Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!
Ο ρυθμός του πληθωρισμού αυξάνεται συνεχώς έναντι των άλλων οικονομιών της ευρωζώνης, η ανταγωνιστικότητα και οι εξαγωγές τους υποχωρούν με αποτέλεσμα τη συνεχή επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η ακρίβεια έχει εκμηδενίσει την αγοραστική δύναμη του ευρώ και η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία οδηγείται σταθερά στην εξαθλίωση. Αυτά είναι τα εμφανή σημάδια μιας αποτυχημένης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής που βέβαια δεν έχει σχεδιαστεί από τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών, αλλά από τους «ειδικούς» του υπερεθνικού οργάνου, δηλαδή από την ΟΝΕ. Έτσι στις τέσσερις αυτές χώρες με τα οξύτερα προβλήματα ακούγονται φωνές εγκατάλειψης του ευρώ. Και κυρίως στην Ισπανία και την Ιταλία.
Όμως το κόστος της εγκατάλειψης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν εγκυμονούν κινδύνους κατάρρευσης των οικονομιών των τεσσάρων αυτών χωρών. Οι φωνές για εγκατάλειψη του ευρώ δείχνουν ότι η νομισματική πολιτική της ΟΝΕ νοσεί βαθύτατα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!
Το κρίσιμο ερώτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι εάν ένα κράτος που εγκαταλείπει το εθνικό του νόμισμα και υιοθετεί ένα ενιαίο νόμισμα της ευρύτερης περιοχής αυξάνει ή όχι την ευημερία των πολιτών του. Στην περίπτωση της ΟΝΕ οι πολίτες των χωρών-μελών της καθημερινά συνειδητοποιούν ότι η ευημερία τους έχει υποχωρήσει σταθερά με το ευρώ. Και αν δεχθούμε ότι οι τέσσερις παραπάνω χώρες συμμετέχουν στη νομισματική ενοποίηση χωρίς την απαραίτητη θωράκιση των οικονομιών τους, τότε γιατί οι Γερμανοί ή οι Γάλλοι δυσανασχετούν για την πορεία της οικονομίας τους μέσα στην ΟΝΕ; Στη Γερμανία η αύξηση του ΑΕΠ (ρυθμός ανάπτυξης) το 2000 ήταν 3,5% και το 2004 έπεσε στο 1,1%, ενώ το 2005 τελικά θα κλείσει με αύξηση του ΑΕΠ μικρότερη της μονάδας. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη Γαλλία. Το 2000 ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ 4,1% και το 2004 μείωση στο 2,1%. Η ανεργία στη Γερμανία το 2000 ήταν 6,9% για να φτάσει το 2004 στο 9,2%. Στη Γαλλία το 2000 είχαν ανεργία 9,4% και το 2004 έφτασε στο 10%. Στον τομέα της ανεργίας τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και στη Γερμανία και στη Γαλλία. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία το 2000 ήταν 1,4% και το 2004 έφτασε στο 1,8%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στη Γαλλία είναι 1,8% και 2,3%. Η Γερμανία το 2000 είχε πλεονασματικό προϋπολογισμό με πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ και το 2004 παρουσίασε έλλειμμα 3,7%, ενώ και το 2005 είναι ελλειμματικό, αλλά με μια ελαφρά μείωση του ελλείμματος. Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας το 2000 έφτασε στο 59,9% του ΑΕΠ και το 2004 ανυψώθηκε στο 68%. Στη Γαλλία η εξέλιξη του δημόσιου χρέους είναι ακόμα δυσμενέστερη. Από 65,2% του ΑΕΠ το 2000 έφτασε στο 74,7% το 2004. Από τα στοιχεία αυτά, που έχουν δημοσιευτεί από τη Eurostat, προκύπτει ότι στις δύο ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ και της ΟΝΕ τα μακροοικονομικά μεγέθη εξελίσσονται αρνητικά, δηλαδή υποχωρούν από το 2000 και μετά, όταν τέθηκε σε λειτουργία η νομισματική ενοποίηση και έλαβε το ευρώ σάρκα και οστά.
