Άλλοθι για την Άγκυρα το σκηνικό συγκρούσεως με τους στρατηγούς!

Η μία εξέλιξη αφορά την πρόσφατη συνάντηση Κόφι Ανάν και Τάσσου Παπαδόπουλου στο Παρίσι. Ως γνωστόν, η συνάντηση κατέληξε σε συμφωνία, χωρίς καμία αναφορά στο Σχέδιο Ανάν, να γίνουν διερευνητικές συνομιλίες, σε επίπεδο τεχνικών επιτροπών, με στόχο την ανάληψη μιας νέας διπλωματικής πρωτοβουλίας, χωρίς επιδιαιτησία και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.

Αφορά επίσης την αποσύνδεση των δύο ευρωπαϊκών Κανονισμών που αναφέρονται στη λεγόμενη «άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων». Οι τελευταίοι χρησιμοποιήθηκαν, μετά το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν τον Απρίλιο του 2004, ως αιχμή της προπαγάνδας κατά της ελληνικής πλευράς και ως διπλωματικά εργαλεία για την ντε φάκτο προώθηση και επιβολή του Σχεδίου Ανάν, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.

Η αυστριακή προεδρία συνεργάσθηκε με τη Λευκωσία για την αποσύνδεση των δύο Κανονισμών. Επέτρεψε στη Λευκωσία να αποδείξει ότι δεν είναι αυτή που αντιτίθεται στην παροχή οικονομικής βοήθειας στους Τουρκοκύπριους, υπό τον όρο, βεβαίως, να μην παρακάμπτεται η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι θέμα ζωτικότατης σημασίας για την Κύπρο.

Η Λευκωσία έθεσε επίσης όρους για τη συζήτηση του Κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», που εμπλέκουν για πρώτη φορά την ΕΕ στη διαπραγματευτική ουσία του Κυπριακού και συνδέουν το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου με δύο άλλα θέματα. Πρώτον, την επιστροφή στους έλληνες κατοίκους της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου. Δεύτερον, το πάγωμα των κατεχόμενων ελληνοκυπριακών περιουσιών, του σφετερισμού τους δηλαδή, με αυθαίρετη αξιοποίηση, εκμετάλλευση και πώλησή τους σε ξένους.

Οι εξελίξεις αυτές αναχαιτίζουν τη διπλωματική επίθεση που είχε αναληφθεί κατά της ελληνικής πλευράς, με στόχο την εκ νέου αποενοχοποίηση της Άγκυρας. Παρέχουν ένα διπλωματικό τακτικό πλεονέκτημα στην ελληνική πλευρά. Κυρίως, όμως, αποδεικνύουν πόσο διαφορετική και πλεονεκτικότερη θα ήταν η θέση της ελληνικής πλευράς, εάν αυτή αξιοποιούσε δυναμικά τη θέση της Κύπρου σήμερα ως χώρας μέλους της ΕΕ.

Το πόσο το τελευταίο ενοχλεί και ανησυχεί την Άγκυρα φαίνεται από τις αντιδράσεις και τις μονότονες δηλώσεις των εκπροσώπων της. Ότι δηλαδή πρέπει το Κυπριακό να παραμείνει στην αρμοδιότητα του ΟΗΕ και να μην υπάρξει σ’ αυτό καμιά εμπλοκή της ΕΕ, πέρα από έναν ρόλο επικουρίας των προσπαθειών του Γ.Γ. του ΟΗΕ.

Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται πολύ καλά τη σημασία που έχει η ένταξη στην ΕΕ της Κυπριακής Δημοκρατίας και πόσο η Συνθήκη Προσχωρήσεως αποτελεί σήμερα για την Κύπρο μια ασπίδα προστασίας της διεθνούς θέσεώς της και της διεθνούς νομιμότητάς της. Η Κύπρος με βάση την Ευρωπαϊκή Συνθήκη είναι σήμερα ένας από τους 25 κυρίους των συνθηκών που καθορίζουν την ευρωπαϊκή νομιμότητα. Η Άγκυρα θέλει να πλήξει αυτήν ακριβώς τη νομιμότητα για να νομιμοποιήσει την κατοχή της στην Κύπρο, υπό το πρόσχημα των Τουρκοκυπρίων, και για να στερήσει από την ελληνική πλευρά ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, που επαναπροσδιορίζει εκ των πραγμάτων τους όρους του Κυπριακού και τις πολιτικές συνέπειες από τη διαρροή του χρόνου.

