Δείλιασε ο Κωνσταντίνος να γυρίσει αμέσως στην Ελλάδα τον Ιούλιο του ’74!

Σήμερα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» αποκαλύπτει πως πιθανόν η ιστορία της μεταπολίτευσης θα γραφόταν διαφορετικά, αν την κρίσιμη, την οριακή στιγμή ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν λιποψυχούσε ή δεν επηρεαζόταν πιθανότατα από δυνάμεις και εξαρτήσεις, άλλωστε η ιστορία της βασιλείας στην Ελλάδα συνώνυμο της εξάρτησης υπήρξε.

Αποκαλύπτουμε πως, αν δεν αποδεικνυόταν ρίψασπις σε μια στιγμή, σε κάποιες κυριολεκτικά ώρες που παίζονταν πολλά, μάλλον τα πάντα, τότε θα μπορούσε να έχει επιστρέψει στην Ελλάδα πριν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, οπότε και τα πράγματα ασφαλώς και θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Επέλεξε τη φυγή, καθοδηγούμενος ή από δειλία ή από πιέσεις παραγόντων που βρίσκονταν πάνω απ’ αυτόν…

Αφορμή των σημερινών αποκαλύψεων, που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, οι αφηγήσεις του τέως στον δημοσιογράφο, Αλ. Παπαχελά, στο «ΒΗΜΑ» στο πλαίσιο της συνέντευξης που του παρεχώρησε. Και ιδιαίτερα το σημείο όπου για μια ακόμα φορά τα βάζει με τον Κ. Καραμανλή, ότι αθέτησε τα όσα του είχε υποσχεθεί πριν αναχωρήσει απ’ το Παρίσι για να επιστρέψει στην Ελλάδα, ότι μόλις τα πράγματα ηρεμήσουν θα του τηλεφωνήσει να επιστρέψει.

Όπως αποδεικνύεται λοιπόν από:

• Επιστολή του ηρωικού κυβερνήτη του «ΒΕΛΟΥΣ», Νίκου Παππά, προς την εφημερίδα, η οποία δεν δημοσιεύτηκε.

• Αφήγηση του Αντ. Ναξάκη, απότακτου τότε αξιωματικού του Ναυτικού, ο οποίος εργαζόταν στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του Βαρδινογιάννη.

Ο Κωνσταντίνος είχε την ευχέρεια να επιστρέψει στην Ελλάδα απ’ τις 22 Ιουλίου 1974, δηλαδή δύο μέρες πριν από τον Κ. Καραμανλή, αλλά την τελευταία στιγμή λιποψύχησε ή υπάκουσε σε ξένους παράγοντες και έκανε πίσω!

Η υπόθεση εξελίχτηκε ως εξής σύμφωνα και με την επιστολή Παππά και την αφήγηση Ναξάκη:

• Στις 20 Ιουλίου ο αντιπλοίαρχος τότε, Ν. Παππάς, εξόριστος στο Λονδίνο μετά την ανταρσία του «ΒΕΛΟΥΣ» κατά της λαομίσητης χούντας (εργαζόταν στην εφοπλιστική εταιρεία του Νικ. Βενιζέλου) βλέποντας ότι επίκειται πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας πάει στην ελληνική πρεσβεία και ζητά, μαζί με τους αξιωματικούς του «ΒΕΛΟΥΣ» που βρίσκονταν μαζί του, να επιστρέψει στην πατρίδα, για να πολεμήσει ως απλός ναύτης διευκρινίζοντας ότι αυτό δεν σημαίνει αναγνώριση του δικτατορικού καθεστώτος.

· Το πρωί της Κυριακής 22 Ιουλίου συναντήθηκαν στο ξενοδοχείο «ΚΛΑΡΙΤΖΕΣ» οι Ν. Παππάς, ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, μετέπειτα βουλευτής και υπουργός και σήμερα σύμβουλος του πρωθυπουργού, Κ. Καραμανλή, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο Αντ. Ναξάκης, δύο ακόμα αξιωματικοί του «ΒΕΛΟΥΣ» και ο Κωνσταντίνος με τη σύζυγό του Άννα Μαρία, συνοδευόμενοι απ’ τους Λεων. Παπάγο, Αρναούτη και κάποιους άλλους της κουστωδίας του τέως.

• Εκεί ο Ν. Παππάς προτείνει στον Κωνσταντίνο, λέγοντάς του ότι και ο ίδιος ζήτησε να επιστρέψει για να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης, να επιστρέψει στην Ελλάδα εν όψει διαγραφόμενων κρίσιμων εξελίξεων, ακόμα και πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας.

• Ο Κωνσταντίνος αμφιταλαντεύεται. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης επικοινωνεί με τον αδερφό του, τον Βαρδή, στην Αθήνα και συμφωνούν. Αναθέτουν στον Αντ. Ναξάκη να βρει αεροσκάφος. Το αεροσκάφος βρίσκεται και μάλιστα έναντι αδρότατης αμοιβής λόγω υψηλότατων ασφαλίστρων εξαιτίας της εμπόλεμης (ουσιαστικά) κατάστασης. Ναξάκης και Γ. Βαρδινογιάννης πήγαν μάλιστα στο αεροδρόμιο Χίθροου για να βεβαιωθούν.

