Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση

Η τύχη, το μέλλον της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης είναι άμεσα συσχετισμένο με τα μοντέλα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που προωθήθηκαν και προωθούνται.

Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική στις κοινωνικές δαπάνες, η μεταναστευτική πολιτική, τα επίπεδα της ανάπτυξης αλλά και η κατανομή του πλεονάσματος από τα αποτελέσματα της οικονομίας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις δημιουργούν το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί ή δεν θα αναπτυχθεί το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα.

Στις ΗΠΑ π.χ. η κυβέρνηση Μπους έχει καταφέρει να πείσει ή να φοβίσει το μεγαλύτερο μέρος του αμερικανικού λαού ότι υπάρχει κρίση στο κοινωνικό ασφαλιστικό σύστημα και ανοίγει τον δρόμο για προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης αντί του δημόσιου συστήματος συνταξιοδότησης.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική θέλει να «μεταρρυθμίσει» το σύστημα και ουσιαστικά να το διαλύσει σε όφελος των ιδιωτικών ασφαλιστικών συμφερόντων.

Με μια τεράστια κυβερνητική προπαγάνδα κατασκεύασε μία «δημοσιονομική κρίση» που δεν υπάρχει, και αυτό γιατί σύμφωνα και με έκθεση του ΟΟΣΑ το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι από τα λιγότερο γενναιόδωρα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, πολύ μακράν των ευρωπαϊκών μοντέλων, χωρίς δημοσιονομικό πρόβλημα.

Παρόμοια όμως στρατηγική δημιουργία κρίσης έχει αναπτυχθεί και στην Ευρώπη εδώ και 30 χρόνια, που στοχεύει στην αλλαγή του μοντέλου που διαμορφώθηκε την εικοσαετία ’70-’90 με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας.

Δυστυχώς το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» που προωθείται έχει αφετηρία τη συνθήκη του 1992 του Μάαστριχ, που έθετε ξεκάθαρα την κοινωνική πολιτική στην υπηρεσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Το 1993 η Λευκή Βίβλος με τον τίτλο Ανάπτυξη-Ανταγωνιστικότητα-Απασχόληση μετατρέπει την πολιτική απασχόλησης σε όχημα μεταρρύθμισης στην αγορά εργασίας και στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα.

Παράλληλα καλλιεργείται μια κουλτούρα μη σύγκρουσης του εργατικού κινήματος με την εργοδοτική πλευρά μέσα από τις διαδικασίες του κοινωνικού διαλόγου στη λογική ότι προηγείται πάση θυσία η συμφωνία εργαζομένων – εργοδοτών και έπεται το περιεχόμενο.

Το 1997 η συνθήκη του Άμστερνταμ προωθεί την απασχολησιμότητα, την ευελιξία στην αγορά εργασίας, την προσαρμοστικότητα και τη λογική της ατομικής ευθύνης και συμφωνίας στις εργασιακές σχέσεις. Η κοινωνία με πλήρη απασχόληση τίθεται απέναντι στην κοινωνία με μερική απασχόληση.

Το 2000 με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της ελεύθερης εργασίας και τη στρατηγική της Λισσαβώνας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας υποτάσσεται ή παραμερίζεται η διάσταση του κοινωνικού ζητήματος (εκπαίδευση, ασφάλιση, υγεία).

Έτσι, μετά το 2000 οργανώνεται και εμπλουτίζεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία με ζητήματα που ωφελούν τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες (π.χ. ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών), οδηγία Bolkestein, κ.λπ., και περιορίζονται τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα.

Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα ακολουθούν μια πολιτική συμφιλίωσης του νερού με τη φωτιά, δηλαδή των κοινωνικών δικαιωμάτων με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν λαμβάνει πλέον υπόψη του τα διδάγματα της ιστορίας και των οικονομικών ανισοτήτων, εξαρθρώνει τα συλλογικά δικαιώματα και ακυρώνει στην πράξη κάθε πολιτική για την απασχόληση.

Η ΟΝΕ ουσιαστικά δημιουργεί ένα οικονομικό και πολιτικό σύστημα που συμβάλλει στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής δημοκρατίας στα κράτη έθνη της Δ. Ευρώπης.