Οι επισκέψεις στην Αθήνα του αρμοδίου για τη διεύρυνση Επιτρόπου της ΕΕ Όλι Ρεν και του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γ.Γ. του ΟΗΕ Μάικλ Μόλερ, όπως επίσης η συνάντηση της υπουργού Εξωτερικών με τον τούρκο ομόλογό της στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, στο τέλος της εβδομάδας, με αφορμή την ειδική άτυπη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, θα δώσουν μια ένδειξη των προσανατολισμών και της τακτικής της ελληνικής πλευράς.

Η προβαλλόμενη ρήξη Ερντογάν με τους στρατηγούς

Μια δεύτερη εξέλιξη, υπό τη σκιά της οποίας έγινε η συνάντηση Καραμανλή-Παπαδοπούλου στην Αθήνα, κατά περίεργη μάλιστα σύμπτωση, είναι η κλιμάκωση μιας προβαλλόμενης συγκρούσεως του τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν με τους σκληρούς του Στρατού, στο πρόσωπο του Αρχηγού των χερσαίων δυνάμεων στρατηγού Μπουγιούκανιτ.

Αφορμή για την κλιμάκωση αυτή είναι η διατύπωση κατηγορίας από τον εισαγγελέα της πόλεως Βαν Σαρίκαγια κατά του παραπάνω τούρκου στρατηγού για ανάμειξή του στα γεγονότα της μικρής πόλεως Σεμντιλί. Υπενθυμίζεται ότι τα γεγονότα αυτά αφορούσαν τοποθέτηση βόμβας σ’ ένα κουρδικό βιβλιοπωλείο. Το πλήθος κατεδίωξε τότε και συνέλαβε δύο από τους δράστες. Στο αυτοκίνητό τους βρέθηκαν έγγραφα και φυλλάδια που απεδείκνυαν ότι επρόκειτο για ενέργεια παρακρατικών οργανώσεων και μυστικών υπηρεσιών.

Από τότε είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι πίσω από ενέργειες του είδους αυτού κρύβονταν οι σκληροί του τουρκικού στρατού, που αντιτίθενται σε οποιαδήποτε πολιτική φιλελευθεροποιήσεως του καθεστώτος απέναντι στους Κούρδους.

Τι σημαίνει τώρα η ενέργεια του εισαγγελέως της Βαν, γνωρίζοντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η τουρκική Δικαιοσύνη; Τι σημαίνει επίσης η προβολή κατηγορίας, με μεγάλους τίτλους, κατά του Αρχηγού του Στρατού, όχι απλώς για σύσταση παράνομης οργανώσεως, αλλά «για προσπάθεια ανακοπής της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας»;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τουρκικός στρατός, ο οποίος παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τον ρόλο του θεματοφύλακα της πολιτικής και των υποθηκών του Κεμάλ Ατατούρκ, αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό και επιφυλάξεις το Ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, που βρίσκεται στην εξουσία. Έστω κι αν αυτό αντιπροσωπεύει μια μινιμαλιστική και πλήρως συμβιβασμένη εκδοχή Ισλαμισμού, που δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις αρχές του Κεμαλισμού και τις στρατηγικές κατευθύνσεις που χαράσσει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, όπου κυριαρχούν οι επιταγές των στρατηγών.

Ο στρατός αναγκάσθηκε να συνεργασθεί με το κόμμα αυτό, πρώτον γιατί τα διάφορα «κοσμικά» κόμματα κατέρρευσαν παταγωδώς και δυσφημίστηκαν στην κοινή γνώμη, σε βαθμό που ο Στρατός δεν ήθελε και δεν είχε κανένα συμφέρον να ταυτίζεται μαζί τους.

Δεύτερον γιατί η νέα, ήπια, συμβιβασμένη εκδοχή του τουρκικού Ισλαμισμού έδινε την ευκαιρία να καταγραφεί και ο Ισλαμισμός κάτω από τη σημαία του κεμαλικού εξευρωπαϊσμού και να ενισχυθεί η λαϊκή βάση και η προοπτική του Κεμαλισμού και του καθεστώτος.

Τρίτον γιατί η ανοχή και η συνεργασία με τους Ισλαμιστές αφενός τους φθείρει και προετοιμάζει τον παραμερισμό τους την κατάλληλη στιγμή πριν καταστούν επικίνδυνοι για το καθεστώς, αφετέρου γιατί στη σημερινή συγκυρία προσφέρονται ως πολιτικό πλεονέκτημα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικής στρατηγικής σε σχέση προς δύο κορυφαίους επιδιωκόμενους στόχους.

Πρώτον την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, υπό τους δικούς της βεβαίως όρους, ως κορυφαίο επίτευγμα της στρατηγικής του Κεμαλισμού, και δεύτερον τον ρόλο «γέφυρας» της Τουρκίας μεταξύ Δύσεως και ισλαμικού κόσμου.

