Η ανασφάλεια της απασχόλησης
Στην Ελλάδα υπήρχε μονιμότητα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και μια εξασφάλιση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η κατάσταση της σχετικής «ασφάλειας απασχόλησης» έχει ήδη ανατραπεί μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού-θατσερισμού. Στη σημερινή νεοφιλελεύθερη οικονομία «ασφάλεια απασχόλησης» έχουν μόνο οι ελάχιστοι επιτελικοί, τυφλά όργανα της διοίκησης της επιχείρησης, και από τους υπόλοιπους εργαζόμενους μόνο εκείνοι που δείχνουν προθυμία αποδοτικής υπεραπασχόλησης χωρίς «αναιδείς» απαιτήσεις.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μας έδωσε η απόφαση της κυβέρνησης να επαναφέρει το καθεστώς της εποχής Τρικούπη – Δεληγιάννη στην απασχόληση στο Δημόσιο, η σχεδόν κατάργηση της μονιμότητας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και οι πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις των υπαλλήλων των τραπεζών. Και όταν η «ασφάλεια της απασχόλησης» εξαρθρωθεί εντελώς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μπορεί κανείς εύκολα να μαντέψει τι πρόκειται να επικρατήσει στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτά για τα καθ’ ημάς. Ας ξεκινήσουμε όμως από τον τραπεζικό τομέα. Η άρνηση των μεγάλων τραπεζών να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και η επιθυμία τους να καθιερώσουν ένα νέο καθεστώς ατομικών συμβάσεων δεν αποτελούν μόνο απειλή για το ύψος των αποδοχών των τραπεζοϋπαλλήλων, αποτελούν και το πρώτο βήμα για την κατάργηση της μονιμότητας σε όλους τους υπαλλήλους των τραπεζών, ανεξάρτητα από τον χρόνο της πρόσληψής τους. Κατά τη γνώμη μας αποτελούν το πρώτο βήμα για τη γενικευμένη εξάρθρωση του τωρινού καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα που παρουσιάζει την υψηλότερη κερδοφορία στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Και φυσικά αυτή η υψηλότατη κερδοφορία δεν οφείλεται στον μόχθο των διοικήσεων των τραπεζών, αλλά βασικά στον μόχθο και στην αποδοτικότητα των τραπεζοϋπαλλήλων. Φαίνεται ότι οι τράπεζες θα αποτελέσουν την αφετηρία στον αγώνα της εργοδοσίας για την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και φυσικά και της Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Το μέτρο αυτό, των ατομικών συμβάσεων εργασίας, θα επεκταθεί στη συνέχεια στις ΔΕΚΟ, όπου το μάνατζμεντ το διατηρεί το Δημόσιο, και αργότερα και στη δημόσια διοίκηση, δηλαδή στους μη ένστολους (πολιτικούς) δημοσίους υπαλλήλους, παλαιούς και νεοπροσλαμβανόμενους. Προς δόξαν του Τρικούπη και του Δεληγιάννη που έπειτα από περίπου ενάμιση αιώνα βλέπουν να επικρατεί και πάλι στην Ελλάδα η δική τους πολιτική απέναντι σε όσους απασχολούνται στη δημόσια διοίκηση.
Οπωσδήποτε η δημόσια διοίκηση αποτελεί τον «μεγάλο ασθενή» με κύρια χαρακτηριστικά τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τη μειωμένη παραγωγικότητα. Και από την άποψη αυτή χρειάζεται ριζική αναμόρφωση. Όμως αυτή η αναμόρφωση ξεκινάει από λάθος κατεύθυνση, και φρονούμε ότι μάλλον θα επιδεινωθεί η κατάσταση του «ασθενούς» και αυτό με ευθύνη της κυβέρνησης και με τις λαθεμένες επιλογές της. Σωστή η διάγνωση, λάθος η θεραπεία. Η εισβολή της πολιτικής στον δημόσιο τομέα είναι η αιτία της παντελούς αποδιοργάνωσής της. Και με την άρση της μονιμότητας θα υπάρξει πλήρης υποδούλωση των εργαζομένων στους κομματικούς μηχανισμούς των κομμάτων εξουσίας. Η ανασφάλεια της απασχόλησης θα οδηγεί τους επί συμβάσει δημοσίους υπαλλήλους στα πολιτικά γραφεία. Αυτό άραγε επιθυμεί η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή; Δεν θέλουμε να το πιστέψουμε. Αυτά για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και το τραπεζικό σύστημα, που ουσιαστικά βρίσκεται ακόμη στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης από πλευράς διοίκησης.
