Γιατί και πώς οι ΗΠΑ διοικούν την Ευρώπη
Η διάλυση των ισχυρών δυνάμεων στα Βαλκάνια και η δημιουργία νέων χωρών περισσότερο οικοδομούν αποσταθεροποίηση παρά συμβάλλουν στη σταθερότητα.
Ήταν από παλιά άποψη των Αμερικανών ότι για να ελέγξουν το παιχνίδι στην Ευρώπη, επικρατώντας στην άτυπη αναμέτρηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, χρειάζονται όσο περισσότερες χώρες-δορυφόρους γίνεται.
Η αυτοκατάργηση της Σοβιετικής Ένωσης, η ανατροπή των καθεστώτων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έδωσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες τις ευκαιρίες που ζητούσαν για να επέμβουν στα εσωτερικά της Γηραιάς Ηπείρου και με έναν συγκεκριμένο τρόπο να αναστείλουν την πορεία προς την ουσιαστική ένωση και την ομοσπονδιοποίηση. Ο τρόπος αυτός είχε να κάνει με το αίτημα όλο και περισσότερων χωρών να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτισμικά ανήκουν στην Ευρώπη και δεν θα έπρεπε να μείνουν εκτός διαδικασιών. Το αίτημα αυτό υιοθετήθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ, όσο και αν εκφραζόταν σκεπτικισμός για την ποιότητα και την κατάληξη του εγχειρήματος από τη Γαλλία και τη Γερμανία, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να χαθεί (άγνωστο για πόσο) στις διαδικασίες διεύρυνσης και όχι εμβάθυνσης. Κάτι που μοιραία σήμαινε ότι η διόγκωση θα είχε άμεση αντανάκλαση στον τρόπο λειτουργίας και διοίκησης της ΕΕ με αποτέλεσμα η Ένωση να μπει σε μια μακρά πορεία εσωστρέφειας που δεν είναι διόλου παραγωγική για το μέλλον της. Η παγίδευση αυτή της ΕΕ οδηγεί -προσωρινά τουλάχιστον- τις ΗΠΑ στη θέση του νικητή κατά την αναμέτρηση με την Ευρώπη, έτσι ώστε να υπάρχει ακόμα η αντίπαλη (όχι με την έννοια του εχθρικού) δύναμη που θα συγκρατούσε τις ΗΠΑ από μια τάση κυριαρχίας και αλαζονείας που φαίνεται να τις διακατέχει.
Στα Βαλκάνια το εγχείρημα διάλυσης δεν έχει ολοκληρωθεί, παρά το γεγονός ότι τα αμερικανικά σχέδια περπάτησαν τον πρώτο καιρό με γρήγορους ρυθμούς, αφού οι Δημοκρατίες που συνέθεταν την πρώην Γιουγκοσλαβία αυτονομήθηκαν αιματηρά ή αναίμακτα. Άνοιξε όμως το μέτωπο αυτονόμησης του Κοσόβου και ανάδειξης του μορφώματος αυτού σε κράτος, ενώ παραμένει ασταθής η γειτονική Δημοκρατία των Σκοπίων, που δεν κινδυνεύει από την Ελλάδα αλλά από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ΠΓΔΜ κατοικείται κατά το ένα τρίτο από αλβανόφωνο πληθυσμό που συχνά αναζητεί είτε αυτονόμηση τύπου Κοσόβου είτε ένωση με τη «μητέρα Αλβανία». Οι Ηνωμένες Πολιτείες βιάζονται να κλείσουν τις υποθέσεις ανάδειξης νέων χωρών στη Βαλκανική, βάζοντας και το Μαυροβούνιο στο παιχνίδι, προκειμένου να αποδυναμώσουν περαιτέρω τη Σερβία (μέχρι τώρα αποτελεί τον πιο σταθερό σύμμαχό της), αλλά και να τοποθετήσουν ένα «μάτι» από ελεγχόμενη χώρα στα ανατολικά της Αλβανίας.
Δεν θα αποτελέσει έκπληξη να υποκινήσουν και την περιοχή της Βοϊβοντίνας στη βορειοδυτική Σερβία σε κινήσεις αυτονόμησης, εκμεταλλευόμενες ανάλογες ιστορικές ανησυχίες μέρους των κατοίκων της περιοχής. Θα έλεγε κανείς ότι για τους Αμερικανούς «σημασία έχει να γίνει η δουλειά», όχι πόσο γρήγορα θα γίνει. Ξέρουν πολύ καλά ότι ελέγχουν απολύτως τις χώρες της Βαλτικής (Λεττονία, Εσθονία, Λιθουανία), ότι διαθέτουν προνομιακές σχέσεις με τις Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία και ότι οι αναμένουσες στην ουρά για ένταξη στην ΕΕ Ρουμανία και Βουλγαρία έχουν προτεραιότητά τους τη σχέση τους με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και μετά οτιδήποτε άλλο. Άρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πιέζονται να βιαστούν χρονικά, παρά το γεγονός ότι μια εγγενής αλαζονεία τους δείχνει πως θέλουν να κλείσουν όλα τα θέματα όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Η χαμένη από το όλο σκηνικό είναι αναμφιβόλως η Ευρώπη και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση που βλέπει στα εδάφη της να προκύπτουν εξελίξεις, οι οποίες δεν σχετίζονται με πρωτοβουλίες ή ανάγκες της ίδιας της ηπείρου αλλά εξωγενούς ισχυρού παράγοντα που σε καμιά περίπτωση δεν θέλει ισχυροποίηση της ΕΕ. Το φαινόμενο αυτό το έζησε η Ευρώπη σε δραματικές διαστάσεις το 1999, όταν οι ΗΠΑ σε συνεργασία με τη Βρετανία επετέθησαν κατά της Σερβίας με στόχο (που επετεύχθη) τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί η Ευρώπη βυθίστηκε σε μιαν εκπληκτική αμηχανία και αδράνεια που έδειξε ότι δεν έχει ούτε σαφείς στόχους ούτε μηχανισμούς να επέμβει και να απαντήσει σε έναν πόλεμο μέσα στα εδάφη της με πρωταγωνίστρια μια εξωευρωπαϊκή δύναμη. Τώρα μεθοδεύεται η ανεξαρτησία του Κοσόβου και η πρόσθεση στη Βαλκανική μιας νέας χώρας, άρα (και τίποτε άλλο να μη γίνει, που θα γίνει) έχουμε αλλαγή συνόρων.
Το γεγονός αυτό από μόνο του παραπέμπει σε σειρά αλλαγών που θα υπάρξουν στα Βαλκάνια, αλλαγών που θα ανατρέψουν τη σημερινή ισορροπία και ασφαλώς δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Το ερώτημα για εμάς είναι τι είδους Βαλκάνια θέλουμε και σε ποιον βαθμό μπορούμε να επέμβουμε για να διαμορφώσουμε τις εξελίξεις ώστε αυτές να μην κινούνται μακράν των εθνικών μας συμφερόντων. Όλα αυτά θα φανούν με διαύγεια τους επόμενους μήνες, όταν η χώρα μας θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες και να αποδείξει αν μπορεί να χειριστεί ένα θέμα που ξεπερνά την τρέχουσα διπλωματία.