«ΠΟΛΥ ΜΑΣΚΑΡΕΥΤΗΚΑΜΕ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΠΑΤΣΙ» ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ, ΚΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΤΣΙ
Μέσα στό αλλοπρόσαλλο
τών πάντων καρναβάλι
πού πρόσωπα αλλάξανε
καί πού θ’ αλλάξουν πάλι,
βρήκε ο Ρωμιός τό σόι του
βρήκε τόν εαυτό του
κρύβοντας σ’ άλλο πρόσωπο
τό γνήσιο πρόσωπό του.
Ορμώντας στήν οχλοβοή
ένας μέσα στούς τόσους
εμπέρδεψε τή φάρα του
μέ Αλβανούς καί Ρώσους.
Όλοι ήτανε όμοιοι
σάν δυό νερού σταγόνες
όμοιοι στό ανεύθυνο
καί όχι στίς εικόνες.
Αφού καί τό παπαδαριό
αγρίως ηνοχλήθη
γενόμενο περίγελος (ή περίγελως)
από τά άγρια πλήθη.
Διότι μύριοι, αμέτρητοι
ντύθηκαν Δεσποτάδες
θωπεύοντες νεανικές
κι απείθαρχες φοράδες.
Άλλοι ντυμένοι βασιλείς
έχοντες συνοδείες
ουδόλως, δέ, παράλλασσαν
από φρικτές κηδείες.
Καθότι η παλινόρθωση
τό πάλαι τεθνεώσα
μέ τέτοιο ρεντικούλιασμα
εφαίνετο ως κλώσα.
Ομάδες απειθάρχητων
ντύθηκαν βουλευτάδες
κι άλλοι ως εθνικόφρονες
σφάζοντες Τουρκαλάδες.
Άσε πού τά κοράσια
μέ έξω τάς κοιλίας
μάς έδιναν τό σύνθημα
διά sex… καί ευκολίας.
Πλαστή η σοβαρότητα
ήτις μάς εγαλούχη,
κι έγιν’ ο γκέι άντρακλας
κι ο άντρακλας μουνούχι.
Ω! Τι χαρμόσυνη γιορτή
οι πάντες νά ‘ναι ίσοι
σ’ έναν Παράδεισο πλαστόν
πού δέν ισχύουν μίση.
Καί μέσα στήν ευφρόσυνο
τών πάντων μελωδία
ηκούσθη βροντολάλημα
πλήρες απ’ αηδία:
«Κωλόφατσες τού κερατά
πού όλα τά λοιδορείτε
κι ισοπεδώνετε θεσμούς
ακούστε τί θά δείτε».
«Σάν έρθη η επαύριος
θ’ αρχίσει η δυσφορία
κι εγώ, τό κράτος, κραταιό (ή κρατεό)
μέ ΣΔΟΕ κι Εφορία»
«Θά σάς γυρίσουμε ξανά
στή μιά πραγματικότη
πού αναιρείται τό ”γιατί”
κι ισχύει τό ”διότι”».
«Πού ήβρατε πανάθλιοι
τόση χαρά καί πλούτη
καί από εμάς πού κρύβατε
τόσης χλιδής κουρκούτι;»
«Όσα εκλεκτά εφάγατε
όσοι πολλοί καί νά ‘στε
αύριο θά ‘ρθει μπουγιουρντί
κι όλα θά τά ξεράστε».
«Στά χρόνια πού διάγουμε
ηλίθιοι συμπολίται
ακόμη καί τό όνειρο
κι αυτό φορολογείται».
Ειδοποιώ τούς πονηρούς Ρωμιούς καί αμαρτία δέν έχω:
Μήν επιχειρήσετε να παίξετε καί πάλι
τόν κάρναβαλο, τόν αγνώριστο μασκαρά, γιατί τό κράτος
διαθέτει πιο πονηρούς μασκαράδες από εσάς,
καί τή βάψατε… αλευρομουντζούρηδες.