Το τρίπτυχο των συναινετικών αρχών της ανάπτυξης της αγοράς με υψηλή κοινωνική προστασία και διάλογο, όπου οι συνδικαλιστικές δυνάμεις θα είχαν ουσιαστικό ρόλο, έχει πλέον ξεπεραστεί, το ευρωπαϊκό κίνημα ανήμπορο παρακολουθεί και η διανομή ή αναδιαμονή των πόρων επαφίεται στην καλή θέληση της εργοδοσίας και μόνο.

Οι συλλογικές δράσεις έχουν εξουδετερωθεί ή έχουν εξαρθρωθεί από τις πολιτικές προσταγές που δίνουν οι νέες «υπερεθνικές δομές», δηλαδή «υπερδημοκρατικές» βαθμίδες εξουσίας με στόχο την πλήρη απελευθέρωση των αγορών, την κατάργηση κάθε έννοιας αξιοπρεπούς εργασίας, τη διευκόλυνση των απολύσεων χωρίς αποζημίωση, τη δικαστική (έμμεσα) απαγόρευση των απεργιών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων.

Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος υποχωρεί, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί μεγεθύνονται, παιδεία, υγεία, εργασία, ασφάλιση γίνονται αντικείμενα κοινωνικά ουδέτερα και υποτάσσονται μπροστά στο κέρδος και τον χωρίς όρια ανταγωνισμό, μια εξέλιξη που επιφέρει βαθιές αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο με καταλυτικές συνέπειες σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και σε αυτή την έννοια της κοινωνίας όπως τη γνώρισαν τα ευρωπαϊκά κράτη.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το «περιβάλλον» δεν είναι έκπληξη ο επίτροπος της εσωτερικής αγοράς και υπηρεσιών της ΕΕ, κ. Mc Greevy, να δηλώνει ταυτισμένος πλήρως με τη γενικότερη πολιτική «όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει μια ωρολογιακή βόμβα του ασφαλιστικού συστήματος που είναι έτοιμη να εκραγεί λίγο μετά το 2010 και για να αντιμετωπιστεί, πρέπει να επικεντρωθούν όλες οι προσπάθειες σε ταχεία ανάπτυξη των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης που στηρίζεται στο ανταποδοτικό κεφαλαιοποιητικό σύστημα και θα είναι επιθετικοί παίκτες στις χρηματιστηριακές αγορές». Ζητά δηλαδή την πλήρη εναρμόνιση της Ελλάδας και των άλλων χωρών στις διατάξεις της οδηγίας 2003/41/ΕΚ για τα ασφαλιστικά ταμεία. Δηλαδή 70% των χαρτοφυλακίων των ΤΕΑ μπορεί να επενδύεται σε μετοχές και 30% σε τίτλους, σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα.

Μια πολιτική επιλογή που θέτει στο περιθώριο τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και διεθνοποιεί τις επενδύσεις των ασφαλιστικών ταμείων μέσω των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών.

Στην ίδια πολιτική ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ ζητά αύξηση των ορίων ηλικίας στη συνταξιοδότηση και άμεσα μέτρα για μεγαλύτερη ευελιξία και δημοσιονομικούς περιορισμούς, προειδοποιώντας τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι ενδεχόμενη αποτυχία προώθησης διαρθρωτικών μέτρων και «μεταρρυθμίσεων» θα οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη παγίωση υποτονικής ανάπτυξης της ευρωζώνης.

Στην Ελλάδα τη σκυτάλη αυτής της πολιτικής την παίρνει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Αλογοσκούφης, που δηλώνει με τις ίδιες ακριβώς φράσεις του ευρωπαϊκού επιτρόπου: «το Ασφαλιστικό είναι μία ωρολογιακή βόμβα που όλοι περιμένουμε να εκραγεί κάποια στιγμή σε 10, 15, 20 χρόνια, κανείς δεν ξέρει αυτή τη στιγμή. Εάν δεν πάρουμε πρωτοβουλίες έγκαιρα που χρειάζεται να αφοπλίσουμε αυτή την ωρολογιακή βόμβα και να μετατρέψουμε το Ασφαλιστικό σε μια ευκαιρία για τη χώρα, θα έχουμε πρόβλημα.

Πρέπει λοιπόν ο διάλογος να προχωρήσει μέσα στο 2006, λαμβάνοντας υπόψη τις διαγραφόμενες οικονομικές, δημογραφικές και κοινωνικές προοπτικές.

Βεβαίως κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα στον τρίτο πυλώνα. Διότι είναι ξεκάθαρο και γενικώς παραδεκτό ότι στον τρίτο πυλώνα είναι ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα.

