Γελοιογραφία του «διαφωτισμού»

Ασφαλώς η κριτική, η ελεύθερη γνώμη, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, δεν μπορεί να οροθετείται σε ένα περιοριστικό πλαίσιο. Είναι δυνατόν ακόμα σε ακραίες περιπτώσεις η κριτική αυτή να αρνείται τις αξίες της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού, να προβάλλει ένα πλαίσιο αρνητικών συμπεριφορών. Η δημοκρατία μπορεί να ανέχεται μια τέτοιου είδους «κριτική», δεν τη συμπεριλαμβάνει όμως στα περιεχόμενα του δημοκρατικού επιχειρήματος (π.χ. ρατσισμός, φασιστικές αντιλήψεις).

Όταν όμως η κριτική έχει την αξίωση να εγείρεται από την πλευρά του δημοκρατικού επιχειρήματος, τότε το περιεχόμενό της οφείλει να συνάδει προς τις βασικές αρχές της αντίληψης του «διαφωτισμού»: «Πράττε μόνο σύμφωνα μ’ έναν τέτοιο γνώμονα, μέσω του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος» (Ι. Καντ, «Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών», παρ. 81).

Εάν αποδεχθούμε αυτή τη βασική αρχή, τότε μέσω της κριτικής πρέπει να αναδεικνύονται αξίες και προτάγματα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία συνεπώς διαμορφώνει μια διαδικασία διαλόγου και πειθούς, βάσει του ορθολογικού επιχειρήματος. Ανασκευάζει και δεν λοιδορεί ούτε ευτελίζει το «αντίπαλο» επιχείρημα. Το αίτημα της αναγνώρισης της ισοτιμίας των ανθρώπινων υπάρξεων επιβάλλει τον σεβασμό απέναντι στις αρχές και στις αξίες με βάση τις οποίες συγκροτεί το άτομο την «ταυτότητά» του και ερμηνεύει την ύπαρξή του στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο. Κι αυτό ανεξάρτητα από τη φυλετική – εθνοτική του καταγωγή ή τις θρησκευτικές του αντιλήψεις.

Από μία εντελώς διαφορετική αφετηρία εκκινεί μια στάση γελοιοποίησης των συμβόλων της θρησκευτικής πίστης ατόμων ή ολόκληρων λαών από μια φιλοσοφικού τύπου κριτική για τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της θρησκείας και τη διαμόρφωση μιας «ψευδούς συνείδησης» μέσω του μεταφυσικού τύπου προσέγγισης της πραγματικότητας.

Γι’ αυτό και ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας προέκυψε -ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση- ως αναγκαίος όρος, προκειμένου να αποφευχθεί η εμπλοκή και εκκοσμίκευση της θρησκευτικής αρχής στα θεσμικά-κανονιστικά πλαίσια της δημοκρατικής πολιτείας. Από τη στιγμή που η θρησκευτική ερμηνεία αξιώνει να μετατραπεί σε κανονιστικό πρόταγμα οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και των ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών, τότε ασφαλώς θα πρέπει να εγερθεί μια συλλογική και συνολική άρνηση από την πλευρά της κοινωνικής-δημοκρατικής αρχής. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις και ερμηνείες δεν μπορούν να τεθούν ως όροι της κοινωνικής ζωής.

Παρόμοιου τύπου «παρεμβάσεις» επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας ακόμα και στην Ευρώπη με τις απαιτήσεις της Καθολικής Εκκλησίας να καθορίζει τις κοινωνικές σχέσεις των πολιτών (διαζύγια, εκτρώσεις, αντισύλληψη κ.λπ.). Βεβαίως στον μουσουλμανικό κόσμο η αξίωση του ισλαμισμού να μετατρέψει τη θρησκευτική αντίληψη σε συνταγματικό-θεσμικό πρότυπο οργάνωσης της πολιτικής-κοινωνικής ζωής αποτελεί αυτονόητα μια θεώρηση που ευρίσκεται εκτός των ορίων κάθε είδους ορθολογισμού.

