Γιατί νοσεί η κοινή νομισματική πολιτική της ΟΝΕ;
Ισχυρά τα επιχειρήματα των πολιτικών των χωρών-μελών. Όπως ισχυρά είναι και τα επιχειρήματα των τραπεζιτών. Οι τραπεζίτες της ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι η διαφορά των επιτοκίων της ΕΚΤ από τα αμερικανικά επιτόκια θα οδηγήσει στην «αποδημία» ευρωπαϊκών κεφαλαίων και στην τοποθέτησή τους σε δολαριακούς τίτλους που δίνουν υψηλότερες αποδόσεις. Αυτή η εκροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων θα έχει αποτέλεσμα την απογύμνωση της Ευρώπης από κεφάλαια, γεγονός που θα προκαλέσει επενδυτική αδράνεια και συνεπώς αναπτυξιακή καθυστέρηση. Έτσι οι μεν πολιτικοί θέλουν χαμηλά επιτόκια, οι δε τραπεζίτες υψηλά. Και με κριτήριο την ανάπτυξη.
Όταν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) εγκαινίασε την πολιτική χαμηλών επιτοκίων, για να πετύχει μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του ευρώ και του γιεν με στόχο την προώθηση των εξαγωγών αμερικανικών προϊόντων, η ΕΚΤ αναγκάστηκε να συμβαδίσει με τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ και μείωσε και αυτή τα ευρωεπιτόκια μέχρις ενός σημείου. Για την ακρίβεια, μέχρι του σημείου να ανακτήσει το ευρώ την υψηλή ισοτιμία του με το δολάριο με στόχο κυρίως τη συγκράτηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Και πραγματικά το ακριβό ευρώ μείωσε το κόστος των εισαγομένων από τρίτες χώρες εμπορευμάτων, όμως αύξησε το κόστος παραγωγής των ευρωπαϊκών προϊόντων, έφερε την ακρίβεια στην ευρωζώνη και την επιβράδυνση των εξαγωγών. Τώρα που τα αμερικανικά επιτόκια τραβάνε τον ανήφορο και το δολάριο παρουσιάζει σαφείς τάσεις βελτίωσης της ισοτιμίας του έναντι του ευρώ και του γιεν, η ΕΚΤ ακολουθεί και αυτή στην αύξηση των επιτοκίων της. Έτσι ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, εμφανίστηκε την προπερασμένη Πέμπτη αρκετά προβληματισμένος για τις επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων και δήλωσε ότι «η προοπτική για τον πληθωρισμό είναι δυσμενής, ενώ η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη βελτιώνεται σταθερά». Με άλλα λόγια όσο βελτιώνεται η ισοτιμία του δολαρίου, εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων, τόσο αυξάνεται και το κόστος των εισαγομένων στην ευρωζώνη εμπορευμάτων και η προοπτική για την εξέλιξη του πληθωρισμού στα κράτη της ΟΝΕ γίνεται δυσμενέστερη. Και επειδή ο κ. Τρισέ θέλει να ικανοποιήσει και την άποψη των πολιτικών, δηλώνει ότι και με τα υψηλά επιτόκια η οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη βελτιώνεται σταθερά. Εδώ ο πρόεδρος της ΕΚΤ απλώς εκφράζει μια ευχή ότι το ύψος των ευρωεπιτοκίων δεν θα επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη.
Είναι γεγονός ότι οι βασικοί στόχοι της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι α) η διατήρηση της σταθερότητας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και β) η συγκράτηση του πληθωρισμού της ευρωζώνης σε επίπεδα κάτω του 2%. Και στους δύο αυτούς τομείς η ΕΚΤ δεν είχε ικανοποιητικές επιδόσεις. Δεν εξασφάλισε τη σταθερότητα του ευρώ, και ο πληθωρισμός ορισμένες περιόδους ανέβηκε πάνω από το καθορισμένο ανώτατο όριο. Από την πλευρά της διεθνούς ισοτιμίας του, το ευρώ γνώρισε σοβαρές διακυμάνσεις. Ξεκίνησε με ισοτιμία 1 ευρώ = 1,2 δολάρια, για να φθάσει γρήγορα στα… Τάρταρα: 1 ευρώ = 0,8 δολάρια, χάνοντας περίπου το 40% της αξίας του στις διεθνείς χρηματαγορές. Στη συνέχεια, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις των αμερικανικών επιτοκίων, ανέκτησε το χαμένο έδαφος και επανήλθε στην αρχικά καθορισθείσα ισοτιμία του. Και τώρα, με την ανοδική πορεία των αμερικανικών επιτοκίων, άρχισε να παίρνει πάλι τον κατήφορο, όσο το δολάριο ισχυροποιείται και απειλεί να ξαναβρεί την παλιά του αίγλη.
