Περί «Ατλαντισμού», «Ευρωατλαντισμού» και… «Απορριπτικών»

«Απορριπτικών» μάλιστα οι οποίοι «με ηρωικές παροτρύνσεις εισηγούνται τη δημιουργία ενός κράτους αστακού». Επειδή όλοι ζούμε στην ίδια χώρα, δεν γνωρίζω ούτε ένα πολιτικό πρόσωπο ή ακαδημαϊκό αναλυτή που να εισηγείται ένα τέτοιο «κράτος αστακό».

Προς τι λοιπόν αυτές οι γενικεύσεις που λειτουργούν «δολοφονικά» κατά όσων διαφωνούν με τα άκαμπτα κατηγορήματα που χωρίς αντίλογο ο κ. Κουλουμπής συχνά παραθέτει; Τέτοιες γενικεύσεις είναι προσβλητικές τόσο για όσους κατά καιρούς ο κ. Κουλουμπής περίτεχνα τσουβαλιάζει σε «δολοφονικές» κατηγοριοποιήσεις -για μια τέτοια περίπτωση ονομαστικής κατηγοριοποίησης εις βάρος του υπογράφοντος και άλλων συναδέλφων βλ. για παράδειγμα την «Καθημερινή» 3.2.2002- αλλά και για όσους άλλους θέλουν να αναλύσουν την διεθνή πολιτική χωρίς αναγκαστικά να προσχωρούν στον φανταστικό κόσμο τέτοιων αντιεπιστημονικών κατατάξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά και επί μακρόν, τόσο με επιφυλλίδες του στην «Καθημερινή» όσο και με παρεμβάσεις του σε άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όπου ακατάσχετα σχολιάζει επί παντός επιστητού, ο κ. Κουλουμπής προτάσσει όχι βάσιμα επιχειρήματα αλλά χαρακτηρισμούς και επίθετα επιστημονικά άσχετα.

Έτσι, για παράδειγμα, κατά καιρούς ονομαστικά ή φωτογραφικά χαρακτηρίστηκαν ως «απορριπτικοί», «κλαουζεβιτσιανοί», «εθνικιστές» κ.λπ., όσοι υποστήριζαν την αποδεκτή από κάθε σοβαρό αναλυτή θέση πως «προϋπόθεση ειρήνης, σταθερότητας και γόνιμων διαπραγματεύσεων με την Τουρκία είναι η ανάπτυξη μιας αξιόπιστης ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής που θα στηριζόταν στην αρχή της ισορροπίας δυνάμεων και συμφερόντων στην περιφέρειά μας. Αυτή η πολιτική, υποστηριζόταν, θα έπρεπε να συνοδεύεται από υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, από αμυντική σύζευξη Ελλάδας-Κύπρου και από επιδίωξη μιας βιώσιμης λύσης του Κυπριακού που θα στηρίζεται στη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, στον ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πολιτισμό και στις αποφάσεις του ΟΗΕ». Η τελευταία εκδοχή αυτών των… «απορριπτικών» θέσεων συνοψίζεται στην επιστημονικά περιεκτική «Έκθεση των Εμπειρογνωμόνων Για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού», που δημοσίευσε ως ένθετο η «Καθημερινή» στις 28.8.2005 (μελέτη της οποίας ήμουν συνσυγγραφέας μαζί με άλλους έλληνες και ξένους συναδέλφους). Αυτές λοιπόν και άλλες παρόμοιες θέσεις γίνονταν και συνεχίζουν να γίνονται στόχος χαρακτηρισμών που συνοδεύονταν από επιστημονικά απαράδεκτες γενικεύσεις και επιθετικούς προσδιορισμούς άσχετους με την ουσία, την επιστημονική αλήθεια και το πραγματικό επιστημονικό υπόβαθρο των αναλυτών που τις καλλιεργούν. Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι το εξής: Ποιοι έγραψαν, υιοθέτησαν ή επικρότησαν θέσεις όπως οι εξής: i) η Κυπριακή Δημοκρατία «δεν μπορεί να υποβάλει αίτησης ένταξης», ii) μια τέτοια απόφαση θα ήταν «αντιευρωπαϊκή στάση»(!) και πως iii) η αμυντική ενίσχυση της Κύπρου και η ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής είναι θέσεις «σκληρές», «απορριπτικές», «εθνικιστικές» ή ακόμη και πολεμοκάπηλες»!

