Όταν υπάρχει ακρίβεια, υπάρχει και χρήμα;

Ο καλός μας φίλος σχολίασε την ακρίβεια ως εξής: «Όταν υπάρχει ακρίβεια, υπάρχει χρήμα. Δεν νοείται ακρίβεια χωρίς χρήμα. Όταν δεν υπάρχει χρήμα, κατεβαίνουν οι τιμές». Είναι αλήθεια ότι τα παλιά χρόνια, και όπως ήταν διαμορφωμένη τότε η συναλλακτική οικονομία, οι μονεταριστές είχαν επιβάλει την άποψη ότι ο μηχανισμός των τιμών κινείται αποκλειστικά και μόνο από την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος. Ο μηχανισμός διαμόρφωσης των τιμών στηριζόταν στη σχέση προσφοράς και ζήτησης, και η σχέση αυτή επηρεαζόταν και από το ύψος του κυκλοφορούντος χρήματος. Συνεπώς, κατά τους μονεταριστές, η υψηλή ενεργός ζήτηση ήταν το αποτέλεσμα της χρηματικής ρευστότητας των καταναλωτών και όταν η ρευστότητα ήταν σε υψηλό επίπεδο προκαλούσε αύξηση τιμών (δηλαδή ακρίβεια), ενώ η ασθενική ρευστότητα έφερνε πτώση τιμών. Όταν δεν υπάρχει χρήμα οι τιμές κατεβαίνουν, και όταν υπάρχει χρήμα, οι τιμές ανεβαίνουν.

Αυτά παραδέχονταν οι οικονομολόγοι υπό το κράτος της προσέγγισης των οικονομικών φαινομένων που είχαν υποστηρίξει οι οπαδοί της απόλυτης κυριαρχίας του χρήματος σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομίας. Σήμερα όμως ο μηχανισμός των συναλλαγών έχει αλλάξει ριζικά. Το χρήμα δεν αποτελεί πλέον το μοναδικό μέσο συναλλαγών. Επομένως και η επίδρασή του στη διαμόρφωση των τιμών έχει εξασθενήσει σημαντικά. Σήμερα όλοι όσοι παρακολουθούν τον μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η ακρίβεια οφείλεται στην αφθονία χρήματος. Μόνο για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το επίπεδο τιμών συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος και η ακρίβεια προδίδει ότι οι καταναλωτές διαθέτουν άφθονο χρήμα, ως αποτέλεσμα των υψηλών εισοδημάτων που απολαμβάνουν.

Σήμερα το χρήμα καλύπτει ένα μικρό μέρος των συναλλαγών σε όλα τα επίπεδα. Οι παραγωγοί και των τριών τομέων της παραγωγικής διαδικασίας (πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα) και οι καταναλωτές, αγοραστές αγαθών και υπηρεσιών, κινούνται στις συναλλαγές τους με υποκατάστατα του χρήματος. Οι μεν επιχειρηματίες με μεταχρονολογημένες επιταγές, οι δε καταναλωτές με τις πιστωτικές κάρτες (πλαστικό χρήμα), με εξόφληση των λογαριασμών τους με δόσεις και με τη σύναψη καταναλωτικών δανείων. Ακόμη και επενδύσεις γίνονται όχι πλέον με χρήμα, αλλά με τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά εργαλεία, δηλαδή είτε με τραπεζικό δανεισμό είτε με ετεροχρονισμένες επιταγές. Τα σύγχρονα εργαλεία «εξόφλησης» των συναλλαγών (δάνεια, επιταγές, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.) είναι που προκαλούν αύξηση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, και η αύξηση αυτή πιέζει προς τα πάνω τις τιμές, προκαλώντας την ακρίβεια, την οποία συντηρεί. Δεν είναι λοιπόν το χρήμα που προκαλεί και συντηρεί την ακρίβεια, ούτε η ύπαρξη ακρίβειας αποδεικνύει χρηματική ευχέρεια των καταναλωτών. Και είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός αυτός, που μόνο πολιτική σκοπιμότητα υπηρετεί. Αυτά τα ελάχιστα όσον αφορά στην επίδραση του χρήματος και των εισοδημάτων στη ζήτηση.