Τα προβλήματα συνύπαρξης των θρησκευτικών – πολιτιστικών αντιλήψεων, η επιρροή των θρησκευτικών κοσμοθεωριών στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής των πολιτών αποτελούν σήμερα κεντρικά στοιχεία συζητήσεων και αντιπαραθέσεων στον ευρωπαϊκό χώρο.

Μπορούμε άραγε να διαμορφώσουμε μια «κλίμακα αξιολόγησης» των θρησκευτικών αντιλήψεων και των πολιτισμών; Οι θεωρίες για τη «σύγκρουση των πολιτισμών» και οι αντιλήψεις του Μπους, ο οποίος υπό το πρίσμα ενός μεταμοντέρνου μεσσιανισμού θέλει να επιβάλει τα πολιτικά του δόγματα με βομβαρδισμούς και μαζικές δολοφονίες, αποτελούν αντιορθολογικές και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις φασίζοντος χαρακτήρα.

Ασφαλώς, όπως σημειώνει ο Τ. Taylor στην προσέγγισή του για την «πολιτισμικότητα» (1997), «όλοι οι πολιτισμοί που έδωσαν σάρκα και οστά σε ολοκληρωμένες κοινωνίες, που είχαν κάποια χρονική διάρκεια, έχουν να πουν κάτι σημαντικό σε όλους τους ανθρώπους». Μέσα από το πρίσμα αυτό μπορεί να αναπτυχθεί μια διαδικασία κατανόησης του πυρήνα των αξιών και των αντιλήψεων θρησκευτικών-πολιτισμικών «σχημάτων», χωρίς βέβαια να μπορούν να εξαχθούν αντικειμενικής φύσεως κρίσεις και αξιολογήσεις.

Ασφαλώς θα πρέπει να υπάρξει κριτική στις περιπτώσεις όπου οι θρησκευτικές αντιλήψεις έρχονται σε αντίθεση ή ακυρώνουν βασικά κοινωνικά-δημοκρατικά προτάγματα όπως αυτά της ατομικής ελευθερίας, της ισότητας -και μάλιστα της ισοτιμίας- των ανθρώπων, της δικαιοσύνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Πρέπει στο σημείο αυτό να υπάρξει πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της αναγνώρισης και του σεβασμού ενός πολιτισμού ή μιας ιστορικής θρησκείας και της υιοθέτησης ηθικών-αξιακών ή ακόμα και αισθητικών εκφράσεών του. Ο σεβασμός αυτός δεν συνεπάγεται ούτε τον πατερναλισμό ούτε την άκριτη υιοθέτηση των αντιλήψεων και εκφράσεων αυτών.

Οι θρησκευτικές αντιλήψεις δεν μπορούν να ανακατασκευασθούν και να κατανοηθούν με βάση τυπικά-ορθολογικά επιχειρήματα. Ο διαφωτισμός τις έχει τοποθετήσει στον κόσμο του Επέκεινα και η θεμελίωσή τους αποκτά οντολογικό χαρακτήρα και μορφές.

Είναι ασφαλώς θετικό το γεγονός ότι κάποιες θρησκευτικές αξίες έχουν έκδηλο κοινωνικό περιεχόμενο. Γι’ αυτό και οι θρησκείες αποτελούν «φενάκη ενός απάνθρωπου, εγκόσμιου παρόντος, παρηγορία και αναπλήρωση του αλλοτριωμένου κόσμου, αναστεναγμό του τυραννισμένου πλάσματος…» (Κ. Μαρξ).

Όσοι πιστεύουν ότι μέσα από τη γελοιοποίηση των θρησκευτικών συμβόλων επιτυγχάνεται ο εξορθολογισμός ας θυμηθούν μόνο τις καταστροφές και βεβηλώσεις των εκκλησιών στη βόρεια Κύπρο, για να αντιληφθούν πού σταματά ο ορθολογισμός και με ποιους τρόπους θίγεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο σεβασμός στην ταυτότητα του ατόμου, όταν ο ορθολογισμός αυτός αποτελεί ένα απλό πρόσχημα.


Σχολιάστε εδώ