Για λόγους ιστορικής αληθείας, πρέπει να επισημανθεί ότι τελικά -και παρά τα επικοινωνιακά πλεονεκτήματα που όλως περιέργως ο κ. Κουλουμπής και οι ιδρυματικοί του συνάδελφοι διαθέτουν στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης- είναι γεγονός πως σε όλα τα μεγάλα ζητήματα εθνικής στρατηγικής -Κυπριακό, Βαλκάνια, αποτρεπτική στρατηγική, προεκτεταμένη άμυνα στην Κύπρο, υποβολή αίτησης ένταξης της τελευταίας στην ΕΕ, Σχέδιο Ανάν κ.λπ.- διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις υιοθετούσαν και υιοθετούν όχι τις θέσεις του αλλά ευτυχώς για την Ελλάδα και την Ευρώπη κατά το πλείστον τις αντίθετες.

Στον δικό μας ακαδημαϊκό χώρο, τα γραπτά μένουν (scripta manent) και γι’ αυτό ο επιστημονικός και πολιτικός απολογισμός θα είναι αμείλικτος. Στο πολιτικό επίπεδο, όμως, το κύριο και άμεσο ζήτημα που τίθεται δεν είναι να περιμένουμε τον ιστορικό του μέλλοντος που θα κρίνει το κατά πόσο οι θέσεις κάποιων ακαδημαϊκών είναι ορθές ή λανθασμένες αλλά το κατά πόσο σε κάθε συγκυρία και για κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής επικρατεί ή δεν επικρατεί πολιτικός και κοινωνικός ορθολογισμός. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις «σχολές σκέψεις» του κ. Κουλουμπή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διατυπωμένες με τρόπο που υποβάλλουν προτάσεις πολιτικής βαθύτατων ιδεολογικών και διεθνοπολιτικών προεκτάσεων, ενέχουν, κατά την ακαδημαϊκή μου εκτίμηση, μεγάλους κινδύνους για τη στοχαστική υγεία αναγνωστών, ακροατών και πολιτικών ηγετών. Αναπτύσσεται, επιπλέον, ένα άκαμπτο σύστημα ιδεών, που παγιδευμένο σε θεωρήματα και ιδεολογήματα εξελίσσεται σε μάστιγα της πολιτικής και στοχαστικής ζωής του τόπου.

Τα ισοπεδωτικά θεωρήματα αδικούν την ποικιλομορφία της διεθνούς ζωής, απλουστεύουν μια κατά τα άλλα σύνθετη πραγματικότητα στις διακρατικές σχέσεις και προκαλούν στοχαστικό και πολιτικό ανορθολογισμό όσον αφορά πρόσωπα, ομάδες, κόμματα, κράτη και συμμαχίες. Σχηματοποιούν και κατά κάποιον τρόπο «δολοφονούν», τόσο τις αναρίθμητες αποχρώσεις σ’ όλο το φάσμα της εθνικής και διεθνούς ζωής όσο και τους φορείς εξειδικευμένων γνώσεων οι οποίοι τις περιγράφουν ψύχραιμα, αξιολογικά ελεύθερα, ορθά και ορθολογιστικά. Αυτές οι σχηματοποιήσεις, επιπλέον, αν και επικοινωνιακά αποτελεσματικές, λειτουργούν ως είδος προληπτικής υπονόμευσης κάθε επιστημονικά βάσιμης και πολιτικά ορθολογιστικής θεώρησης που θα ανέλυε διπλωματικές επιλογές συμβατές με την πολυπλοκότητα, ρευστότητα και ποικιλομορφία του διεθνούς συστήματος που δεν πειθαρχείται σε λογικές «άσπρου» και «μαύρου». Οι σχηματοποιήσεις όχι μόνο συνιστούν ακρότητα ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια ορθολογιστικής επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών και των ευρωπαϊκών σχέσεων, αλλά επιπλέον εισάγουν φανταστικούς όρους και έννοιες που δύνανται να διαφθείρουν τον δημόσιο διάλογο και τον επιστημονικό διεθνολογικό λόγο πολλών νέων επιστημόνων.

