Η κατά το Eυρωσύνταγμα κοινοτική βιομηχανική πολιτική

Βασικά δύο άρθρα του Συντάγματος ασχολούνται με το καθεστώς που θα διέπει τη βιομηχανική δραστηριότητα. Το άρθρο ΙΙ-76, που αναφέρεται γενικά στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στην οποία αναμφισβήτητα συμπεριλαμβάνεται και η βιομηχανική δραστηριότητα, και το άρθρο ΙΙΙ-279, που είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο όπου αναφέρονται οι τομείς στους οποίους επεμβαίνει η ΕΕ και μπορούν τα αρμόδια όργανά της να αναλαμβάνουν υποστηρικτικές, συντονιστικές ή συμπληρωματικές δράσεις. Αν η διάταξη του άρθρου ΙΙ-76 είναι γενική, η διάταξη του άρθρου ΙΙΙ-279 είναι ειδική για τη βιομηχανική δραστηριότητα. Και για τον λόγο αυτόν το άρθρο τιτλοφορείται με τον όρο «βιομηχανία».

Το άρθρο ΙΙ-76 αναφέρει ότι «η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Ολιγόλογο και σαφές, το άρθρο αυτό καθορίζει έναν κανόνα που εφαρμόζεται γενικά σε κάθε είδος επιχειρηματικής δραστηριότητας. Και θεσπίζει ότι η επιχειρηματική ελευθερία και το εύρος της καθορίζεται α) από το δίκαιο της ΕΕ, β) από τις εθνικές νομοθεσίες και γ) από τις πρακτικές που ισχύουν στον κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας. Το δίκαιο της ΕΕ προκύπτει από τις διατάξεις που θεσπίζουν το Ευρωσύνταγμα (γενικές και ειδικές) και οι σχετικοί κοινοτικοί κανονισμοί. Γενικές διατάξεις είναι αυτές που αναφέρονται στην ελεύθερη αγορά και στον υγιή ανταγωνισμό, και ειδικές διατάξεις αυτές του άρθρου ΙΙΙ-279. Ας δούμε λοιπόν τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

Στην παράγραφο 1 αναφέρεται ότι η ΕΕ και τα κράτη-μέλη μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της Ένωσης. Το άρθρο τοποθετεί τη βιομηχανική δραστηριότητα και τα μέτρα της ΕΕ και των κρατών-μελών μέσα στο πλαίσιο του συστήματος ανοιχτών και ανταγωνιστικών αγορών. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αποβλέπουν στο:

α) Να επιταχύνουν την προσαρμογή της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές.

β) Να προάγουν ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στο σύνολο της Ένωσης και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (την τελευταία φράση «ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» μην τη λαμβάνετε υπόψη. Είναι μια προσπάθεια των συντακτών του Ευρωσυντάγματος να προσδώσουν «φιλικό» χαρακτήρα για τη μικρομεσαία βιομηχανική δραστηριότητα, δηλαδή τη βιοτεχνία).

γ) Να προάγουν περιβάλλον που να ευνοεί τη συνεργασία των επιχειρήσεων.

δ) Να βελτιώνουν την εκμετάλλευση του βιομηχανικού δυναμικού στους τομείς της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.

Παρά την αοριστία και τη γενικότητα των παραπάνω διατάξεων της παρ. 1 θα πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα τα εξής:

α) Εφόσον η βιομηχανική δραστηριότητα και τα μέτρα που θα λαμβάνονται θα κινούνται στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού, δεν είναι δυνατόν να δημιουργούν ευνοϊκό καθεστώς για τις ΔΕΚΟ και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι δημόσιες επιχειρήσεις θα περιπέσουν σε βιομηχανική παρακμή και τελικά θα κλείσουν ή θα πωληθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, από τον φόβο των κρατών-μελών μήπως κάθε μέτρο στήριξής τους μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το πνεύμα και το γράμμα της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου ΙΙΙ-279. Είναι άλλη μία διάταξη που πλήττει ευθέως τη δημόσια βιομηχανική επιχείρηση. Με άλλα λόγια, ο ιδιώτης επιχειρηματίας θα έχει το δικαίωμα να λαμβάνει κάθε μέτρο προστασίας και αύξησης της απόδοσης της επιχείρησής του και το δικαίωμα αυτό το Ευρωσύνταγμα ουσιαστικά το αφαιρεί από το κράτος-επιχειρηματία. Για παράδειγμα, γιατί το κράτος να μην έχει το δικαίωμα να δανείσει προσωρινά την επιχείρησή του;