Όμως στον μηχανισμό της διαμόρφωσης του ύψους των τιμών σημαντική είναι και η επίδραση της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Όταν αυξάνεται, ο όγκος της προσφοράς πιέζει προς τα κάτω τις τιμές, και το αντίθετο όταν μειώνεται. Εκεί στηρίχθηκαν ορισμένοι -και σύγχρονοι ακόμη- οικονομολόγοι για να στηρίξουν τη γνωστή θεωρία που δέχεται ότι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης προκαλεί αυτορρύθμιση της αγοράς σε επίπεδο τιμών. Ο νόμος της αυτορρύθμισης της αγοράς όσον αφορά το ύψος των τιμών συναρτάται και βρίσκει ικανό έδαφος εφαρμογής στις αγορές όπου κυριαρχεί ο υγιής ανταγωνισμός. Τον παλιό καλό καιρό η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών δεν ήταν οργανωμένη, δεν υπήρχαν τα τραστ, οι συμπράξεις επιχειρήσεων, κρυφές και φανερές, ούτε και οι συμφωνίες για κατευθυνόμενη παραγωγή (προσφορά) και για το ύψος των τιμών. Σήμερα η προσφορά ως παράγοντας διαμόρφωσης των τιμών έχει εξασθενήσει σε μεγάλο βαθμό. Η υποχώρηση των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού δημιούργησε τις συμπράξεις των επιχειρήσεων και τη μονοπωλιακή και ολιγοπωλιακή δόμηση της αγοράς. Ακόμη και στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής (γεωργία), που στο παρελθόν «υπέφερε» από την ταυτόχρονη ωρίμαση των προϊόντων και συνεπώς από την εποχική υπερπροσφορά, που έφερνε την κατρακύλα των τιμών, η τεχνολογική εξέλιξη βοήθησε (με τα μέσα συντήρησης της παραγωγής) στον προγραμματισμό της προσφοράς. Σήμερα παρατηρούνται σε όλους τους τομείς της παραγωγής ελάχιστα φαινόμενα υπερπροσφοράς. Η προσφορά είναι ελεγχόμενη και προγραμματισμένη (ας είναι καλά τα συντηρητικά) και δεν επηρεάζει παρά ελάχιστα το ύψος των τιμών. Εκείνο που κάνει είναι να στηρίζει τις υψηλές τιμές (ακρίβεια) και να μην επιτρέπει την πτώση τους. Έτσι τώρα και οι παραγωγοί νωπών γεωργικών προϊόντων δεν έχουν ανάγκη να ρίξουν τις τιμές όταν στις λαϊκές αγορές δεν υπάρχουν αγοραστές. Με συντηρητικά (φάρμακα) διατηρούν την εμπορευσιμότητα των προϊόντων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σε μια αγορά με χαμηλό βαθμό ανταγωνισμού και με την κυριαρχία των συμφωνιών και των συμπράξεων των επιχειρήσεων δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αυτορρύθμιση του ύψους των τιμών. Σε μια αγορά όπου στις συναλλαγές κυριαρχούν τα υποκατάστατα του χρήματος δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ακρίβεια προκαλείται από την αφθονία χρήματος που διαθέτουν οι καταναλωτές. Αν η δικαιολόγηση της ακρίβειας μπορούσε να στηριχθεί με σοβαρά οικονομικά επιχειρήματα στην αφθονία του χρήματος και στα υψηλά εισοδήματα της πλειοψηφίας των καταναλωτών, τότε θα μπορούσαμε να χτυπήσουμε την ακρίβεια με τη μείωση των εισοδημάτων και κυρίως με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων. Όμως τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί ότι παρά τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας (μισθωτών, συνταξιούχων, μικρών επιτηδευματιών και αγροτών) η ακρίβεια όλο και θεριεύει. Χρήμα δεν υπάρχει, ενώ η ακρίβεια υπάρχει και χωρίς το χρήμα. Αυτή είναι και η μεγάλη μετάλλαξη που έχει υποστεί η οικονομία κατά τα τελευταία χρόνια. Μια μετάλλαξη που μείωσε την ισχύ του χρήματος ως μέσου συναλλαγών, δεν κατάφερε όμως να μειώσει και την επίδραση των εισοδημάτων στον καθορισμό του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.

