Βαλκάνια υπό διάλυση και ανασχεδιασμό
Είναι παράξενο πώς και πόσο περνούν απαρατήρητες μερικές εξελίξεις που προειδοποιούν με σαφήνεια για το τι πρόκειται να συμβεί στα Βαλκάνια.
Πιο ανησυχητική πρόσφατη δήλωση για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής είναι αυτή του αλβανού υπουργού Εξωτερικών, Μπεσνίκ Μουσταφάι, σύμφωνα με την οποία η Αλβανία σε περίπτωση διχοτόμησης του Κοσόβου δεν εγγυάται το απαραβίαστο των συνόρων ούτε εκεί ούτε στο αλβανόφωνο τμήμα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Με δεδομένο ότι η ΠΓΔΜ κατοικείται κατά το ένα τρίτο από αλβανόφωνους, που οι περισσότεροι ζουν με το όραμα της μεγάλης αλβανικής πατρίδας, είναι προφανές πως μια τέτοια δήλωση ενθαρρύνει την υπάρχουσα τάση και λειτουργεί συγχρόνως ως υπόσχεση στήριξης οποιασδήποτε αποσχιστικής ενέργειας στη βορειοδυτική ΠΓΔΜ που συνορεύει άλλωστε τόσο με την Αλβανία όσο και με το Κόσοβο. Σε μιαν εποχή με μεγάλη αστάθεια στην περιοχή μας, η επίσημη Αλβανία έρχεται για λόγους που η ίδια γνωρίζει (και όσοι την προστατεύουν και ενθαρρύνουν σε αυτή την κατεύθυνση) να επιβαρύνει το κλίμα καχυποψίας και ανασφάλειας, προειδοποιώντας για άμεση ανάμειξή της σε εξελίξεις που έχουν σχέση με αναδιάταξη συνόρων και αναδιανομή της γης.
Είναι τραγική αφέλεια να μην παραδέχεται κανείς πως ήδη από το 1991 ζούμε συνεχείς αλλαγές συνόρων με την ανεξαρτησία της Σλοβενίας πρώτα από την ενιαία Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια της ΠΓΔΜ, της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το να μην έχουν αλλάξει τα σύνορα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας δεν λέει και πολλά πράγματα, μια και η ευρύτερη ισορροπία έχει ήδη διαταραχθεί από τις προηγούμενες αλλαγές. Η βιασύνη μάλιστα των μεγάλων δυνάμεων να οδηγήσουν στην ανεξαρτησία την ΠΓΔΜ, ενώ στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο κρατίδιο δεν πληροί προϋποθέσεις χώρας, θέτει την ίδια την ΠΓΔΜ σε μεγάλο κίνδυνο, αφού την υποχρεώνει να υποδυθεί την κανονική χώρα, αντιμετωπίζοντας και τις σχετικές προκλήσεις. Μια χώρα όμως που έχει υποτυπώδεις ένοπλες δυνάμεις δεν μπορεί παρά να ελπίζει στην επέμβαση άλλων δυνάμεων για να αποτραπεί ο κίνδυνος απόσχισης σημαντικού τμήματός της που θα κηρύξει αυτονομία ή ένωση με τη «μητέρα Αλβανία», κάτι που ως ελπίδα και προοπτική αφενός είναι αβέβαιο, αφετέρου την κατατάσσει εξ ορισμού στις εξαρτημένες χώρες-μορφώματα.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μιαν εποχή που συζητείται το μέλλον του Κοσόβου, αν δηλαδή το νότιο κομμάτι της Σερβίας θα αποτελέσει ανεξάρτητη χώρα ή αυτόνομη περιοχή με την επιτήρηση διεθνών δυνάμεων, προοπτικές που ασφαλώς δεν περιλαμβάνουν την εναλλακτική λύση να παραμείνει σερβικό έδαφος με διευρυμένη έστω αυτονομία. Έτσι, βρισκόμαστε ουσιαστικά μπροστά στη δημιουργία μιας νέας χώρας, γεγονός που επαναχαράσσει τα σύνορα στα Βαλκάνια και οικοδομεί εκ των πραγμάτων νέες σχέσεις μεταξύ των χωρών της χερσονήσου.
Δεν υπάρχουν πολλές και σαφείς ενδείξεις ότι η Ελλάδα ασχολείται σοβαρά με το όλο θέμα, κάτι που μεγαλώνει την ανησυχία μαζί με την πιθανότητα να έχει επενδύσει η χώρα μας πολλά (ή και «τα ρέστα της») στην ισχυρή σχέση με τη μεγάλο σύμμαχο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, με δεδομένη την απουσία από ουσιαστικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν αναχθεί σε παράγοντα ρύθμισης των σχέσεων και των ισορροπιών στην περιοχή.
Με χρηματιστηριακούς όρους θα λέγαμε ότι πρόκειται για «υψηλού ρίσκου» επένδυση, επειδή ακριβώς οι ΗΠΑ δεν ενεργούν στη βάση της ιστορικότητας των συμμαχιών τους αλλά μόνο (ή κυρίως) στη βάση των συμφερόντων τους στην (κάθε) περιοχή. Αν τα συμφέροντά τους είναι να ενισχύσουν ποικιλοτρόπως τον αλβανικό παράγοντα, δεν θα σεβαστούν τη μακρά συμμαχική σχέση με την Ελλάδα που άλλωστε εδώ και αρκετά χρόνια δεν διατηρεί συμπεριφορά πίστης και πλήρους συνεργασίας απέναντί τους.
Τι καλούμαστε να κάνουμε; Να διαμορφώσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού έτσι ώστε ο μεγάλος παράγων να θεωρήσει χωρίς αμφιβολία ότι η χώρα μας είναι ο ισχυρός παίκτης και μαζί μας να συζητήσει για το μέλλον που σχεδιάζει. Αν καταγραφούμε ως έκπληκτη φοβισμένη παρουσία, που καταγγέλλει μιαν ουσιαστικά ανύπαρκτη χώρα ότι μας κλέβει το όνομα μιας γεωγραφικής μας περιοχής, θα αντιμετωπιστούμε έτσι ακριβώς. Οι ΗΠΑ όσο και οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης αναζητούν εδώ και χρόνια έναν καλό και αποτελεσματικό συνομιλητή στα διαλυμένα Βαλκάνια. Αν η Ελλάδα παρουσιάζεται ως μέρος της κρίσης, θα καταγράφεται ως ένα επιπλέον πρόβλημα που μάλιστα, επειδή έχει την ιδιότητα της χώρας-μέλους της ΕΕ, την οικονομική ευμάρεια, τη συνολική συγκρότηση, δεν θα τυγχάνει της ιδιαίτερης προσοχής και «φροντίδας», την ώρα που άλλοι πεινάνε και ψάχνουν για εδάφη-πατρίδες.
Η απλή αυτή διαπίστωση μοιάζει συχνά να αφήνει αδιάφορους όσους χειρίζονται την εξωτερική πολιτική της χώρας, δημιουργώντας την αίσθηση ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μιαν άλλη περιοχή που δεν έχει την παραμικρή σχέση με εμάς. Αλλά, δυστυχώς, έχει.