• Μόλις βεβαιώθηκαν ότι με αναμμένες μηχανές το αεροπλάνο περίμενε, επιστρέφουν στο ξενοδοχείο. Μάλιστα ο Γ. Βαρδινογιάννης οδηγούσε, για να μη χαθεί χρόνος, απ’ τη λωρίδα έκτακτης ανάγκης, ο Ναξάκης δίπλα παρίστανε τον άρρωστο, ενώ στις πίσω θέσεις ήταν οι Γ. Κεφαλογιάννης και Ν. Παππάς.

• Εκεί όμως τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Κωνσταντίνος και η κουστωδία του, προεξάρχοντος του Αρναούτη, ο οποίος μόνο που… δεν τους έδιωξε με τις κλωτσιές, τελικά αρνούνται να κάνουν έστω και εκείνη την οριακή στιγμή, έστω για μια φορά στη ζωή τους, κάτι πατριωτικό…

• Έτσι ο Κωνσταντίνος δεν επέστρεψε. Έπειτα από 30 ώρες επέστρεψε θριαμβικά ο Κ. Καραμανλής. Η ιστορία γράφτηκε διαφορετικά. Και, όπως λέει στην επιστολή του ο Ν. Παππάς, ίσως και με αυτοσαρκασμό, «ευτυχώς, γιατί διαφορετικά εγώ, ένας αντιβασιλικός, θα είχα συμβάλει σε μια διαφορετική εξέλιξη, για την οποία θα είχα τύψεις σε όλη τη ζωή μου»!

Η επιστολή του Νίκου Παππά

Ολόκληρη η επιστολή του Νίκου Παππά έχει ως εξής:

Παρασκευή απόγευμα, 20 Ιουλίου 1974. Βρίσκομαι εξόριστος αρχιπλοίαρχος Εμπορικού Ναυτικού, εργαζόμενος στην εφοπλιστική εταιρεία του Νικήτα Βενιζέλου, ο οποίος τότε ήτο πλοιοκτήτης δέκα μεγάλων πετρελαιοφόρων πλοίων στα γραφεία εταιρείας Λονδίνου. Επίσης στο Λονδίνο ευρίσκοντο, και αυτοί σε εξορία, πολλοί από τους υπαξιωματικούς και αξιωματικούς του Α/Τ Βέλος. Ακούμε από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα ότι οι Τούρκοι, ο στόλος τους, ετοιμάζονται στην Αλεξανδρέττα για απόβαση στην Κύπρο. Σπεύδω στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου και συναντώ τον εκτελούντα καθήκοντα στρατιωτικού ακόλουθου ταγματάρχη πυροβολικού, Θεόδωρο Γούλα, ο οποίος αντικαθιστούσε προσωρινά τον ταγματάρχη Περδίκη (πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη), ο οποίος αναχωρούσε για την Αθήνα να ειδοποιήσει τη χούντα του Ιωαννίδη ότι έγινε απόβαση στην Κύπρο. Συντάσσω ένα σήμα προς ΑΕΔ στρατηγό Μπονάνο και με το κάτωθι κείμενο:

«Ο αντιπλοίαρχος Νίκος Παππάς, τέως κυβερνήτης του Α/Τ Βέλος, μαζί με 30 περίπου υπαξιωματικούς και αξιωματικούς μου της ανταρσίας Βέλος προσφερόμεθα πάραυτα να κατέλθομε στην πατρίδα και να πολεμήσουμε σαν απλοί στρατιώτες (ναύτες) εν όψει του πολέμου με την Τουρκία. Τούτο δε σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών».

