οι διεργασίες επέφεραν την ήττα του ΠΑΣΟΚ το 2004. Ούτε ο «φιλοαμερικανισμός» -με αποκορύφωμα την πλήρη αποδοχή του Σχεδίου Ανάν από τον Γ. Παπανδρέου- ούτε η σύγκρουση με την Εκκλησία για τις ταυτότητες προκάλεσαν ισχυρά πολιτικά «ρήγματα». Αυτά καλλιεργήθηκαν και γιγαντώθηκαν στο έδαφος της κοινωνικής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης που προσέδωσαν στον Κ. Σημίτη και στο ΠΑΣΟΚ την «ετικέτα» του «αντιλαϊκού διαχειριστή».
Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική έχει αποτέλεσμα να αποσυνδέει το κοινωνικό πεδίο από το πολιτικοϊδεολογικό. Ακόμα και μέτρα ορθολογικής διαχείρισης που λαμβάνει η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετωπίζονται ως δευτερεύοντα γιατί κυριαρχούν στην καθημερινότητα κρίσιμα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Ενεργοποιείται με τον τρόπο αυτό ένας «φαύλος κύκλος», που αναπαράγει τα προβλήματα.
Από τη δική του πλευρά το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να συσπειρώνει ένα τμήμα των δυνάμεών του, λειτουργώντας περισσότερο ως πόλος προσέλκυσης δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του, που επέλεξαν τη ΝΔ το 2004, χωρίς να συγκροτεί σ’ ένα συνεκτικό πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο κοινωνικές συμμαχίες. Περισσότερο λειτουργεί με βάση τη θεωρία του «εκκρεμούς» -αναμένοντας απ’ αυτό έπειτα από μια περίοδο τετραετίας ή οκταετίας να φθάσει στην «κεντροαριστερή θέση- παρά παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική «πραγματικότητα» με προτάσεις και θέσεις «εναλλακτικού» προς το νεοφιλελεύθερο πρότυπο χαρακτήρα.
Αντί δηλαδή να θεμελιώσει την προοπτική του στο κοινωνικό επίπεδο -εκεί που «χάνει» η ΝΔ- κινείται στο επίπεδο της επικοινωνίας και της πολιτικής και ιδεολογικής αμορφίας. Κατά κάποιον τρόπο, τελικά, λειτουργεί ως σύστημα «συγκοινωνούντων δοχείων» με τη ΝΔ.
Οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές θα αποτελέσουν ένα σημείο «επανακαθορισμού» των επιλογών των κομμάτων της διακυβέρνησης, προκειμένου να διαμορφωθούν οι συσχετισμοί των επόμενων βουλευτικών εκλογών. Πάντως η ΝΔ, αν και ακόμα εκτιμάται ως πιθανός νικητής της αναμέτρησης αυτής απώλεσε την ευκαιρία να θεμελιώσει μια ηγεμονική παρουσία στο πολιτικό μας σύστημα για τα επόμενα χρόνια.