Η ακρίβεια πλήττει και θα πλήττει τa νοικοκυριά
Πρόκειται για διαπίστωση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), που μόλις την προηγούμενη Τετάρτη κατάληξε σε συγκεκριμένες προτάσεις των κοινωνικών εταίρων, οι οποίες, αν δεν μειώσουν, τουλάχιστον θα συγκρατήσουν τις αυξήσεις των τιμών μακριά από φαινόμενα κερδοσκοπίας. Στην ίδια γνώμη της ΟΚΕ υπογραμμίζεται ακόμη πως:
• Η συνεχής ανοδική πορεία των τιμών μπορεί να απειλήσει την κοινωνική συνοχή, στον βαθμό που οδηγεί σε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.
• Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών υπολείπεται του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας. Για παράδειγμα, οι ετήσιες αυξήσεις του ΑΕΠ περίπου του 4% στο διάστημα 2000 – 2004 δεν ακολουθούνται από ίση αύξηση των πραγματικών αποδοχών (ονομαστικές αποδοχές μείον ο πληθωρισμός). Σημειώνεται σχετικά ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, περίπου κατά 1% – 1,5%, σε όλη την περίοδο συμμετοχής στην ΟΝΕ.
Η ΟΚΕ προτείνει μεταξύ άλλων και τη μετατροπή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σε δημόσιο οργανισμό με διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου.
Οι προτάσεις της ΟΚΕ
Ευρεία συζήτηση αναμένεται να προκαλέσουν οι προτάσεις της ΟΚΕ για συγκράτηση της ακρίβειας, καθώς αναμένεται η κυβερνητική απάντηση- όπως αναφέρεται στη σχετική γνώμη:
Ο ρυθμός «σύγκλισης των τιμών» με την Ε.Ε. επιταχύνεται, ενώ το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα αποκλίνει ακόμα σημαντικά συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μεγάλο μέρος της αυξημένης ζήτησης, η οποία στηρίχθηκε στη δημοσιονομική επέκταση, στις κοινοτικές εισροές και στην επέκταση της καταναλωτικής πίστης και του κόστους του χρήματος στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιούργησε πληθωριστικές πιέσεις στην ελληνική οικονομία υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σημαντικές μεταβολές υπέστη και το καταναλωτικό πρότυπο των Ελλήνων, οι οποίες μετέτρεψαν σε ανελαστικές τις δαπάνες για προϊόντα που μέχρι πρότινος ήταν αντικείμενο περιορισμένης ζήτησης και αύξησαν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές τους.
Η ακρίβεια επομένως πλήττει όλο και μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών νοικοκυριών, εικόνα η οποία δεν προβλέπεται να αντιστραφεί.
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στη βάση της διερεύνησης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου παρεμβάσεων στην αγορά και των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν, προτείνει ως απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπισθεί η ακρίβεια, να συγκρατηθούν οι τιμές και να αντιμετωπισθούν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας τα ακόλουθα:
Α) Διασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά υπηρεσιών με κύρια ζητούμενα την ποσοτική και ποιοτική επάρκεια και τις ανταγωνιστικές τιμές (απελευθέρωση της παραγωγής, αλλά διατήρηση της διαχείρισης των δικτύων υπό κρατικό έλεγχο στην αγορά ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και μεταφορών και σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτές με διαχειριστικές επιλογές που συμβάλλουν στην ελαχιστοποίηση του κόστους και στην βελτιστοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών). Θα πρέπει να επιδιωχθεί ενίσχυση της αποτελεσματικότητας μέσω του εξορθολογισμού του κόστους λειτουργίας τους.
Η περαιτέρω απελευθέρωση των υπηρεσιών κρίνεται απαραίτητη με βασικές προϋποθέσεις την εκτίμηση του κόστους συμμόρφωσης προς τις επιταγές της ενιαίας αγοράς και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Σε κάθε περίπτωση οι διαδικασίες απελευθέρωσης δεν πρέπει να οδηγήσουν σε απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σε υποβάθμιση της ποιότητας -και της προσβασιμότητας- των υπηρεσιών γενικού δημοσίου συμφέροντος.
Τέλος, στις περιπτώσεις αυθαίρετης τιμολόγησης υπηρεσιών από τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως δημοτικές επιχειρήσεις και δημοτικά τέλη, η πολιτεία οφείλει να ασκεί τον εποπτικό της ρόλο.
Β) Ενίσχυση της λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Είναι πλέον εμφανής η ανάγκη ουσιαστικής λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά πολλά φαινόμενα κατάχρησης μονοπωλιακής ή ολιγοπωλιακής θέσης από επιχειρήσεις. Απαιτείται επομένως άμεσα να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες και η αυτόνομη λειτουργία της Επιτροπής, να διαμορφωθεί κατάλληλα η σύνθεσή της και να στελεχωθεί με επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.
Γ) Βελτίωση του δικτύου διάθεσης των αγροτικών προϊόντων.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι η διακίνηση-διάθεση των αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας. Το κύκλωμα διακίνησης λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να υφίσταται, σημαντική διαφορά μεταξύ του κόστους και της τιμής που διατίθενται στον τελικό καταναλωτή. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, δεν έγινε δυνατή η καταπολέμηση αυτού του φαινομένου. Κρίνεται επομένως επιβεβλημένη η ενθάρρυνση της λειτουργίας δομών συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών συνεταιρισμών, που να μπορούν να διακινούν αποτελεσματικά την παραγωγή και να τροφοδοτούν την αγορά με κανονική ροή και χωρίς υπερβολικές επιβαρύνσεις τιμών.
Δ) Σαφήνεια – Ακρίβεια της Νομοθεσίας και Εκτίμηση της Επίδρασης στον Πληθωρισμό των Μέτρων που λαμβάνονται.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να έχουν οι νομοθετικές ρυθμίσεις τα αναμενόμενα αποτελέσματα είναι η σαφήνεια και η ακρίβεια του περιεχομένου τους, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια καταστρατήγησης.
Προτού υιοθετηθεί ένα μέτρο πολιτικής, πρέπει να εκτιμώνται οι επιπτώσεις του στον πληθωρισμό. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ.
Ε) Ενίσχυση της καταναλωτικής συνείδησης και των νέων μορφών εμπορίου.
Επιβάλλεται να γίνει συστηματική προσπάθεια τόσο από την Πολιτεία όσο και από τους φορείς, για την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και την ενεργοποίηση των καταναλωτών απέναντι σε φαινόμενα κερδοσκοπίας και μη τήρησης των προδιαγραφών ασφαλείας και υγιεινής. Προς την κατεύθυνση αυτή κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη διαφάνειας στην κοστολόγηση των προϊόντων και υπηρεσιών.
Επίσης, απαιτείται η λήψη μέτρων για τη βελτίωση του επιπέδου ασφάλειας των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ώστε να ενισχυθεί το ηλεκτρονικό εμπόριο και ο βαθμός, ηλεκτρονικής δικτύωσης των ελληνικών νοικοκυριών.
ΣΤ) Μετατροπή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Βασικό στοιχείο αποδοχής όλων των ερευνών που αφορούν τα ζητήματα της ακρίβειας, αλλά και γενικότερα όλα τα θέματα μέγιστου κοινωνικού ενδιαφέροντος είναι η αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων. Προς την κατεύθυνση αυτή η ΟΚΕ προτείνει να εξετασθεί η δυνατότητα μετατροπής της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σε ανεξάρτητο Δημόσιο Οργανισμό με διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου.