Ελλήνων ομηρεία
Επίσης, με σχετική ευκολία μπορεί να γίνει και ο εκ νέου καθορισμός των δανειακών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και ο χρόνος εξόφλησής τους. Η ευκολία είναι ανάλογη του βαθμού φερεγγυότητας της οφειλέτριας εταιρείας (αξία παγίων περιουσιακών στοιχείων) και της έκτασης της οικονομικής της επιφάνειας. Το πρόβλημα καθίσταται οξύτατο για τις μικρές επιχειρήσεις με χαμηλό βαθμό φερεγγυότητας και για τα νοικοκυριά, που δεν βλέπουν να αυξάνονται τα εισοδήματά τους, ώστε να είναι σε θέση να εξυπηρετούν άνετα τα δάνειά τους. Και πολλές φορές καταφεύγουν στη λύση της ανακύκλωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων, υποθηκεύοντας το μέλλον.
Ο δανεισμός για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο, όταν: α) δεν υπάρχει περίπτωση μελλοντικής αύξησης του εισοδήματος (ή των κερδών για την επιχείρηση), ώστε να εξυπηρετούνται με άνεση τα συναφθέντα ήδη δάνεια και να περιορίζεται ο μελλοντικός νέος δανεισμός και β) διαμορφώνεται σαφής τάση αύξησης των επιτοκίων, γεγονός που έχει έντονα αρνητικές επιπτώσεις στους δανειολήπτες (Δημόσιο, επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Και ακριβώς από την προηγούμενη χρονιά η διεθνής οικονομία ακολουθεί πλέον τροχιά συνεχούς αύξησης των επιτοκίων με «ήπια προσέγγιση» προς τα ύψη.
Αφορμή γι’ αυτές τις απαισιόδοξες σκέψεις μάς έδωσε η είδηση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε την αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,25%. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η νέα αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων από τη νέα διοίκηση της FED για την ενίσχυση της ισοτιμίας του δολαρίου και μετά πάλι η σειρά της ΕΚΤ για να πετύχει τη συγκράτηση των κεφαλαίων στην Ευρώπη. Πολύ φοβούμαστε ότι οι δύο αυτές πανίσχυρες τράπεζες (FED και ΕΚΤ) μπήκαν γερά στον χορό της εναλλασσόμενης μεταξύ τους συνεχούς αύξησης των επιτοκίων. Έτσι οι μικρές χρεωμένες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πλήττονται και από τη στασιμότητα των εισοδημάτων τους και από την αύξηση των επιτοκίων. Γιατί η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες συμπαρασύρει προς τα πάνω μόνο τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων, ενώ τα επιτόκια καταθέσεων έχουν κολλήσει σε «λιμνάζοντα ύδατα», σε απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο. Ακριβώς στο γεγονός αυτό οφείλεται και η ασυνήθιστα υψηλή κερδοφορία των τραπεζών και ειδικά των ελληνικών. Το κράτος όχι μόνο ανέχεται αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι που παίζουν οι τράπεζες εις βάρος των δανειοληπτών, αλλά διευκόλυνε και την ομηρεία των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα. Έχει αναγκάσει πολλά νοικοκυριά να έχουν λογαριασμό κατάθεσης στην τράπεζα για να καταβάλλονται οι μισθοί και οι συντάξεις. Και άλλα νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα να έχουν τραπεζικό λογαριασμό για να μπορούν να προμηθεύονται πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια. Και οι μικρές επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να διατηρούν λογαριασμό στην τράπεζά τους για να μπορούν να δανείζονται ή να παίρνουν μπλοκ έκδοσης προσωπικών επιταγών. Αυτά εξασφαλίζουν