Συντομογραφικά, θα σταθώ στο επίμαχο ζήτημα «ευρωπαϊστών», «ατλαντιστών» και των «ευρωατλαντιστών», καθώς και στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Τέτοιες «σχολές σκέψεις», τουλάχιστον υπό το περιοριστικό πρίσμα που τις αναφέρει ο κ. Κουλουμπής, δεν υπάρχουν στη διεθνή ζωή. Ήδη από την δεκαετία του 1960, η Ευρώπη, ο ευρωατλαντικός χώρος και οι στρατηγικές των κρατών που εμπερικλείει δομήθηκαν και δρομολογήθηκαν προς πολύ πιο σύνθετες εκδοχές πολιτικής, στρατηγικής και θεσμικής οργάνωσης. Κυρίως, αν και οι κυβερνήσεις συχνά ελίσσονται για να αντιμετωπίσουν τη ρευστότητα των ανακατανομών ισχύος και συμφερόντων, παραμένει το γεγονός ότι οι διπλωματικές και αμυντικές επιλογές των κρατών πειθαρχούνται από σταθερούς στρατηγικούς προσανατολισμούς, τους οποίους η ατλαντική, ευρωπαϊκή και κάθε άλλη εξωτερική επιλογή των κυβερνήσεών τους πρωτίστως εξυπηρετεί.

Στη σφαίρα της άμυνας και της ασφάλειας, ένας ακόμη λόγος για τον οποίο δεν χωρούν μονολιθικές και ισοπεδωτικές σχολές σκέψης, είναι το γεγονός ότι μύρια αίτια, που δεν επαρκεί ο χώρος εδώ ούτε καν για μνημόνευση, δημιουργούν ένα αμυντικό και διπλωματικό φάσμα κριτηρίων και παραγόντων απροσμέτρητης ετερογονίας και ποικιλομορφίας, που διαρκώς επηρεάζονται και μεταλλάσσονται από τις ραγδαίες ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Οπωσδήποτε, πάντως, δεν μπορούν τάσεις, εθνικές στρατηγικές, διπλωματικοί ελιγμοί και ρευστές καθημερινές αποφάσεις να τσουβαλιαστούν σε «ατλαντιστές», ευρωατλαντιστές» και κάποιους μυστήριους και ακατονόμαστους… «απορριπτικούς», θιασώτες του «κράτους αστακού». Θα αποτελούσε οπωσδήποτε ζημιογόνο επιστημονικό και πολιτικό σφάλμα αν οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κυβέρνηση ή άλλος ενδιαφερόμενος υιοθετήσει μαύρες ή άσπρες θεωρήσεις γύρω από τις οποίες περιστρέφεται το επίμαχο κείμενο του κ. Κουλουμπή: i) δήθεν επικείμενες (μάλλον γιγαντιαίες) δυνητικές συγκρούσεις Ευρώπης-ΗΠΑ, ii) δήθεν δραματικές αμφισβητήσεις του ΝΑΤΟ που καλούν για μάλλον άμεσες αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα και iii) δήθεν ύπαρξη σκληρού διλήμματος μεταξύ μιας φανταστικής «Ευρώπης της ήπιας ισχύος» που αντιπαραβάλλεται με «μια Ευρώπη-αστακό που… συγκρούεται με τις ΗΠΑ».