β) Μας λένε οι διατάξεις του Συντάγματος ότι τα μέτρα βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ και των κρατών-μελών θα πρέπει να αποβλέπουν στο να επιταχύνουν την προσαρμογή της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές. Ποιες είναι αυτές οι διαρθρωτικές μεταβολές στις οποίες θα πρέπει να προσαρμοστεί η βιομηχανία θα μας τις καθορίσει ειδικός ευρωπαϊκός νόμος ή νόμος πλαίσιο, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου. Επομένως η σχετική συνταγματική διάταξη είναι προς το παρόν αόριστη. Εδώ κάμπτεται και η γενική διάταξη του άρθρου ΙΙ-76 που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο ως πηγή των ορίων της επιχειρηματικής ελευθερίας. Διαφαίνεται μια σύγκρουση δύο διαφορετικών άρθρων του Ευρωσυντάγματος.

γ) Ένας από τους στόχους της κοινοτικής βιομηχανικής πολιτικής είναι να δημιουργήσει και ευνοϊκό μικροοικονομικό περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των κοινοτικών επιχειρήσεων. Αλλά το ευνοϊκό περιβάλλον σημαίνει και κίνδυνο εκτροπής από τον υγιή ανταγωνισμό. Το Σύνταγμα ευνοεί την προσέλκυση νέων επενδύσεων (ανάληψη πρωτοβουλιών) και μέτρα ανάπτυξης (στήριξη και προστασία) των ήδη υφισταμένων επιχειρήσεων. Και πολύ σωστά βέβαια, αλλά αυτά τα μέτρα είναι αρκετά δύσκολο να υλοποιηθούν μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Ο στόχος αυτός της κοινής βιομηχανικής πολιτικής δεν βλέπουμε να υλοποιείται. Εκτός εάν δημιουργηθεί καθεστώς ασυδοσίας για την προσέλκυση νέων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, κοινοτικών και ξένων επενδυτών, και θεσπιστούν μέτρα στήριξης και ενίσχυσης κοινοτικών και ξένων επιχειρήσεων.

δ) Ένας άλλος στόχος της κοινοτικής βιομηχανικής πολιτικής είναι και η δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος που να ευνοεί τη συνεργασία των επιχειρήσεων, πάντα μέσα στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού. Η συνταγματική αυτή διάταξη μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον ανταγωνισμό, καθώς η συνεργασία μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων οδηγεί σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις που αποτελούν στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η αληθής έννοια της διάταξης αυτής πρέπει να αναζητηθεί σε συνδυασμό με την όλη δομή του άρθρου ΙΙΙ-279, το οποίο απαγορεύει κάθε συνεργασία που προκαλεί νόθευση του ανταγωνισμού και ρητά επιτρέπει τη συνεργασία στους τομείς της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης και η συνεργασία αυτή θα πρέπει να γίνεται με τη μέθοδο της ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών μεταξύ των κοινοτικών επιχειρήσεων. Και πάντα με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που καθορίζει τους τομείς συνεργασίας, τις μεθόδους υλοποίησης αυτής της συνεργασίας και προωθεί τον συντονισμό των επιτρεπομένων τομέων στους οποίους μπορεί να αναπτυχθεί η μεταξύ των βιομηχανικών επιχειρήσεων συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών. Φρονούμε ότι για περισσότερη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού θα έπρεπε ρητά να αποκλειστεί η συνεργασία σε βασικούς τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα στους τομείς καθορισμού τιμών, διανομής μεταξύ των επιχειρήσεων που συνεργάζονται, των αγορών πρώτων και βοηθητικών υλών, σύμπραξης για την κατανομή μεταξύ τους των σημείων λιανικής πώλησης των προϊόντων τους, συμφωνιών για άσκηση πολιτικής «dumping» εις βάρος άλλων κοινοτικών ή μη επιχειρήσεων, καθώς και κάθε συνεργασίας, σύμπραξης ή συμφωνίας που βασικά καταργεί ή δημιουργεί συνθήκες μετριασμού (νόθευσης) του ανταγωνισμού, και πάντα με στόχο την προστασία των καταναλωτών.