μεγάλη ρευστότητα στις τράπεζες παρά τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων. Όλοι οι Έλληνες είναι εξ ανάγκης καταθέτες! Γιατί το κράτος ανέχεται αυτή την κατάσταση που συσσωρεύει ασυνήθιστα υπερκέρδη στις τράπεζες; Μα, για τον απλούστατο λόγο ότι διαθέτει ακόμη αρκετές χιλιάδες τραπεζικών μετοχών, τις οποίες ξεπουλάει κατά καιρούς για να καλύπτει τις «μαύρες τρύπες» του κρατικού προϋπολογισμού. Και να συνεχίζεται έτσι το σπάταλο κράτος. Και φέτος θα συνεχιστεί το «ίδιο βιολί» με ιδιαίτερη ένταση. Το υπουργείο Οικονομίας έχει προγραμματίσει την πώληση χοντρών πακέτων της Εμπορικής και της Αγροτικής και μετοχοποίηση και πώληση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Οι αγρότες με τη σειρά τους χάνουν τις τραπεζικές διευκολύνσεις που απολάμβαναν από την ΑΤΕ. Χάνουν την τράπεζά τους, όταν η πλειοψηφία των μετοχών της περιέλθει υπό την κατοχή των ιδιωτών επενδυτών, έστω και αν το Δημόσιο διατηρήσει τη διοίκηση της Αγροτικής. Οι διορισμένες από το κράτος τωρινές διοικήσεις τέως κρατικών τραπεζών και κρατικών οργανισμών κοιτάζουν πώς θα εξυπηρετήσουν τους ιδιώτες επενδυτές και τα συμφέροντα της επένδυσης και όχι πώς θα ανταποκριθούν στις κοινωνικές ανάγκες, για την ικανοποίηση των οποίων ιδρύθηκαν αυτές οι τράπεζες και οι οργανισμοί, τότε στην εποχή της δημιουργίας του κοινωνικού κεφαλαίου από την «ψωροκώσταινα».
Σε πρόσφατη ημερίδα του ΕΚΠΟΙΖΩ (24 Φεβρουαρίου 2006) με θέμα «Άμυνα στην υπερχρέωση των νοικοκυριών» ο καθηγητής του Ινστιτούτου του Αμβούργου Udo Reifner επεσήμανε ότι «προβλήματα με την αποπληρωμή των χρεών τους προς τις τράπεζες θα αντιμετωπίσουν οι 3 στους 10 δανειολήπτες συνεπεία της ανεργίας». Αυτά για τη Γερμανία. Στην Ελλάδα τα πράγματα θα είναι ακόμη χειρότερα, καθώς εδώ υπάρχει υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και, επιπλέον, ο έλληνας δανειολήπτης αντιμετωπίζει την ακρίβεια (δεν μιλάμε για την εξωπραγματική αύξηση του πληθωρισμού που ανακοινώνεται) και, παράλληλα, την πραγματική μείωση των εισοδημάτων. Εδώ στην Ελλάδα το 80% των δανειοληπτών στο άμεσο μέλλον θα αντιμετωπίσει οξύτατο πρόβλημα με την αποπληρωμή των δανειακών του υποχρεώσεων. Και για την ομηρεία των Ελλήνων στις τράπεζες φέρουν ακέραια την ευθύνη οι αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας και πρωτίστως φυσικά οι ίδιες οι δανείστριες τράπεζες. Και είναι καθ’ ολοκληρίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός που πρόβαλε κατά την ομιλία του στην ίδια ημερίδα ο γενικός διευθυντής της Alpha Bank, Σπ. Φιλάρετος, ότι «παρά τα αντιθέτως λεγόμενα δεν ωθούν οι τράπεζες τους καταναλωτές να συνάψουν δάνεια, αν είναι αμφίβολη η είσπραξή τους». Πληροφορώ τον κ. Φιλάρετο ότι λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες η τράπεζά του, χωρίς καμία αίτηση δική μου, μου έστειλε την ειδική πιστωτική που είχε κυκλοφορήσει. Και βέβαια την επέστρεψα με αγανάκτηση και εντελώς αχρησιμοποίητη. Και, επιπλέον, τον πληροφορώ ότι από την τράπεζά του έλαβα κατά καιρούς 28 τηλεφωνήματα για να με πείσουν να υποβάλω αίτηση χορήγησης κάρτας. Την ίδια τακτική τηλεφωνικών ενοχλήσεων ακολούθησαν και ακολουθούν και οι άλλες τράπεζες. Έχω σημειώσει ότι μέχρι τώρα έχω λάβει 124 τηλεφωνικές ενοχλήσεις κυρίως