Στον ιδιωτικό τομέα και εκεί κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει «ασφάλεια απασχόλησης». Και καθόσον αφορά την εισοδηματική πολιτική, είναι γνωστό ότι ο ιδιωτικός τομέας ακολουθεί την όποια συμπεριφορά καθορίζει η κυβέρνηση. Για μονιμότητα βέβαια δεν τίθεται πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι όσο αυξάνεται η ανεργία τόσο μειώνεται η ασφάλεια της απασχόλησης.
Στον ιδιωτικό τομέα ο έλληνας εργαζόμενος έχει πολύ ικανοποιητική απόδοση, παρά το γεγονός ότι βλέπει τα κεκτημένα δικαιώματά του να εξανεμίζονται με την πάροδο του χρόνου και να γίνονται αποδεκτά από τις κυβερνήσεις και την εργοδοσία όσα η νεοφιλελεύθερη αντίληψη προστάζει. Ένα είναι γεγονός που δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Το κόστος εργασίας στη χώρα μας είναι μεν υψηλότερο από τις χώρες που παρουσιάζουν την ίδια με τη δική μας παραγωγική διάρθρωση, όμως είναι κατά πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό οφείλεται στον έλληνα εργαζόμενο που ενώ το γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται τα τελευταία πέντε χρόνια με ρυθμό 15% ετησίως για να υπάρξει σύγκλιση τιμών με τις χώρες της ΟΝΕ, οι αποδοχές αυξάνονται σχεδόν μέσα στα όρια του πληθωρισμού, δηλαδή μεταξύ 3,5% έως 4%. Στην πραγματικότητα ο εργαζόμενος και αυξημένη απόδοση παρουσιάζει και οι πραγματικές αποδοχές του μειώνονται. Αποτέλεσμα αυτής της μεταχείρισης του έλληνα εργαζόμενου είναι ότι η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος παρουσιάζει ρυθμό κατώτερο από την αύξηση των αποδοχών. Και αυτό αποδεικνύεται στατιστικά. Το 2004 είχαμε αύξηση του κόστους εργασίας κατά 4,5%, το 2005 κατά 3,4% και για το 2006 οι εκτιμήσεις είναι ότι το κόστος εργασίας θα παρουσιάσει αύξηση μόνο κατά 2,6%. Απόρροια αυτής της αναμφισβήτητης πραγματικότητας είναι ότι η ελληνική οικονομία μπορεί και ανταγωνίζεται σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες με το χαμηλό εργατικό κόστος (π.χ. βαλκανικές χώρες, Τουρκία, χώρες του καταρρεύσαντος κομμουνιστικού καθεστώτος που είναι τώρα μέλη της ΕΕ) και μπορεί και επιβιώνει και μέσα στην ΟΝΕ, στο κλαμπ αυτό των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Με αίσθημα ευθύνης λέμε ότι αυτό οφείλεται κατά μέγιστο ποσοστό στις ατέλειωτες θυσίες στις οποίες υποβάλλονται εδώ και πολλά χρόνια οι έλληνες εργαζόμενοι. Ο έλληνας εργαζόμενος μοχθεί στους χώρους εργασίας, εργάζεται περισσότερες ώρες από τους συναδέλφους του των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, έχει ικανοποιητική απόδοση στη δουλειά του, κρατάει σε ικανοποιητικό επίπεδο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας και ως ανταμοιβή βλέπει την αγοραστική δύναμη των αποδοχών του να μειώνεται, τα κεκτημένα δικαιώματά του να εξαφανίζονται και γύρω του να δημιουργούνται τέτοιες συνθήκες που τον οδηγούν στην ανασφάλεια της απασχόλησης. Δεν του φτάνουν ο μόχθος και οι δυσκολίες της κάλυψης των βασικών αναγκών του, έχει και τη βαριά σκιά της απειλής της ανεργίας να τον φορτώνει με άγχος για το μέλλον. Και όμως είναι άξιος καλύτερης τύχης.