Ο εκτελών καθήκοντα στρατιωτικού ακολούθου αποστέλλει αμέσως το σήμα μου στον ΑΕΔ Μπονάνο. Το εσπέρας του Σαββάτου, αφού είχε αναγγελθεί από τον Ιωαννίδη στην Αθήνα γενική επιστράτευση και συγχρόνως ήλθε η απάντηση από το ΑΕΔ, ότι εγκρίνεται η επιστροφή του αντιπλοιάρχου Παππά καθώς και υπαξιωματικών και αξιωματικών του. Ο Ιωαννίδης στην Αθήνα όλη την ημέρα του Σαββάτου ανακοίνωνε διά τηλεοράσεως και ραδιοφώνων, για να εξυψώσει το ηθικό του στρατεύματος ότι ο αντιπλοίαρχος Παππάς και οι άλλοι αντάρτες του Βέλους έφθασαν στην πατρίδα και ανέλαβαν υπηρεσία και τοποθετήθηκαν στο Βέλος, όπου και αυτό ευρίσκεται στο ανατολικό Αιγαίο, για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό στόλο. Εμείς φυσικά ακόμα και την Κυριακή το πρωί, 22 Ιουλίου 1974, βρισκόμασταν στο Λονδίνο. Την Κυριακή το πρωί περί την 11.00 βρισκόμασταν στο περίφημο και βασιλικό ξενοδοχείο του Μέιφερ του Λονδίνου οι κάτωθι: 1) ο τέως βασιλεύς Κωνσταντίνος με την Άννα Μαρία, 2) ο διπλωμάτης Λεωνίδας Παπάγος, 3) ο ταγματάρχης Αρναούτης και μερικοί άλλοι της κουστωδίας του μεγαλειοτάτου. Επίσης παρόντες ήταν οι στενοί οικογενειακοί μου φίλοι, Γιάννης Κεφαλογιάννης, τ. υπουργός και νυν βουλευτής ΝΔ, ο Γιώργης Βαρδινογιάννης, ο υποπλοίαρχος Α. Ναξάκης, εγώ με τους σημαιοφόρους μου, Κ. Γκορτζή και Κ. Ματαράγκα, και επίσης η σύζυγός μου και ο αντιπλοίαρχος Βάρφης και άλλοι. Όπως είμαστε όλοι μαζί προτείνω στον Κωνσταντίνο: «Μεγαλειότατε, εμάς του Βέλους κατόπιν του ανωτέρω σήματός μου το καθεστώς των Αθηνών μας ενέκρινε ήδη να κατέβουμε για να αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους ως απλοί στρατιώτες. Κάντε και εσείς ένα ίδιο σήμα να ζητήσετε να κατέλθετε εν όψει του κινδύνου, και είναι βέβαιο ότι αμέσως θα το εγκρίνουν. Αμέσως συμφώνησαν όλοι εκτός της βασιλικής κουστωδίας, όπου ο τέως εσιώπησε παντελώς. Αμέσως ο Γιώργης Βαρδινογιάννης, αφού ειδοποίησε τον αδερφό του Βαρδή στην Αθήνα, ο οποίος και πάραυτα ενέκρινε, πήρε την αεροπορική εταιρεία British Airways και ενοικίασε αμέσως ένα αεροπλάνο, για να μας κατεβάσει στο Ελληνικό. Ο τέως σιωπά παντελώς προφανώς λόγω περιορισμένης αντιλήψεως να εκτιμήσει την κρισιμότητα της κατάστασης εκείνης της στιγμής, παντελούς έλλειψη ψυχής και τόλμης. Τότε ο ταγματάρχης Αρναούτης είπε: «Τι είναι αυτά που λέτε, κύριε αντιπλοίαρχε;», απευθυνόμενος σε εμένα και παρουσία όλων «πώς είναι δυνατόν να εκθέσουμε σε τέτοιο κίνδυνο τον Μεγαλειότατο;». Εγώ αμέσως του απαντώ: «Κύριε Αρναούτη, εμάς η χούντα μας ενέκρινε αμέσως να κατέβουμε σαν απλοί στρατιώτες. Είναι βέβαιο ότι το καθεστώς των Αθηνών θα κρίνει και σε εσάς την άμεση επάνοδο». Και συνεχίζω: «Ας υποθέσουμε, κύριε Αρναούτη, ότι το εσπέρας της Κυριακής, 22 Ιουλίου 1974, κατερχόμαστε από τη σκάλα του αεροπλάνου της ΒΑ στο Ελληνικό. Και ας υποθέσουμε ότι κάτω μας περιμένουν μερικοί ΕΣΑτζήδες του Ιωαννίδη. Εκτιμώ ότι δεν θα μας κάνουν τίποτε, έστω και αν φάμε μερικά σκαμπίλια, τι θα πάθουμε;». Ευτυχώς για τον ελληνικό λαό αυτή η δειλή κατά τ’ άλλα στάση της κουστωδίας του τέως δεν έκανε δεκτή την πρότασή μου, γιατί διαφορετικά, εάν είχε πει ΝΑΙ, τότε την Κυριακή το βράδυ 22 Ιουλίου ο Μεγαλειότατος θα εδέχετο όλες τις δάφνες και την ογκώδη προσέλευση του αθηναϊκού λαού από το Ελληνικό μέχρι το Σύνταγμα, δάφνες και δόξα τις οποίες εισέπραξε αντ’ αυτού ο Κωνσταντίνος Καραμανλής 30 ολόκληρες ώρες μετά. Εγώ δε, που ποτέ δεν επίστεψα στον θεσμό της βασιλείας, θα είχα για την υπόλοιπο ζωή μου τύψεις ενοχής, γιατί στο ελεύθερο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, που έλαβε χώρα το 1975, το αποτέλεσμά του θα ήτο τελείως το αντίστροφο, δηλαδή ΝΑΙ Βασιλεία 70% και ΟΧΙ Βασιλεία 30%.


Σχολιάστε εδώ