Πολιτικές συνεργασίες «ευκαιρίας»

Η «πρόταση» του Ν. Κωνσταντόπουλου για τη συνεργασία ΚΚΕ-ΣΥΝ-ΠΑΣΟΚ, ώστε να αντιμετωπισθεί -σε πρώτο στάδιο- η κυβερνητική πολιτική και, στη συνέχεια, να διαμορφωθεί μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική, μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια «διπλή οπτική»…

Στο ένα της «σκέλος» η πρόταση αυτή εκφράζει την προσωπική βούληση του Ν. Κωνσταντόπουλου να αναδειχθεί σε αυτόνομο «πόλο» πολιτικής παρέμβασης, μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να αναδειχθεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στο «εσωτερικό» μέτωπο του ΣΥΝ επιχειρεί με την πρότασή του ένα είδος πολιτικού «διεμβολισμού» επιδιώκοντας δύο στόχους: Πρώτον να φέρει σε δυσχερή θέση τον Α. Αλαβάνο -με τον οποίο έχει μια σειρά σοβαρών πολιτικών διαφωνιών. Δεύτερον να προκαλέσει ενστάσεις στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που εκφράζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού μια ενδεχόμενη υιοθέτηση της πρότασής του από την ηγεσία του ΣΥΝ θα ανάγκαζε τον ΣΥΡΙΖΑ είτε να συρθεί χωρίς όρους σε μια πολιτική συνεργασιών είτε να αποχωρήσει από τον ΣΥΝ. Όπερ και το τελικώς επιδιωκόμενο.

Σ’ ένα δεύτερο «σκέλος» η πρόταση του Ν. Κωνσταντόπουλου επιδιώκει να «ενεργοποιήσει» εκείνα τα στελέχη του ΣΥΝ που αποτέλεσαν τους πιο θερμούς θιασώτες της «εκσυγχρονιστικής» πολιτικής του Κ. Σημίτη. Οι δυνάμεις αυτές θα αντιμετώπιζαν ασμένως το ενδεχόμενο συμμετοχής τους σε μια -μελλοντική- κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έστω και με όρους τρέχουσας διαχείρισης του συστήματος.

Ταυτόχρονα, όμως, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η πρόταση συνεργασίας -που αφορά την πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ, αφού το ΚΚΕ, αξιωματικά, αυτοεξαιρείται οποιασδήποτε παρόμοιας προοπτικής- ενεργοποιεί «παράπλευρες» οικονομικο-πολιτικές ομάδες συμφερόντων.

Οι δυνάμεις της «διαπλοκής» και των ΜΜΕ με ευχαρίστηση θα αντιμετώπιζαν μια τέτοιου είδους «συνεργασία» που θα ενίσχυε την προοπτική ανόδου στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ με «πολιτικό αιμοδότη» το τμήμα των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων του ΣΥΝ, που θα απεδέχετο μια τέτοιου είδους συμπόρευση.

Ορισμένοι μάλιστα «εντεταλμένοι» στον ρόλο του εκφραστή της διαπλοκής θέτουν το ζήτημα της συνεργασίας ως κρίσιμο δίλημμα «ζωής ή θανάτου»… Ή ο ΣΥΝ θα συνεργασθεί με το ΠΑΣΟΚ, για να ηττηθεί η Νέα Δημοκρατία, ή ο ΣΥΝ θα εισέλθει αυτοδύναμος στη νέα Βουλή, οπότε η κυβερνητική εξουσία μετατρέπεται σε «απατηλό όνειρο».

Ασφαλώς αυτές οι μικροπολιτικού χαρακτήρα σκοπιμότητες και τα μυωπικά σκεπτικά, που δεν εκφράζουν παρά το βάθος και την έκταση του πολιτικού κυνισμού, ελάχιστη σχέση έχουν με τα ίδια τα κοινωνικά και ιδεολογικά «περιεχόμενα» της προοδευτικής παράταξης. Αποτελούν στην πραγματικότητα επικοινωνιακές παρεμβάσεις και ασκήσεις «επί χάρτου» που αποβλέπουν στην ουσία σε δύο στόχους. Άμεσα στην διασφάλιση πολιτικών ρόλων σε πρόσωπα, κομματικές «ομάδες» και πολιτικούς φορείς σ’ ένα «σχήμα» πολιτικής διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας. Έμμεσα, στη διαμόρφωση μακροπρόθεσμων όρων για την αναπαραγωγή και την κυριαρχία του πολιτικοοικονομικού συστήματος της «διαπλοκής», που θα μπορεί σ’ ένα ορατό μέλλον να καθορίζει τους όρους άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας και τελικά να «διορίζει» κυβερνήσεις.