Οι περίπλοκες διαδικασίες και οι αποζημιώσεις κατά την απόλυση του εργαζομένου έχουν θεσπιστεί για να συγκρατούν τις απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Και μέχρις ενός σημείου το πετυχαίνουν και δημιουργούν ένα αίσθημα ασφάλειας στους εργαζόμενους. Όμως τα μέτρα αυτά από πολλούς χαρακτηρίζονται διαρθρωτικές αδυναμίες μιας ελεύθερης (νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης) αγοράς εργασίας και επιδιώκουν την πλήρη κατάργησή τους για να αποκτήσει η αγορά εργασίας την απαιτούμενη ευελιξία. Και λέγοντας ευελιξία, εννοούν τη χωρίς διαδικασίες και αποζημιώσεις απόλυση των ήδη εργαζομένων, που έχουν υποφερτές αποδοχές λόγω προϋπηρεσίας και εμπειρίας και την πρόσληψη νέων με χαμηλές αποδοχές (αποδοχές επαιτείας), καθώς και την ευχέρεια να τους απολύουν κατά βούληση. Και όλα αυτά δήθεν για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Στην πραγματικότητα αποβλέπουν στην ενίσχυση της κερδοφορίας και στην εκμετάλλευση της δύσκολης θέσης στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι λόγω μεγάλης ανεργίας. Και όλα δείχνουν ότι η σημερινή κυβέρνηση προσανατολίζεται να καταργήσει και τις διαδικασίες και τους περιορισμούς στις απολύσεις εργαζομένων και να ελαχιστοποιήσει και το ύψος της αποζημίωσης. Και όλα αυτά μέσα στη μανία για μεταρρυθμίσεις. Έτσι η Ελλάδα σύντομα θα καταστεί η πλέον νεοφιλελεύθερη χώρα. Και η εργατική νομοθεσία της θα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ευκαμψίας ή, αν προτιμάτε, ευελιξίας. Όμως οι αρμόδιοι (και αναρμόδιοι) που εισηγούνται ότι η αγορά εργασίας δεν πρέπει να παρουσιάζει ακαμψία για να μειωθεί η ανεργία, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι σύμφωνα με τις επιμετρήσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (Labour Force Statistics), η Γαλλία έχει υψηλότερο βαθμό ακαμψίας της εργατικής της νομοθεσίας από τη Γερμανία και όμως η Γερμανία με την ευελιξία της αγοράς εργασίας έχει πολύ υψηλότερη ανεργία από αυτήν της Γαλλίας.
Αυτό δείχνει ότι την ανεργία επηρεάζουν πολλοί παράγοντες, άσχετοι με την ευελιξία της αγοράς εργασίας και την ακαμψία της εργατικής νομοθεσίας. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Απασχόλησης αυτούς τους παράγοντες πρέπει να εντοπίσει και να καταρτίσει μια νέα στρατηγική καταπολέμησης της ανεργίας που να εξουδετερώνει τους παράγοντες που την προκαλούν και να σκορπιστούν έτσι οι σκιές ανασφάλειας της απασχόλησης.
Οι εργαζόμενοι με την πλούσια συνεισφορά τους στην οικονομία έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν σεβασμό στα δικαιώματά τους. Και έχουν αντιληφθεί ότι η κυβέρνηση επιθυμεί, κάτω από τη μεταρρυθμιστική μανία και τη δήθεν εξάλειψη των διαρθρωτικών αδυναμιών, να «μπολιάσει» την ελληνική οικονομία με γενναίες δόσεις νεοφιλελευθερισμού.