Στους δύο αυτούς κορυφαίους στόχους, ανεξάρτητα από ανταγωνισμούς στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, δεν υπάρχει καμιά διαφωνία και καμιά διαμάχη μεταξύ των δύο πλευρών.

Ασφαλώς υπάρχουν μεταξύ των στρατηγών, όπως και μεταξύ των πολιτικών, πολλοί που εκφράζουν ανησυχίες και φόβους από μια άνευ όρων ένταξη στην ΕΕ, που θα συρρίκνωνε την εθνική κυριαρχία και θα υπήγαγε σε ευρωπαϊκούς κανόνες μεγάλους τομείς της εθνικής ζωής.

Εκφράζουν ιδιαίτερα φόβους ότι η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτονόμηση των κουρδικών περιοχών και σε εθνικό διαμελισμό. Ήδη αντιμετωπίζουν με μεγάλη και καθόλου αποκρυπτόμενη εχθρότητα την αμερικανική και ισραηλινή πολιτική απέναντι στους Κούρδους του Ιράκ.

Συσπειρώνονται όμως όλες οι πλευρές στη θέση ότι η ένταξη της Τουρκίας πρέπει να γίνει με σεβασμό στις «ειδικές συνθήκες» της Τουρκίας. Αναγνωρίζεται, βεβαίως, απ’ όλους ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αντιπροσωπεύει έναν γεωπολιτικό στόχο που θα καταστήσει τα τουρκικά σύνορα ευρωπαϊκά, και θα προσδώσει στην Τουρκία μοναδική γεωπολιτική και στρατηγική ισχύ και θέση περιφερειακής αλλά και ευρωπαϊκής δυνάμεως.

Η Ελλάδα να αποκρούσει πιέσεις για νέες διπλωματικές παραχωρήσεις ως «βοήθεια» στον Ερντογάν
Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά είναι βέβαιο ότι ο αμερικανικός παράγων θα στραφεί πάλι προς την Ελλάδα με παραινέσεις και πιέσεις να «βοηθήσει» τον Ερντογάν, που βρίσκεται σε δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας τους σκληρούς του Στρατού.

Ποια είναι η «βοήθεια» που πρέπει να δώσει; Να μην επιμείνει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει η Άγκυρα απέναντι στην ΕΕ, όπως, κατά πρώτον λόγο, η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως. Να μην προωθήσει επίσης δυναμικά το Κυπριακό στην ΕΕ, αλλά να το αφήσει εγκλωβισμένο στην παρωχημένη στρατηγική του Σχεδίου Ανάν στον ΟΗΕ. Κατά τρίτον λόγο να επιδείξει «ευελιξία» στο θέμα του Κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», ώστε να καταστεί δυνατή «πρόοδος» στο Κυπριακό, εις βάρος βεβαίως της ελληνικής πλευράς, και να επιτραπεί στην Άγκυρα να εξέλθει από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή της πορεία.

Είναι γνωστό από το παρελθόν πόσο επιδέξια χρησιμοποιεί το τουρκικό καθεστώς τον ισλαμικό παράγοντα για να δικαιολογεί την αδιαλλαξία του και να αποσπά διπλωματικά πλεονεκτήματα και παραχωρήσεις. Ήδη το 1974 ο «σοσιαλιστής» Μπουλέντ Ετσεβίτ, εκλεκτός του Στρατού, αξιοποίησε την παρουσία στην κυβέρνηση του Νεκμετίν Ερμπακάν για να υποστηρίξει την αδιάλλακτη επιθετική πολιτική του όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στο Αιγαίο, όπου, για πρώτη τότε φορά, έθεσε ευθέως αξιώσεις και διεκδικήσεις.

Η ελληνική πλευρά πρέπει να αντλήσει τα αναγκαία διδάγματα από το παρελθόν και από την πρόσφατη μέχρι τώρα πολιτική της και να επιδείξει σταθερότητα και εμμονή στους στόχους που διακηρύσσει, όπως η εκπλήρωση από την Άγκυρα των υποχρεώσεών της απέναντι στην ΕΕ. Θα ήταν η εσχάτη πλάνη να προβληθεί ως άλλοθι η «βοήθεια» στον Ερντογάν κατά των σκληρών στρατηγών και να συρθεί, με πιέσεις, η ελληνική πλευρά σε νέες παραχωρήσεις «για να μη διαταραχθεί η ευρωπαϊκή πορεία» της Τουρκίας, που δήθεν «συμφέρει την Ελλάδα»! Είναι μια πρόκληση από την οποία θα κριθεί η κυβερνητική πολιτική και αξιοπιστία αλλά και η στάση και η αξιοπιστία όλων των πολιτικών δυνάμεων.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