από Εθνική, Alpha Bank και Εμπορική για κάρτες, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν αν είμαι φερέγγυος ή όχι. Εγώ, πάντως, δεν είμαι κάτοχος καμιάς πιστωτικής κάρτας, ούτε έχω συνάψει κανενός είδους προσωπικό δάνειο. Αυτή η συμπεριφορά των τραπεζών πιστεύω ότι είναι γενικευμένη τραπεζική πρακτική και ασφαλώς δεν είμαι ο μόνος που ενοχλούμαι συνεχώς από τις τράπεζες. Αυτά σε απάντηση των ισχυρισμών του κ. Φιλάρετου, τον οποίο δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσω προσωπικά. Στην παραπάνω ημερίδα του
ΕΚΠΟΙΖΩ μίλησε και ο υποδιοικητής της ΤτΕ κ. Παλαιοκρασσάς, ο οποίος μεταξύ πολλών άλλων ανέφερε ότι «το τραπεζικό σύστημα ανησυχεί για την καθυστέρηση που υπάρχει στην αποπληρωμή των δανείων» και επεσήμανε ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει έρευνες για το ύψος των καθυστερήσεων, ενώ έχει συστήσει στις τράπεζες να μην αποδυναμώνουν τα μέτρα αξιολόγησης τών προς δανειοδότηση πελατών τους». Η αποστροφή του λόγου του κ. Παλαιοκρασσά ότι το τραπεζικό σύστημα ανησυχεί για την καθυστέρηση που υπάρχει στην αποπληρωμή των δανείων είναι σημαντική επισήμανση. Ένα τέτοιο φαινόμενο γκρέμισε την άλλοτε πανίσχυρη ιαπωνική οικονομία και την καταδίκασε σε ύφεση για δεκαπέντε και πλέον χρόνια. Για να μην ανησυχεί το τραπεζικό σύστημα, χρειάζεται να προσέχει στη χορήγηση των δανείων. Οι δικές μας τράπεζες δεν πρόσεχαν, αντιθέτως πίεζαν τους πολίτες να μετατραπούν σε δανειολήπτες με χίλιες δυο διαφημίσεις, φυλλάδια, υποσχέσεις και τηλεφωνικές ενοχλήσεις. Τώρα είναι επόμενο να ανησυχούν αν θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους, σαν τους παλιούς τοκογλύφους!
Τέλος, στην ημερίδα μίλησε και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θράκης κ. Σαρλής, ο οποίος υπογράμμισε ότι «οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τελούν υπό ομηρεία λόγω του τραπεζικού δανεισμού, ανάλογη με αυτή του 1999 με αφορμή την κρίση του χρηματιστηρίου».
Πόσα χρωστάμε στο τραπεζικό σύστημα, ντόπιο και ξένο; Το κράτος χρωστάει γύρω στα 215 δισ. ευρώ. Οι επιχειρήσεις 85 δισ. ευρώ και τα νοικοκυριά 65 δισ. ευρώ. Υπολογίζεται ότι κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα προκαλεί και αύξηση στις δαπάνες εξυπηρέτησης των δανείων των επιχειρήσεων κατά 570 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ η σχετική επιβάρυνση των νοικοκυριών θα είναι της τάξης των 500 εκατ. ευρώ, δηλαδή πάνω από 1 δισ. ευρώ ετησίως πρόκειται να επιβαρυνθούν οι επιχειρηματίες και οι ιδιώτες δανειολήπτες.
Όλα όσα είπαμε παραπάνω, που κατά τη γνώμη μας δίνουν μια αμυδρή εικόνα του προβλήματος της υπερχρέωσης κράτους – επιχειρήσεων – νοικοκυριών, σημαίνουν ότι βαδίζουμε ολοταχώς στη δημιουργία έντονου οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος. Το κράτος άσκησε πολιτική ανοχής (λίαν επιεικώς) της υπερχρέωσης για να τονώσει τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών μέσω της υπερχρέωσης. Πριν αρχίσουν οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί για τα αποτελέσματα, ας δουν οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες το πρόβλημα από την οικονομική και κοινωνική πλευρά. Και ας λάβουν τα όποια μέτρα κρίνουν κατάλληλα. Τώρα και όχι κατόπιν εορτής ως συνήθως.