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά όταν ο κ. Κουλουμπής εισέρχεται αφενός στο ολισθηρό πεδίο των στρατηγικών δογμάτων των μελών της ΕΕ που σχετίζονται με την εξοπλιστική δομή και αφετέρου στην ακόμη πιο ολισθηρή συζήτηση περί «δημοκρατίας και ειρήνης» και τον δήθεν «εγκλωβισμό της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό μονοπάτι» που εξυπακουόμενα θα εξημερώσει το θηρίο. Αρχίζοντας από το πρώτο ζήτημα, αυτό που βασικά υποστηρίζεται είναι πως η οργανωτική και εξοπλιστική προτεραιότητα των κρατών της ΕΕ είναι να προσαρμοστούν, όπως γράφει ο κ. Κουλουμπής, «στις νέες αποστολές που προκαλούν οι κίνδυνοι της διεθνούς (και εγχώριας) τρομοκρατίας…». Αντιτάσσω, πρώτον, ότι κάθε ευρωπαϊκό κράτος διοχετεύει τους σπάνιους πόρους σε τομείς που αφορούν τις δικές του ιεραρχήσεις εθνικών συμφερόντων (που ασφαλώς δεν αποκλείουν την «τρομοκρατία», στον βαθμό όμως που είναι πραγματική απειλή για το εν λόγω κράτος, την Ευρώπη και τη διεθνή ασφάλεια) και δεύτερον, ότι η Ελλάδα αλλά και όλα τα κράτη της ΕΕ έχουν συμφέρον όχι να γίνονται παρακολουθήματα των γερακιών του Πενταγώνου αλλά να ενισχύουν κάθε ιδέα υπέρ της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας (αρχίζοντας από το Κυπριακό!). Όχι να δίνουν προτεραιότητα στην επεμβατική μανία των ΗΠΑ, αλλά, όπως εξάλλου διακήρυξαν οι αρχηγοί των κρατών της ΕΕ στις 21.11.2001, στην ενίσχυση των διεθνών θεσμών, την ενεργοποίηση νόμιμων δράσεων στο πλαίσιο του ΟΗΕ, την ενθάρρυνση της ειρηνικής επίλυσης των μεγάλων περιφερειακών διενέξεων, την επίλυση της άνισης ανάπτυξης και τον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας.

Τέλος, τα περί «εξημέρωσης του θηρίου-Τουρκίας» οδηγούν σε επικίνδυνο μονοπάτι τόσο την ελληνική εθνική ασφάλεια όσο και τα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι γνωστή η αποπροσανατολιστική τακτική των νεοφιλελεύθερων αναλυτών και του αμερικανικού Πενταγώνου: Καπηλευόμενοι την έννοια της δημοκρατίας προωθούν την άποψη ότι υπάρχει δήθεν μια ευθύγραμμη σχέση μεταξύ της φιλελεύθερης θεώρησης της δημοκρατίας και της διεθνούς ειρήνης. Στην περίπτωσή μας, βασικά, προωθούν την αντίληψη πως η -χωρίς τον παραμικρό ουσιαστικό όρο ή την παραμικρή ουσιαστική προϋπόθεση- πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη θα προκαλέσει δήθεν ειρηνικές συμπεριφορές στην Άγκυρα. Για να μην επεκταθώ σ’ αυτό το μεγάλο θέμα, απλώς ερωτώ: Τα δημοκρατικά κράτη πολεμούν, ναι ή όχι; Η απάντηση ασφαλώς είναι καταφατική. Το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον, όμως, επιδέξια μεταμφιέζουν τους πραγματικούς τους σκοπούς με αβάσιμα θεωρήματα περί «δημοκρατικής ειρήνης». Έτσι, εκπληρώνουν μακρόχρονους στρατηγικούς σχεδιασμούς αποδυνάμωσης της ΕΕ με το να μπήξουν την αναθεωρητική Τουρκία σαν θανατηφόρο στρατηγικό στιλέτο στην καρδιά της Ευρώπης. Για την Αμερική είναι μέσο και σκοπός και για την Ευρώπη και την Ελλάδα είναι θανάσιμος κίνδυνος.

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας προσφέρουν, όντως, ένα γόνιμο διπλωματικό πεδίο επίλυσης των διενέξεων στη βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας και των εθνικών συμφερόντων των εμπλεκομένων λαών. Αντί αυτού, όμως, συζητάμε στη βάση του αδιέξοδου Σχεδίου Ανάν και αφήνουμε να μας πλανεύουν με παραμύθια περί «εξημερώσεως του θηρίου», ενώ τα δέκα τελευταία χρόνια καλλιεργείται συστηματικά η αξιοθρήνητη αντίληψη πως η Ελλάδα βρίσκεται σε μονόδρομο διαχείρισης της αδυναμίας της.


Σχολιάστε εδώ