Η κυβέρνηση έλαβε μέτρα φορολογικού χαρακτήρα ώστε να διευκολύνει την ιδιωτική ασφάλιση.

Με την πρώτη ευκαιρία θα συζητήσουμε πώς μπορούμε και να διευρύνουμε αυτά τα μέτρα».

Ακριβώς ίδια πολιτική αποτελούν και οι ιδέες του τέως υπουργού Απασχόλησης κ. Παναγιωτόπουλου στην ελληνική έκθεση στρατηγικής για τις συντάξεις, που στάλθηκε στην ΕΕ, και συνιστούν ανατροπή του καθεστώτος ασφάλισης όπως είχε επισημάνει το σ.κ. και η ΓΣΕΕ. Οι θέσεις αυτές θα επιφέρουν «μείωση των συντάξεων», «αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης» κυρίως στις γυναίκες και τους «παλαιούς» ασφαλισμένους και «στέρηση εσόδων» από τα ασφαλιστικά ταμεία με «κατάργηση των κοινωνικών πόρων», όπως επισημαινόταν.
Και μέσα σε όλα αυτά η κυβέρνηση ανακαλύπτει τον κοινωνικό διάλογο με την ΟΚΕ και με τους κοινωνικούς φορείς, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Σε επιστολή 7/11/2005 των δύο υπουργών προς την ΟΚΕ ζητείται ουσιαστικά η επικοινωνιακή συνδρομή της ΟΚΕ και η παράκαμψη της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ προκειμένου να περάσουν οι παραπάνω πολιτικές. Η απάντηση της ΟΚΕ στις 15/11/2005 που τονίζει ότι «το ασφαλιστικό ζήτημα είναι εθνικής σημασίας πρόβλημα και απαιτεί λύσεις μακράς πνοής, μέσα από εθνικο-πολιτικο-κοινωνικό διάλογο με την απόλυτη συμφωνία-συνεννόηση των εμπλεκομένων φορέων (κυβέρνηση-κόμματα-κοινωνικοί εταίροι και άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς)» κ.λπ. οδηγεί την κυβέρνηση σε τροποποίηση της επικοινωνιακής της στρατηγικής και σε άλλη κατεύθυνση αναζήτησης «συμμάχων» για το πέρασμα αυτών των πολιτικών.

Είναι χαρακτηρισμό ότι ο υπουργός Απασχόλησης δηλώνει: «οι εκλογές του 2008 είναι δημοψήφισμα για το Ασφαλιστικό».

Οι εργαζομένοι επομένως και το σ.κ. αργά ή γρήγορα θα τεθούν αντιμέτωποι με αυτές τις πολιτικές.
Το Ασφαλιστικό έχει ταξική διάσταση και η θέση του σ.κ. πρέπει να έχει σαφώς ιδεολογικό προσανατολισμό ως ζήτημα διανομής του εισοδήματος και πλούτου μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου.

Είναι θέμα αλληλεγγύης των γενεών, κοινωνικής συνοχής και κοινωνικών δικαιωμάτων πέραν της αναπτυξιακής διάστασης.
Η βιωσιμότητά του δεν κρίνεται μόνο βάσει δημοσιονομικών δεδομένων, γιατί η κοινωνική ασφάλιση είναι η καρδιά της κοινωνικής πολιτικής.

Το ελληνικό σύστημα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του δυναμικές, αλλά και τα δικά του μεγάλα περιθώρια αξιοποίησης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης των πόρων της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και χρηματοδότησης συνολικά του συστήματος.

Το σ.κ. έχει θέσεις, επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες και τη βούληση να επέμβει όπου υπάρχουν αδικαιολόγητες αποκλίσεις. Δεν μπορεί να αποδεχθεί όμως σε καμία περίπτωση παρέκκλιση από τον δημόσιο, κοινωνικό και αναδιανεμητικό χαρακτήρα του. Βασικοί πυλώνες είναι και πρέπει να παραμείνουν η κύρια και η επικουρική ασφάλιση, με ουσιαστική κρατική συμμετοχή.
Η αύξηση των ορίων ηλικίας, η μείωση των συντάξεων και η αύξηση των εισφορών είναι λύσεις προκλητικές και απαράδεκτες, όταν γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα έχει τις χαμηλότερες συντάξεις, τις υψηλότερες εισφορές και από τα πιο υψηλά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης από όλες τις χώρες της ΕΕ.


Σχολιάστε εδώ