Ανεξάρτητα πάντως από τις ρητές ή υπολανθάνουσες προθέσεις εκείνων που επιδιώκουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, το βασικό ερώτημα που μπορεί να διατυπωθεί από κάθε πολίτη που αγωνιά για το μέλλον της πολιτικής δημοκρατίας και ιδιαίτερα για την αξιοπιστία και τη δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων να εκφράσουν τα λαϊκά συμφέροντα είναι εάν, πράγματι, ένα «σχήμα» μιας ευρύτερης «κεντροαριστεράς» θα αποτελούσε λύση.

Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που μόνο σαν «υπόθεση εργασίας» θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε, υπάρχει μια σειρά σοβαρών ενστάσεων.

– Ήδη στο πολιτικό μας σύστημα τα κόμματα -πλην του ΚΚΕ, που αποτελεί ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα με δική του ταυτότητα- «πάσχουν» από οργανωτική χαλαρότητα, διακρίνονται από έντονη κρίση πολιτικο-ιδεολογικής ταυτότητας και δεν μπορούν να εκφράσουν συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, ιδιαίτερα εκείνες που ωθούνται στο περιθώριο.

Η μετατροπή της κομματικής διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης σε παραταξιακή «σύγκρουση» όχι μόνο δεν θα αμβλύνει, αλλά αντίθετα θα επιτείνει το φαινόμενο της κρίσης και της πολιτικοκομματικής αμορφίας.

– Το «σύστημα» των δύο παρατάξεων, κάτω από τις «ταμπέλες» της «Προόδου» και της «Συντήρησης» ή της «κεντροαριστεράς» και της «κεντροδεξιάς», θα είχε ένα και μόνο αποτέλεσμα: Αφού οι δύο «παρατάξεις» θα είχαν οροθετηθεί στο αντίστοιχο «άκρο» τους, θα εξαντλούσαν την όλη τους «στρατηγική» παρέμβαση στην «αλίευση» του αποκαλούμενου «μεσαίου» χώρου.

Αν σήμερα διαπιστώνεται -και δικαίως- η έντονη σύγκλιση των πολιτικών των δύο κομμάτων της διακυβέρνησης, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, σε κρίσιμα κοινωνικο-οικονομικά θέματα -και η σταδιακή τους ενσωμάτωση στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική- τότε, στην περίπτωση των δύο «παρατάξεων», το πρόβλημα αυτό θα προσλάβει εντονότερες διαστάσεις.

Η «ομογενοποίηση» του συνόλου του πολιτικού συστήματος θα οδηγήσει στην «αμερικανοποίησή» του και στη συγκρότηση δύο παραταξιακών φορέων που θα εναλλάσσονται, χωρίς να κυβερνούν στην πραγματικότητα, αλλά θα «διαχειρίζονται» τις πλέον «ανώδυνες» πλευρές του οικονομικού συστήματος.

Ασφαλώς ο τυπικός κομματικός πλουραλισμός δεν αρκεί από μόνος του ως απλή συνύπαρξη κομμάτων στο πολιτικό σύστημα. Αποτελεί αναγκαία συνθήκη για το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά όχι και ικανή. Γιατί ο πολυκομματισμός θα πρέπει να συνδέεται με συγκροτημένους πολιτικοϊδεολογικά φορείς που θα εκπροσωπούν συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα και θα διαμορφώνουν σαφείς κοινωνικές συμμαχίες.

Πριν συγκροτηθούν κομματικές «συμμαχίες» κορυφής θα πρέπει να υπάρξουν εναλλακτικές προτάσεις, αντι-νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, που θα συνδέσουν την προοπτική μιας πράγματι παραγωγικής ανάπτυξης με μηχανισμούς δίκαιης αναδιανομής, και δεν θα επιρρίπτουν το «κόστος» των εκάστοτε «εκσυγχρονιστικών» ή «μεταρρυθμιστικών» πολιτικών στις λαϊκές τάξεις.

Γιατί, σε τελική ανάλυση, οι τάξεις αυτές δεν έχουν ανάγκη από κόμματα – Λεβιάθαν, αλλά από ουσιώδεις κοινωνικές πολιτικές.


Σχολιάστε εδώ