Ο «Αδελφός» Τειρεσίας

Προσφάτως ανεφύη η εγκληματική και αντεθνική παρακολούθησις των τηλεφωνημάτων, επί ένα τουλάχιστον και πλέον έτος, των Ελλήνων και της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.

Διά μίαν δεκαετίαν ωσαύτως, όχι μόνον δεν έχει δημοσιοποιηθεί, αλλά ουδέ καν έχει αποτολμηθεί να θιχθεί παρ’ ουδενός, ένας άλλος πληττόμενος βαναύσως ακρογωνιαίος λίθος των θεσμών, ο οποίος έχει καταστρατηγηθεί και καταπατηθεί συνταγματικώς, ο θεσμός δηλαδή του απολύτου δικαιώματος (ius gogens) του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της προστασίας της, ως και της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, άνευ διακρίσεως.

Η, αρχικώς, λεπτομερής παρακολούθησις και δημιουργία ηλεκτρονικών βάσεων, αρχείων και φακέλων οικονομικών δεδομένων έφθασεν εν συνεχεία σήμερον να εμπλουτίζεται με τις λεπτομερείς κινήσεις, σχέσεις, συναλλαγές, εκφάνσεις των διαπροσωπικών, οικογενειακών, επαγγελματικών, επιχειρηματικών, φορολογικών, ιατρικών, φαρμακευτικών, συνταξιοδοτικών, δικαστικών θεμάτων των πολιτών, καθώς και σιτίσεως, ενδύσεως, υποδήσεως, διασκεδάσεως κ.λπ. – βάσεις οι οποίες περιέχουν πάσης φύσεως, άκρως προσωπικά υποκειμενικά, ευαίσθητα και μη προσωπικά δεδομένα των περίπου 11.000.000 Ελλήνων και αλλοδαπών πολιτών, αλλά και των λειτουργούντων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.

Αναφέρομαι εις την ίδρυσιν και λειτουργίαν, παρά των είκοσι οκτώ εν Ελλάδι αλλοδαπών ή ημεδαπών, ιδιωτικών ή κρατικών τραπεζών, μιας, όλως δηλαδή, παρά το Σύνταγμα, λειτουργούσης ιδιωτικής διατραπεζικής ανωνύμου εταιρείας, διά την οποίαν οι «εφευρέτες-τραπεζίτες» της, προσδώσαντες το όνομα του μάντη Τειρεσία, προσπάθησαν και το κατόρθωσαν να την καταστήσουν πλέον απλησίαστον, περισπούδαστον, σπουδαίαν, αδιαμφισβήτητον και αδιαπραγμάτευτον.

Εις ουδένα φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον έγινε ή γίνεται γνωστόν όχι μόνον εκ των προτέρων, κατά την υπογραφήν της οιασδήποτε συναλλαγής, αστικής, εμπορικής, τραπεζικής κ.λ.π., αλλά ουδέ καν εκ των υστέρων και μετά την, κατά τον Αύγουστον 1997, ίδρυσιν και εν συνεχεία λειτουργίαν της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ-Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών Α.Ε., ότι όλα τα προσωπικά υποκειμενικά, ευαίσθητα και μη, δεδομένα και τα στοιχεία του ατόμου καταχωρίζονται ακουσίως και άνευ της γνώσεώς του εις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, εις αρχεία και «φακέλους» της καταχωριζούσης αυτής εταιρείας.

Πρόσβασιν, αλλά και υποχρέωσιν εμπλουτιμού και ενημερώσεως των βάσεων αυτών δεδομένων, είχαν αρχικώς τα ιδρυτικά μέλη, οι ανώνυμες δηλαδή τραπεζικές εταιρείες και τα τμήματα των πιστωτικών καρτών και δανείων αυτών, εν συνεχεία όμως, έναντι ενδεχομένως συνδρομής, όλες οι εταιρείες κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας, οι δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμοί κοινής ωφελείας, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως, νοσοκομεία, φαρμακεία, σούπερ μάρκετ, επιχειρήσεις πωλήσεως αυτοκινήτων, μηχανών, οικιακών συσκευών κ.λπ.

Ούτω, τα προσωπικά αυτά δεδομένα, ευαίσθητα ή μη του καθ’ ενός μας, αποτελούν αντικείμενον αγοραπωλησίας και συναλλαγής και μεταδίδονται και διαδίδονται προς οιονδήποτε τρίτον, φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, εφ’ όσον καταβληθεί η συνδρομή και η τιμή δι’ εκάστην πληροφορίαν ή και ενδεχομένως να διαγράφονται διά των γνωστών αθέμιτων μεθόδων.

