Εθνικό κακούργημα…

«Καταγγελία» υποκλοπών με προηγηθείσα την εξαφάνιση του εγκληματικού μέσου (λογισμικού) προ της παρελεύσεως εικοσιτετραώρου συνεπάγεται τη σύλληψη του καταγγέλλοντος, αλλά και των όποιων συνεργών του και αυτόφωρη διαδικασία.

Αν συνδυάσει κανείς και την ενδιάμεση -μεταξύ εξαφάνισης του λογισμικού και της καταγγελίας- αυτοκτονία του ειδικού περί την εγκατάσταση δικτύων, τότε έχει μπροστά του σημαντικά στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούν τη διάπραξη του εγκλήματος.

Κύριοι της κυβέρνησης:
Η μη συνειδητοποίηση ότι το γεγονός αυτό (υποκλοπές) έχει χαρακτηριστικά εθνοκακουργήματος, αλλά και η βραδυφλεγής και υποτονική αντίδρασή σας συνιστούν επικίνδυνο πολιτικό έλλειμμα.

Κύριε Εισαγγελεύ:
Η επί 11 μήνες δικαστική έρευνα με εξέταση ελάχιστων μαρτύρων για ένα εθνοκακούργημα είναι αδικαιολόγητη. Είτε οφείλεται σε ανεπίτρεπτη εισαγγελική ολιγωρία ή σε «εγγενείς δυσχέρειες» ή και το πιθανότερο σε «έντεχνη» άρνηση συνδρομής στην έρευνά σας εκ μέρους των μυστικών υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη σάς βαραίνει στο ακέραιο.

Πιστεύουμε ότι οφείλεται στο τελευταίο, δηλαδή στην άρνηση παροχής στοιχείων ή την «αδυναμία» πρόσβασης στα στοιχεία. Και αυτό γιατί στον πόλεμο των παράνομων υποκλοπών, ειδικότερα δε στο επίπεδο του «δικτύου» που αφορά την κατασκοπεία, πολλές δυνάμεις θέλουν να κατορθώνουν να παρεμποδίσουν κάθε νόμιμο έλεγχο, (πολιτικό ή δικαστικό) επί των μέσων των υποκλοπών χάριν και της «προστασίας» του μέσου, αλλά κυρίως εκείνων που παρανόμως τα χρησιμοποιούν. Από την εξαετή εμπειρία μου ως προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών (1994-2000) αποτυπώνω εδώ μερικές διαπιστώσεις, όσες φυσικά μου επιτρέπει η προστασία του εθνικού συμφέροντος. Ο νόμος 2225/1994 προέβλεψε τη σύσταση επιτροπής με διακομματική σύνθεση (βουλευτές από όλα τα κόμματα) για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Εκδηλώθηκε με τον νόμο αυτόν αληθής πολιτική βούληση. Αλλά αυτή η πολιτική βούληση συνεχώς τροχοπεδούνταν. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το Προεδρικό Διάταγμα για την τεχνική και γραμματειακή υποστήριξη της επιτροπής εκδόθηκε το 1999, δηλαδή έπειτα από τέσσερα χρόνια. Και όταν άρχισε να αποκτά σάρκα και οστά, δηλαδή τεχνική υποστήριξη, για να λειτουργήσει ως επιτροπή ελέγχου εν ονόματι του Κοινοβουλίου, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας, τότε (από πολιτικό λάθος; Από συνειδητή επιλογή; Καθ’ υποφοράν;) εφευρέθηκε το «σχήμα» της ανεξάρτητης αρχής.

Έτσι, η προστασία των ελευθεριών και δικαιωμάτων του πολίτη και κατ’ επέκταση η προστασία πολιτικών και κρατικών θεσμών, δηλαδή η εθνική ανεξαρτησία, έφυγε από τον εξ ορισμού φυσικό προστάτη, δηλαδή τη Βουλή.

Φαίνεται όμως ότι και την Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, την ΑΔΑΕ του νόμου 3115/2003, φρόντισαν κάποιοι να μην την εξοπλίσουν έγκαιρα με τις αναγκαίες τεχνικές υποδομές, παρά μόνο τις παραμονές της «κορώνειας καταγγελίας». Σύμπτωση; Όχι φυσικά. Συμπεραίνεται ότι οι δυσχέρειες στη λειτουργία των ελεγκτικών οργάνων της πολιτείας είναι υπόθεση ενός άλλου «λογισμικού» εμφυτευμένου σε ορισμένες μυστικές υπηρεσίες, αλλά εκ του μακρόθεν τηλεχειριζόμενου.

Το θέμα των υποκλοπών είναι θέμα εθνικό, είναι θέμα πολιτικό. Ενώνει τα κόμματα και δεν τα διχάζει. Όποιος δεν το κατανοεί είναι κατώτερος των περιστάσεων.


Σχολιάστε εδώ