Όταν στις ισχυρότερες οικονομίες της ευρωζώνης παρουσιάζονται τέτοιες αρνητικές εξελίξεις στα μακροοικονομικά μεγέθη, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τις επιδόσεις των λιγότερο ισχυρών οικονομιών και κατά μείζονα λόγο από τις επιδόσεις των προβληματικών οικονομιών; Η εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας της χώρας μας είναι γνωστή. Ας δούμε λοιπόν τις εξελίξεις των μεγεθών στην οικονομία της Ισπανίας, στην οποία ακούγονται και οι εντονότερες φωνές για επάνοδο στο εθνικό τους νόμισμα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ από 5% το 2000 υποχώρησε στο 3,1% το 2004 και το 2005 θα κλείσει με ακόμα χαμηλότερο ρυθμό. Η ανεργία έχει τάσεις υποχώρησης. Το 1995 βρισκόταν στο 18,7%, το 2000 έφτασε στο 10,8% και έκτοτε στο πλαίσιο της ΟΝΕ έχει σταθεροποιηθεί στο 10,5%. Δηλαδή εκτός ΟΝΕ (1995-1999) παρουσίασε μείωση κατά οκτώ εκατοστιαίες μονάδες περίπου, ενώ μέσα στην ΟΝΕ σταμάτησε η μείωση της ανεργίας. Η άνοδος του πληθωρισμού σημείωσε συγκράτηση (2000:3,5% και 2004:3,1%). Οι προϋπολογισμοί της παρουσιάζονται ελλειμματικοί και έξω και μέσα στην ΟΝΕ και το δημόσιο χρέος φαίνεται να μειώνεται, με βραδείς όμως ρυθμούς.
Η σημερινή μας ανάλυση οφείλεται στην υπόδειξη πολλών φίλων αναγνωστών της στήλης μας να παρουσιάσουμε τις παραλείψεις στην προπαρασκευή της ελληνικής οικονομίας για την ένταξή της στην ΟΝΕ. Γιατί χαρακτηρίζουμε αθωράκιστη την οικονομία μας και με μειωμένη ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης; Και σε τι έφταιξαν οι κυβερνήσεις της προενταξιακής περιόδου; Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς και σε πολλά άρθρα μας την εποχή εκείνη είχαμε επισημάνει τα λάθη στην πορεία της ένταξης στην ΟΝΕ, θα τα παρουσιάσουμε σήμερα συγκεντρωμένα.
Το πρώτο και βασικό σφάλμα ήταν ότι οι πρωταγωνιστές της χάραξης της πορείας προς την ένταξη αγνόησαν το γεγονός ότι η ένωση με υπέρτερες οικονομίες δημιουργεί κινδύνους στασιμοπληθωρισμού για τις μετέχουσες ασθενείς οικονομίες. Αυτή η αδυναμία αντιμετωπίζεται με την εξειδίκευση των ασθενών οικονομιών στους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Και αυτή η εξειδίκευση πρέπει να υποβοηθηθεί από τη δωρεάν μεταφορά πόρων από τις ισχυρές οικονομίες προς τις ασθενείς. Πράγματι, στην Ελλάδα εισέρρευσαν χρηματικοί πόροι από τα διάφορα κοινοτικά ταμεία ύψους 11 τρισ. δραχμών στην περίοδο από το 1981 μέχρι και το 1998 (τελευταίο προενταξιακό έτος). Και σημειώνουμε ότι στα τέσσερα τελευταία προενταξιακά έτη (1995-1998) οι δωρεάν εισροές από τα διαρθρωτικά κοινοτικά ταμεία έφτασαν στο ποσό των 5,55 τρισ. δραχμών, που σημαίνει ότι στα τέσσερα αυτά χρόνια στην Ελλάδα εισέρρευσαν όσοι πόροι είχαν εισρεύσει κατά τα προηγούμενα 14 χρόνια! Και όλος αυτός ο πακτωλός χρημάτων λόγω εσφαλμένης διαχείρισης δεν βοήθησε στον εκσυγχρονισμό και στην ανύψωση του τεχνολογικού επιπέδου της ελληνικής παραγωγικής μηχανής και στην εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας. Και τούτο γιατί η παραγωγική μας μηχανή «πυροβολήθηκε» από τη συνεχή αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης των ξένων προϊόντων (κυρίως κοινοτικών) κατά την προενταξιακή περίοδο. Η μεγιστοποίηση της εισαγωγικής διείσδυσης ήταν το αποτέλεσμα της εσφαλμένης, κατά την άποψή μας, νομισματικής πολιτικής που χάραξαν οι κυβερνήσεις της περιόδου 1995-2000, η οποία νομισματική πολιτική δεν υπηρετούσε τις ανάγκες της ελληνικής παραγωγικής μηχανής, αλλά κυνηγούσε τους δείκτες του Μάαστριχτ για την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Έτσι μπήκαμε στην ΟΝΕ με εντελώς αποσαθρωμένη την παραγωγική μας μηχανή, ανίκανη να ανταγωνιστεί τις επιδόσεις των άλλων οικονομιών. Και φυσικά χωρίς αξιοποίηση των όποιων συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων στους παραγωγικούς κλάδους στους οποίους διαθέτουμε πλεονεκτήματα έναντι των ενδοκοινοτικών και εξωκοινοτικών ανταγωνιστών μας. Την περίοδο αυτή και κυρίως από το 1996 μέχρι και σήμερα στον δημόσιο κορβανά εισέρρευσαν εκατοντάδες δισεκατομμυρίων και από την εκποίηση δημόσιας περιουσίας. Και οι πόροι αυτοί δεν κατάφεραν ούτε το δημόσιο χρέος να μειώσουν ούτε την παραγωγική μας μηχανή να ισχυροποιήσουν. Απλώς το κράτος έγινε φτωχότερο!
