Συνδικαλιστική και πολιτική κρίση

Οι πρόσφατες απεργιακές «εκρήξεις» τόσο με το θέμα της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων στις Τράπεζες όσο και με εκείνο των ναυτεργατών θέτουν και πάλι επί τάπητος το πρόβλημα του ρόλου και της προοπτικής του συνδικαλιστικού κινήματος σ’ ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο «περιβάλλον», μέσα στο οποίο έχουν σταδιακά ενσωματωθεί -στον ένα ή στον άλλο βαθμό- τα κόμματα της διακυβέρνησης.

Ο «εκρηκτικός» και «συγκρουσιακός» χαρακτήρας των αντιπαραθέσεων δεν αποκαλύπτει -δυστυχώς- τη δυναμική του συνδικαλιστικού κινήματος και των φορέων του. Αποτελεί, κατά τα φαινόμενα, μια μάχη οπισθοφυλακών, μια σειρά εκ των υστέρων (post hoc) αντιδράσεων, μέσω των οποίων επιχειρείται να «διασωθούν» τα τελευταία θεσμικά ερείσματα και τα εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η ιστορική «στροφή», που σημειώθηκε τη δεκαετία του 1990 με την «εισβολή» και τη σταδιακή επιβολή του νεοφιλελεύθερου προτύπου, δεν φαίνεται να έγινε αντιληπτή από τους φορείς του συνδικαλιστικού κινήματος και τις ηγεσίες του, οι οποίοι φρόντισαν περισσότερο να διασφαλίσουν την προσωπική-ηγετική τους παρουσία στο πολιτικο-κομματικό και συνδικαλιστικό προσκήνιο, παρά να συμβάλουν στον επαναπροσδιορισμό των στόχων του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και των μορφών διεκδίκησης των στόχων αυτών.
Την τελευταία δεκαετία -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- οι συνδικαλιστικές ηγεσίες συναίνεσαν «αιδημόνως» στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στη σταδιακή αποσυγκρότηση των εργασιακών σχέσεων. Το «διακύβευμα» των διαπραγματεύσεών τους το αποτέλεσε ο δημόσιος τομέας και οι ευρύτερες επιχειρήσεις του ενώ ο ιδιωτικός τομέας εγκαταλείφθηκε, χρόνο με τον χρόνο, για να οδηγηθεί στη σημερινή κατάσταση της «αποσυνδικαλιστικοποίησης» και αποδιοργάνωσης.

Όλη αυτή την περίοδο το συνδικαλιστικό κίνημα τελούσε «εν υπνώσει». Η μεγάλη κινητοποίηση που έγινε πριν από 4 χρόνια για το Ασφαλιστικό (σχέδιο Γιαννίτση) υπήρξε μια καθαρώς κοινωνική διαμαρτυρία μαζικής μορφής και όχι μια συνδικαλιστικού χαρακτήρα κινητοποίηση. Γι’ αυτό και απέκτησε ένα γνήσιο πολιτικό-κοινωνικό περιεχόμενο.

Σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε ένα «τοπίο» όπου κυριαρχούν «κομμάτια και θρύψαλα»… Οι μηχανισμοί της αγοράς έχουν επικρατήσει όχι μόνο στο καθαρώς οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο θεσμικό-πολιτικό. Η άρνηση των Τραπεζών να υπογράψουν συλλογική σύμβαση με την ΟΤΟΕ αποτελεί μια πολιτική απόφαση η οποία εκφράζει τη στρατηγική μετασχηματισμού των Δημόσιου – Κρατικού χαρακτήρα δραστηριοτήτων σε ιδιωτικού τύπου λειτουργίες.