Η ίδρυσις, επινοησις και πρώτη συγκεντρωσις των πληροφοριών ως και δημιουργία αντιστοίχων αρχείων-φακέλων άρχισε το 1971(;) από το ΚΕΠΥΟ του Υπουργείου Οικονομικών, άγνωστον πώς και από ποίον, βάσει ποίου νόμου ή διατάγματος, χωρίς καμμίαν γνώσιν ή ενημέρωσιν του Έλληνος πολίτου, το οποίον μετεβίβασεν και παρεδωσεν (άγνωστον από ποίαν κυβέρνησιν, διά ποίων ελατηρίων, μετά ή άνευ ανταλλάγματος και διά ποίου τρόπου) το αρχείον (οικονομικόν φακέλωμα) εις την Ένωσιν Ελληνικών Τραπεζών και η οποία, κατά την ίδρυσιν το 1997 της «Τειρεσίας», παρέδωσεν (πώς και κατά ποίον τρόπον και βάσει ποίου δικαιώματος), το ανωτέρω ηλεκτρονικόν αρχείον εις την τελευταίαν.

Τόσον κατά το 1971, όσον και μετά το 1974 και μέχρι και σήμερον, εποχήν δημοκρατίας, ουδέποτε ελάβαμεν γνώσιν ή πληροφορηθήκαμεν, διά των ΜΜΕ ή των εντύπων, των υπογραφόμενων συμβάσεων περί της συστάσεως, υπάρξεως και λειτουργίας τού, τότε, οικονομικού αρχείου των πολιτών υπό του ΚΕΠΥΟ, ή της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών, ή της «Τειρεσίας» και των σχετικών τυχόν αδειών, του τρόπου παραχωρήσεως, των σκοπών, του τρόπου παραχωρήσεώς των, των κανονισμών των, της κυρώσεως αυτών και υπό ποίων οργάνων, των συνεπειών εκ της λειτουργίας τούτων κ.λ.π. διά τους πολίτες, των αθέμιτων και απόκρυφων ισχυουσών μεταξύ των οδηγιών, αποφάσεων κ.λ.π., προ ή έστω και μετά την ίδρυσιν και λειτουργίαν των.

Τουναντίον, οι τράπεζες-μέλη του συναλλάχθηκαν και συναλλάσσονται ανωνύμως και ανυπογράφως, φοβούμενες μετά πάσης βεβαιότητας την αντιμετώπισιν εκ μέρους του υποκειμένου των οιασδήποτε αμφισβητήσεως περί της ιδρύσεως, νομιμότητας και λειτουργίας της.

Το αυτό συμβαίνει με κάθε δικαστικήν διένεξιν ή διαφοράν των πολιτών, ως και η δημιουργία μεριδολογίου και η εμφάνισις δι’ αυτού λεπτομερώς της πορείας της ακινήτου περιουσίας του ατόμου.

Το άρθρον 5 του Ν.2472/1997 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασίαν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος αναφέρει ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενον των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεσίν του, ουδόλως όμως αναφέρεται αν και κατά ποίον τρόπον γίνεται η καταχώρισις των δεδομένων όταν το 99% δεν γνωρίζει ουδέ την ύπαρξιν του ηλεκτρονικού αυτού φακελώματος.

Η προκλητικότης της ιδιωτικής αυτής διατραπεζικής εταιρείας έφθασεν τελευταίως εις ολοσέλιδες καταχωρίσεις της διά του Τύπου, ακόμη και εις προσκλήσεις των πολιτών, όπως εις περίπτωσιν απώλειας των ταυτοτήτων των δηλώνουν την απώλειάν των εις αυτήν. Έφθασεν δηλαδή, εν γνώσει του παραλυμένου κράτους, παρανόμως ν’ αντικαθιστούν την μόνην αρμοδίαν διά τον σκοπόν αυτόν Ελληνικήν Αστυνομίαν, και να έχουν δημιουργήσει αυθαιρέτως και παρανόμως μίαν ετέραν βάσιν δεδομένων, αυτής των αστυνομικών ταυτοτήτων.