Σοβαρή αστάθεια ισοτιμίας χαρακτηρίζει μέχρι τώρα την πορεία του ευρώ, με άνοιγμα διακύμανσης 40% και πλέον. Στον τομέα του πληθωρισμού η κατάσταση είναι χειρότερη. Η αγοραστική δύναμη του ευρώ έχει εκμηδενιστεί. Και ο κ. Τρισέ και οι άλλοι τραπεζίτες της ΕΚΤ γνωρίζουν ότι ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, γιατί τον δείχνουμε χαμηλό. Εκείνο που έχει σημασία είναι η διακύμανση του γενικού επιπέδου τιμών και όχι του επιπέδου του πληθωρισμού. Η ευρωζώνη παρουσιάζει τάχα χαμηλό πληθωρισμό και υψηλή ακρίβεια, με εξαιρετικά σημαντική εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης του ευρώ. Έτσι διαπιστώνεται ότι η νομισματική πολιτική της ΟΝΕ, δηλαδή της ΕΚΤ, νοσεί βαθύτατα και εμφανίζει σοβαρές ανισορροπίες, καθώς δεν κατάφερε να πετύχει τους δύο βασικούς στόχους που αναφέραμε προηγουμένως. Έτσι δικαιώνονται οι απόψεις των ευρωπαίων πολιτικών που κραυγάζουν ότι δεν πρέπει να αφήσουμε την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης να καθορίζεται από τους τραπεζίτες της ΕΚΤ και τους κομισάριους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή από ανθρώπους που δεν εκλέγονται από τον λαό και συνεπώς δεν λογοδοτούν για την αποτυχία των επιλογών τους.
Γιατί όμως απέτυχε η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ; Γιατί παρουσιάζει έντονες ανισορροπίες και ακολουθεί την πορεία της νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής FED; Τι φταίει και νοσεί το νομισματικό σύστημα της ΟΝΕ; Πρόκειται άραγε για την αποτυχία μιας πολιτικής που στηρίζεται αποκλειστικά σε τεχνοκρατική βάση και παραβλέπει εντελώς την κοινωνική διάσταση των επιλογών της; Η νόσος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ μεγαλώνει η νοσταλγία των πολιτών για τα παλιά εθνικά τους νομίσματα. Αυτή η νοσταλγία σηματοδοτεί και την αποτυχία της κοινής νομισματικής πολιτικής της ΟΝΕ. Το ευρώ δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών. Άραγε για όλα αυτά φταίνε οι τραπεζίτες της ΕΚΤ; Είναι αναμφίβολο ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση είναι «κολοβή». Ενώ έχει καθιερώσει και εφαρμόζει μια νομισματική πολιτική και έτσι πέτυχε τη νομισματική ένωση των μελών της, δεν κατάφερε ακόμη να πετύχει μια κοινή οικονομική πολιτική. Δεν έφτασε στην οικονομική ένωση και ούτε προβλέπεται να φτάσει στην πλήρη οικονομική ένωση στο άμεσο μέλλον. Μάλλον βαδίζει με διχασμένη προσωπικότητα. Η οικονομική ολοκλήρωση είναι μακριά ακόμη. Ευδιάκριτη διαρθρωτική αδυναμία της ΟΝΕ είναι ότι στον νομισματικό τομέα υπάρχει κοινή νομισματική πολιτική, με ένα υπερεθνικό όργανο, την ΕΚΤ, που ασκεί και κατευθύνει αυτή την κοινή πολιτική. Στον ευρύτατο οικονομικό τομέα όμως δεν υπάρχει κοινή οικονομική πολιτική ούτε υπερεθνικό όργανο που να τη σχεδιάζει, να την κατευθύνει και να παρακολουθεί την πιστή εφαρμογή της. Το κάθε κράτος-μέλος της ΟΝΕ σχεδιάζει και εφαρμόζει τη δική του οικονομική πολιτική, ανάλογα με το κυβερνητικό πρόγραμμα της κυβέρνησής του και τις ανάγκες της οικονομίας του. Έτσι δεν υπάρχει στην ευρωζώνη η ζωτικής σημασίας εναρμόνιση της νομισματικής πολιτικής με τους γενικότερους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Στην ουσία δηλαδή δεν έχουμε οικονομική και νομισματική ένωση, αλλά μια ενοποιημένη ζώνη ενός κοινού νομίσματος. Προσωπικά πιστεύουμε ότι με το τωρινό της σχήμα η ΟΝΕ δεν πρόκειται ποτέ να επιτύχει και να φέρει ευημερία στα κράτη-μέλη της. Εάν στο μέλλον η ΟΝΕ αποκτήσει και κοινή οικονομική πολιτική, το πρόβλημά της μετατοπίζεται στην κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει αυτή η ενιαία οικονομική πολιτική. Εάν η κατεύθυνσή της είναι η χωρίς κοινωνική ευαισθησία σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, που επιδεικτικά αγνοεί τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας (μισθωτών, συνταξιούχων, μικροεπιτηδευματιών, αγροτών) και καταδικάζει στην περιθωριοποίηση τους «μη προνομιούχους», τότε αυτή η πολιτική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Γιατί η οικονομία πρέπει να είναι ανθρωποκεντρική και η οικονομική πολιτική να σχεδιάζεται κατά τρόπο που να ικανοποιεί τις ανάγκες όλων μας. Είναι η οικονομική πολιτική που δημιουργεί τη φτώχεια και την εξαθλίωση των πολλών. Είναι η οικονομική πολιτική που κλέβει το εισόδημα των πολλών για να το προσφέρει στους λίγους. Είναι η εκφυλισμένη οικονομική πολιτική, στηριγμένη σε αντικοινωνικές βάσεις. Μια τέτοια πολιτική αποτελεί εκτροπή και η ανατροπή της είναι σίγουρη. Και, δυστυχώς, το πιθανότερο είναι η κοινή οικονομική και νομισματική πολιτική να ακολουθήσει αυτή τη χωρίς ευαισθησία κατεύθυνση. Έτσι απομακρύνεται το όραμα της δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης των πολιτών και υλοποιείται η επιδίωξη της οικοδόμησης μιας Ευρώπης που θα είναι στήριγμα και δεκανίκι ενός σκληρού και απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού.
Οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν πλέον εγκλωβιστεί και είναι υποχρεωμένοι είτε να ανέχονται μια νοσηρά νομισματική πολιτική και μια «κολοβή» ΟΝΕ ή να ανεχθούν μια ολοκληρωμένη ΟΝΕ με κοινή οικονομική και νομισματική πολιτική, με έντονη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, στήριγμα μιας ετοιμόρροπης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και ενός διεφθαρμένου πολιτικοστρατιωτικού παγκόσμιου συστήματος. Μια ΟΝΕ που τάχα θα εμφανίζεται ως προστάτιδα της δημοκρατίας και της ευημερίας των λαών της, ενώ η πραγματικότητα θα είναι διαφορετική. Θα πρόκειται για μια ένωση κρατικής εξουσίας χωρίς κανένα λαϊκό έρεισμα. Τελικά, οι μοναδικοί λάτρεις της ΟΝΕ και της ΕΕ θα είναι οι χορτάτοι που θα απομυζούν τα διάφορα κοινοτικά κονδύλια για «μελέτες και έργα» και θα εκθειάζουν πάντα τα «αγαθά» που μας αποφέρει η συμμετοχή μας στην ΕΕ και στην ΟΝΕ.