Ασφαλώς το πρόβλημα της ορθολογικής λειτουργίας και της απόδοσης των δημόσιων επιχειρήσεων αποτελεί μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Όμως ούτε τα δημόσια αγαθά ούτε οι κοινωνικές διαστάσεις των εργασιακών θεσμών μπορούν να μετατραπούν σε καταναλωτικά «προϊόντα». Στην περίπτωση αυτή έχουμε μεταλλαγή και ακύρωση κοινωνικών αξιών και αγαθών, που οδηγούνται με τον τρόπο αυτό στην -χωρίς αιδώ- εμπορευματοποίηση.

Το συνδικαλιστικό κίνημα -οργανωμένο σε μια «πυραμιδική» μορφή η οποία συνδέθηκε ιστορικά με το κορπορατιστικό/σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο-αδυνατεί να ενοποιήσει σε ένα ενιαίο σχήμα αντιπροσώπευσης και δράσης τις διαφορετικές μορφές των εργασιακών σχέσεων (μόνιμη εργασία, μερική απασχόληση, ανεργία κ.λπ.). Με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αποδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων και να θέσει μεσοπρόθεσμους στόχους που θα υιοθετηθούν από ευρύτερες ομάδες εργαζομένων.

Η αποδιοργάνωση αυτή διευκολύνει τη σύγχρονη στρατηγική του κεφαλαίου που δεν προκρίνει -όπως έκανε παραδοσιακά- την απ’ ευθείας σύγκρουση με την Εργασία. Αντίθετα, επιλέγει την τακτική της «πλαγιοκόπησης», επιδιώκοντας τη σταδιακή και συνεχή αποδυνάμωση των εργασιακών δικαιωμάτων και την αποδόμηση των εργασιακών θεσμών. Επιχειρεί δηλαδή να «αποπολιτικοποιήσει» τη σύγκρουση και να την εμφανίσει ως προσπάθεια παραγωγικής αναδιοργάνωσης που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη. Θέτει μια σειρά προτάσεων (κατάργηση του ορίου των μισθών της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας σε περιοχές μεγάλης ανεργίας, άρνηση υπογραφής συμβάσεων με ΟΤΟΕ, απελευθέρωση ποσοστού απολύσεων, άμεσο «άνοιγμα» του Ασφαλιστικού κ.λπ.), οι οποίες στην πραγματικότητα οδηγούν σε μια κατάσταση «περικύκλωσης» και άμυνας το συνδικαλιστικό κίνημα, με αποτέλεσμα κάποιες από τις επί μέρους «αναμετρήσεις» να καταλήξουν σε ήττες.

Όλη αυτή η ιστορική πορεία πτώσης και αποδιοργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος έχει οδηγήσει σε μια έντονη κρίση αξιοπιστίας των φορέων και των ηγεσιών του. Ασφαλώς κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει ότι αυτή η πορεία «υποχώρησης» που παρατηρείται σε ολόκληρο τον δυτικοευρωπαϊκο χώρο αποτελεί έκφραση των μεγάλων αλλαγών που συντελούνται στην παραγωγική και κοινωνική δομή, αλλά και στις αξίες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν το ατομικιστικό/καταναλωτικό πρότυπο της κοινωνίας της αγοράς.

Το ιστορικό αυτό γεγονός όμως δεν μπορεί να επιστρατεύεται ως ένα είδος αδήριτης νομοτέλειας ώστε να δικαιολογείται η πολιτική και ιδεολογική ενσωμάτωση των ηγετικών ομάδων του συνδικαλιστικού κινήματος στο πολιτικό-οικονομικό πλέγμα συμφερόντων που υπηρετούν τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού της Αγοράς.

Το πρόβλημα, σε τελική ανάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος και των φορέων είναι πρόβλημα ΠΟΛΙΤΙΚΟ. Κι αυτό το γεγονός το καθιστά δισεπίλυτο. Γιατί είναι η ίδια η κρίση του πολιτικού συστήματος και των φορέων του που ευθύνεται στον μεγαλύτερο βαθμό για την υποχώρηση και αποϊδεολογικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο φαύλος κύκλος, δυστυχώς, σε όλο του το μεγαλείο…


Σχολιάστε εδώ