Ιδιαίτερα σημαντική πρέπει να θεωρηθεί η διάταξη της παρ. 3, η οποία ουσιαστικά απαγορεύει στα αρμόδια όργανα της ΕΕ να θεσπίζουν διατάξεις σχετικές με:

α) Την εισαγωγή οποιουδήποτε μέτρου που θα μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού, εννοείται φυσικά μέσα στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας.

β) Τη θέσπιση φορολογικών διατάξεων, οι οποίες θα αφορούν αποκλειστικά και μόνο την κοινοτική βιομηχανική δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μόνο των βιομηχανικών κερδών ή την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των βιομηχανικών προϊόντων. Η αρχή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης ισχύει και για τις νέες επενδύσεις στον δευτερογενή τομέα.

γ) Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μισθωτών εργαζομένων. Τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων είναι ένας ευαίσθητος τομέας που παρουσιάζει σημαντικές ιδιορρυθμίες σε κάθε κράτος-μέλος. Είναι θετικό ότι με τη διάταξη αυτή η «ευρωπαϊκή μπουλντόζα» αποφεύγει να κατεδαφίσει και να ισοπεδώσει τα κεκτημένα δικαιώματα των ευρωπαίων εργαζομένων. Τις σχετικές ενέργειες τις αφήνει στην πρωτοβουλία της «εθνικής μπουλντόζας», δηλαδή στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών. Και φυσικά και στις κυβερνήσεις τους.

Οι τρεις παραπάνω απαγορεύσεις καθορίζουν και τα όρια δράσης της ΕΕ και των κρατών-μελών στον τομέα της βιομηχανικής πολιτικής. Την υλοποίηση των στόχων που θέτει το Ευρωσύνταγμα και εν γένει τη χάραξη της βιομηχανικής πολιτικής την έχει η ΕΕ με τη θέσπιση νόμων και αποφάσεων. Στα κράτη-μέλη επιτρέπει μόνο μια σχετική ελευθερία για τη φορολογική μεταχείριση των βιομηχανικών επιχειρήσεων και με τη δέσμευση ότι δεν θα πρέπει τα όποια φορολογικά μέτρα να προκαλούν νόθευση του ανταγωνισμού.

Και επίσης στον ευαίσθητο τομέα των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων στη βιομηχανία αφήνει ελευθερία στα κράτη-μέλη να νομοθετούν. Να γιατί βιάζεται ο ΣΕΒ και πιέζει την κυβέρνηση να μεταρρυθμίσει τις εργασιακές σχέσεις και να τις βάλει στην «προκρούστεια κλίνη» των νεοφιλελεύθερων κοινοτικών αντιλήψεων. Βιάζεται όμως και η κυβέρνηση να οδηγήσει την Ελλάδα σε νεοφιλελεύθερη σύγκλιση, αφού δεν καταφέραμε να συγκλίνουμε σε άλλους τομείς. Περιοριζόμαστε στη σύγκλιση του αγώνα κατά των εργαζομένων. Για να αποδείξουμε την υποταγή μας στις απαιτήσεις της νέας τάξης πραγμάτων και του νεοφιλελευθερισμού.


Σχολιάστε εδώ