Το πρόβλημα με την ακρίβεια είναι σοβαρό και πολυσύνθετο. Είναι αυτό που έχει υποθηκεύσει το μέλλον ενός σημαντικού αριθμού ελληνικών νοικοκυριών. Η ανεπάρκεια του εισοδήματος οδηγεί στην υπερχρέωση, χωρίς να υπάρχει ελπίδα στο άμεσο μέλλον τα νοικοκυριά να βελτιώσουν ουσιωδώς τα εισοδήματά τους, ώστε ανώδυνα να εξασφαλιστεί η εξυπηρέτηση του τωρινού υπερδανεισμού. Από την άποψη αυτή διαγράφεται βέβαιος κίνδυνος δημιουργίας σοβαρότατου κοινωνικού προβλήματος στο άμεσο μέλλον. Αν δεν καταπολεμηθεί η ακρίβεια, ή θα υποβιβαστεί σε μεγάλη έκταση το βιοτικό μας επίπεδο ή τα νοικοκυριά θα περιέλθουν σε ένδεια και σε αδυναμία ομαλής εξυπηρέτησης του υψηλού δανεισμού. Ό,τι και να συμβεί τα αποτελέσματα θα είναι αρνητικά για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Θα επαναληφθεί το φαινόμενο που προκάλεσε την ύφεση της ιαπωνικής οικονομίας, που επί 15 χρόνια περίπου βυθίστηκε στο τέλμα της στασιμότητας. Το πρόβλημα της ακρίβειας δεν απλοποιείται με το επιχείρημα ότι «υπάρχει ακρίβεια, άρα υπάρχουν χρήματα». Το πρόβλημα είναι να συνειδητοποιήσουν οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες ότι υπάρχει ακρίβεια γιατί ανθεί ο υπερδανεισμός του οικονομικά ασθενέστερου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού. Η πιστωτική κάρτα, που όταν πρωτοκυκλοφόρησε αποτελούσε ένδειξη πλούτου και μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, σήμερα θεωρείται τρανή απόδειξη οικονομικής αδυναμίας και ένδειας. Μόνο όσοι στερούνται επαρκούς εισοδήματος κάνουν τις αγορές τους με δόσεις μέσω της πιστωτικής τους κάρτας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν μπορούμε να καταπολεμήσουμε την ακρίβεια, αγνοώντας τη σημερινή πραγματικότητα και τη μορφή της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών. Η ακρίβεια τροφοδοτείται από τον υπερδανεισμό των καταναλωτών. Και γίνεται αποδεκτή από το κράτος, καθώς ο υπερδανεισμός αναπληρώνει τις αδυναμίες της εισοδηματικής πολιτικής και βραχυπρόθεσμα βοηθάει και στη διατήρηση ενός βιοτικού επιπέδου χωρίς κραδασμούς και υποχωρήσεις. Επιπλέον, συνεπεία της ακρίβειας το κράτος εξασφαλίζει και αυξημένα φορολογικά έσοδα κυρίως από την έμμεση φορολογία. Πέραν αυτών, με την ακρίβεια και τον υπερδανεισμό οι τράπεζες εξασφαλίζουν υπερκέρδη και οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ανεβαίνουν. Έτσι το κράτος πουλάει σε πολύ καλές τιμές τις τραπεζικές μετοχές που κατέχει και βουλώνει ευκολότερα τις «μαύρες τρύπες» του κρατικού προϋπολογισμού, για να συνεχίζεται αδιατάραχτα το σπάταλο κράτος και να μπορεί να πληρώνει τις υπέρογκες δαπάνες π.χ. για τη διοργάνωση της Γιουροβίζιον! Και ενώ το κράτος ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να πληρώσει τον ΛΑΦΚΑ που χρωστάει στους συνταξιούχους, εν τούτοις μπορεί και πληρώνει τις λιμουζίνες και τα μακιγιάζ της Μενούνος!

Αυτά ως σχολιασμός της άποψης ότι αφού υπάρχει, ακρίβεια υπάρχει και χρήμα. Από πού όμως υπάρχει αυτό το χρήμα; Προβληματίστηκε κανένας αρμόδιος πάνω στο θέμα αυτό;


Σχολιάστε εδώ