Ένα αναπτυξιακό εργαλείο που θα μπορούσε να βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό και στην ανύψωση του τεχνολογικού επιπέδου των ελληνικών επιχειρήσεων, το χρηματιστήριο, καταστράφηκε ως αναπτυξιακό εργαλείο με τη ληστεία του 1999, για την οποία μεγάλο μέρος ευθύνης φέρει η τότε κυβέρνηση. Ουσιαστικά κατά την κρίσιμη προενταξιακή περίοδο (1995-2000) η παραγωγική μας μηχανή έμεινε παντελώς αβοήθητη. Όλοι οι μηχανισμοί συνδρομής, από τη νομισματική πολιτική μέχρι το χρηματιστήριο, καθόλου ή ελάχιστα βοήθησαν στη θωράκισή της. Και αυτό με ευθύνη κυρίως των τότε κυβερνήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσει η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας και οι εξαγωγές μας να καταστούν μηδαμινές, όπως αναγνώρισε και η σχετική έκθεση της Κομισιόν. Το ίδιο μηδαμινή παρέμεινε και η συμμετοχή μας στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το μερίδιό μας φτάνει μόλις στο 1,6% του συνόλου!
Αντί οι κυβερνήσεις της προενταξιακής περιόδου να κοιτάξουν να θεραπεύσουν αυτές τις αδυναμίες (και πολλές άλλες δευτερογενείς), ανάλωσαν τη δραστηριότητά τους στο «παιχνίδι» των δεικτών και στην κατάρτιση προγραμμάτων σύγκλισης που τελικά αποδείχτηκαν «ευσεβείς πόθοι». Διαμόρφωσαν μια εικονική πραγματικότητα και έβαλαν τις επιδόσεις της οικονομίας μας στην «προκρούστεια κλίνη» της ΟΝΕ. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι με την πολιτική λιτότητας κατάφεραν να μετακυλίσουν τα βάρη της ένταξης στους ώμους των εργαζομένων και να τους οδηγήσουν στη σημερινή κατάσταση εξαθλίωσης. Η πολιτική λιτότητας κράτησε χαμηλά τις αποδοχές των εργαζομένων και με τη βοήθεια της ακριβής ισοτιμίας του ευρώ πληρώσαμε «τα ευρω-φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Έτσι οι εργατικές αμοιβές «πριονίστηκαν» ακόμα περισσότερο. Η ΟΝΕ έγινε για να στηρίζει τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Έτσι, μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα 1999-2000 ο ελληνικός λαός υπέστη δύο αλλεπάλληλες ληστείες: του χρηματιστηρίου και του ευρώ! Καυχώνται ο κ. Σημίτης και οι περί αυτόν ότι σταθεροποίησαν την οικονομία με τη θεαματική πτώση του πληθωρισμού και των επιτοκίων από το 1995 και μετά. Ωστόσο, ξεχνούν ότι η πτώση αυτή του πληθωρισμού και των επιτοκίων δεν ήταν το αποτέλεσμα επιτυχών κυβερνητικών χειρισμών, αλλά αποφασιστικά συνέβαλε η διεθνής οικονομική συγκυρία. Η διεθνής οικονομία εισήλθε σε φάση αποπληθωρισμού και χαμηλών επιτοκίων. Και αυτό είχε τα γνωστά και για την Ελλάδα ευεργετικά αποτελέσματα, καθώς οι οικονομίες έγιναν πλέον συγκοινωνούντα δοχεία. Ας μην υπερηφανεύονται λοιπόν για τους χειρισμούς στους δύο αυτούς τομείς. Ας αναλογιστούν μόνο τη ζημιά του ελληνικού λαού από τα πεπραγμένα τους.