Ποιος γνωρίζει ότι όταν υπογράφει τα «ψιλά γράμματα» των, πάσης φύσεως, συμβάσεων, υπογράφει συγχρόνως και την «καταδίκην του» από πάσης πλευράς, δίδοντας την συγκατάθεσίν του, δίχως να το γνωρίζει, της καταχωρίσεως των δεδομένων του και της διατηρήσεως, επεξεργασίας, διαθέσεως αυτών, προς οιονδήποτε τρίτον, αναιτιολογήτως, εις την ημεδαπήν ή την αλλοδαπήν; Εκτός και αν το γνωρίζει, αλλά δεν είναι «must» να εναντιωθεί και να αντιδράσει.

Ποιος γνωρίζει ότι τα δεδομένα του κυκλοφορούν όπου λειτουργεί υποκατάστημα ελληνικής τράπεζας εις ολόκληρον τον κόσμον;

Ποιος γνωρίζει ότι αυτά γίνονται κτήμα των λειτουργουσών εις την Ελλάδα αλλοδαπών τραπεζών, εταιρειών κ.λπ.;

Αν κρίνει κανείς την αναγκαιότητα της υπάρξεως και τηρήσεως της ηλεκτρονικής αυτής βάσεως δεδομένων, την ευρύτητα και τους μελλοντικούς σκοπούς επεκτάσεώς της, τους οποίους έχει κατά νουν η διατραπεζική αυτή ιδιωτική ανώνυμος εταιρεία, ως και σχέσεις, συνεργασίες και ανταλλαγές δεδομένων με τις αντίστοιχες εταιρείες ή υπηρεσίες της ευρωπαϊκής ή αμερικανικής ηπείρου, τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να συλλέγονται και να διακινούνται τόσον ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα από έναν ιδιώτην-τραπεζίτην και ποίος είναι ο λόγος διά τον οποίον δεν έχει ενδιαφερθεί το κράτος μέχρι σήμερον, εφ’ όσον συναινεί εις το «φακέλωμα» αυτό, να προστατεύσει τα δικαιώματα του πολίτου του, διά της ιδρύσεως και δημιουργίας μιας, έστω και «διά τα μάτια του κόσμου», ανεξαρτήτου, όσον μπορεί να λέγεται «ανεξάρτητος», δημοσίας υπηρεσίας, οργανισμού ή αρχής, η οποία θα παρέχε θέσεις εργασίας διά τον διορισμόν της κομματικής πελατείας, διά την συλλογήν, ενημέρωσιν, διάθεσιν κ.λ.π. αυτών;

Πόθεν αντλούν τα αντισυνταγματικά αυτά δικαιώματα οι τραπεζίτες; Από το Σύνταγμα, τους νόμους ή από συναλλαγές εκτελεστικής και οικονομικής εξουσίας;

Πώς είναι δυνατόν προβλεπόμενες και επιβαλλόμενες ποινές υπό της πολιτείας και της δικαιοσύνης, ευθύς ως εκτελεσθούν ή πληρωθούν, να εκλείπουν και να διαγράφονται, και να προβλέπονται, απειλούνται και παραμένουν επί έτη ιδιωτικές ποινές, τιμωρίες ή συνέπειες επιβαλλόμενες παρ’ ιδιωτών, προσβάλλουσες καταφανώς και βαναύσως την αξίαν, την ζωήν, την τιμήν, την ελευθερίαν και την προσωπικότητα του ατόμου-πολίτου;

Ποιος έχει δικαίωμα να επιβάλλει ποινές, τιμωρίες κ.λπ. πέραν της δικαιοσύνης; Ποιος παρεχώρησεν, άν παραχώρησεν, τοιαύτα δικαιώματα; Πώς δέχεται αυτόν τον εξευτελισμόν η πολιτεία και η δικαιοσύνη και πώς δεν αντιδρούν οι πολίτες, φορείς, σύλλογοι ή η αρχή προστασίας δεδομένων, αλλά και ο Δικηγορικός Σύλλογος; Υπεκατεστάθη η πολιτεία υπό των τραπεζιτών;

Οι πολιτικοί φάκελοι τής μετά τον Β’ Παγκόσμιον εποχής κατεστράφησαν με αγώνες και την θέσιν των αντικατέστησαν και κατέλαβον διά δήθεν οικονομικούς λόγους, με όλες τις, εν συνεχεία, σκοπίμως και εντέχνως, αποκρυβόμενες, επί παντός θέματος και πάσης εκφάνσεως του ατόμου, προεκτάσεις των, τα ηλεκτρονικά αυτά αρχεία δεδομένων των τραπεζών και των επιχειρήσεων.


Σχολιάστε εδώ