Το υπερκράτος των παρακολουθήσεων

Οι ελεγχόμενες «αποκαλύψεις» που ήρθαν στην επιφάνεια και αφορούν τους μηχανισμούς παρακολούθησης, ή καλύτερα ένα ολόκληρο δίκτυο «κατασκοπίας», δεν θα πρέπει να μας προκαλούν έκπληξη. Γιατί όλο αυτό το διεθνές και εγχώριο «παρακράτος των κοριών» οικοδομείται εδώ και καιρό, βήμα προς βήμα, με τη δική μας ανοχή και αδιαφορία. Τμήματα μάλιστα των «δραστηριοτήτων» του μηχανισμού αυτού έχουν ήδη νομιμοποιηθεί, τόσο από τους επίσημους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και από το δικό μας κομματικό σύστημα.

Μετά τη δολοφονία Σόντερς οι βρετανοί πράκτορες αλώνιζαν τη χώρα καλώντας τους υπόπτους σε «ιδιωτικού» τύπου συνεντεύξεις και προβαίνοντας σε κάθε είδους παρακολουθήσεις. Ήδη οι συλλήψεις που αφορούσαν την «17 Νοέμβρη» έγιναν υπό την «εποπτεία» και την καθοδήγηση των ξένων υπηρεσιών, οι οποίες έκτοτε «νομιμοποίησαν» την αντιτρομοκρατική παρουσία τους στις δραστηριότητες των εγχώριων μυστικών υπηρεσιών με το πρόσχημα της «συνεργασίας» και της «ανταλλαγής πληροφοριών»… Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός, το οποίο νομιμοποίησε -με το πρόσχημα της ασφάλειας- την εγκατάσταση και τη λειτουργία των μηχανισμών παρακολούθησης…

Επειδή βέβαια αυτοί οι «μηχανισμοί» αυτονομούνται, και μπορούν να συνδέονται «δικτυακά» τόσο με τις ξένες υπηρεσίες όσο και με εγχώριες υπηρεσίες παρακολουθήσεων, φθάσαμε στο σημείο να «περιληφθεί» στα δίκτυα αυτά -πέραν των συνήθων «υπόπτων» -και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αλλά και κρίσιμοι «κόμβοι» που αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας…

Δεν πρόκειται, κατά συνέπεια, για έναν «κεραυνό εν αιθρία», αλλά για την εμφάνιση στο προσκήνιο ενός τερατώδους μηχανισμού που διαμορφώθηκε σταδιακά, νομιμοποιήθηκε σε ένα τμήμα του πολιτικά και καλύφθηκε ιδεολογικά από το αντι-τρομοκρατικό προσωπείο.

Το πρώτο κρίσιμο στοιχείο αφορά την πολιτική σημασία του γεγονότος. Η παρακολούθηση του πρωθυπουργού, του υπουργού Εξωτερικών, των επιτελείων Άμυνας και Δημόσιας Τάξης της χώρας παραπέμπει ευθέως σε υπόθεση κατασκοπίας. Η απόπειρα «σκιαγράφησης», μέσα από τους μηχανισμούς παρακολούθησης, του προφίλ αντίδρασης και «σκέψης» του πρωθυπουργού και κορυφαίων υπουργών που ελέγχουν καίριους μηχανισμούς εθνικής ασφάλειας αποβλέπει στο να καταστήσει «προβλέψιμες» τις αντιδράσεις τους στην περίπτωση λήψης σημαντικών αποφάσεων. Αυτός ακριβώς ο σχεδιασμός δεν αποβλέπει σε απλή συλλογή πληροφοριών, αλλά σε στρατηγικού τύπου «παρεμβάσεις» στο σύστημα των πολιτικών αποφάσεων της διακυβέρνησης.

Από την άποψη αυτή δεν έχουμε να κάνουμε με «συνήθεις» περιπτώσεις παρακολουθήσεων, αλλά με παρεμβάσεις που αφορούν τον εθνικό σχεδιασμό τόσο σε εθνικά όσο και σε οικονομικά θέματα.

Η δεύτερη, πολύ σημαντική, επίπτωση αφορά στο πλήγμα το οποίο καταφέρεται εναντίον της αξιοπιστίας του κράτους και των μηχανισμών του. Η ήδη «έρπουσα» αντίληψη, ότι οι παρακολουθήσεις πολιτών αποτελούν ένα «καθημερινό» γεγονός μετατρέπεται σε ένα ισχυρό αίσθημα ανασφάλειας, όταν οι επίσημοι κρατικοί μηχανισμοί αδυνατούν να παράσχουν προστασία στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Η μείωση του αισθήματος της ασφάλειας, η αίσθηση της πτώσης του κύρους της χώρας, συνοδεύονται από την τρώση της ίδιας της αξιοπρέπειας του πολίτη, που κατανοεί ότι τα ατομικά του δικαιώματα δεν απορρέουν αυτονόητα από το δημοκρατικό καθεστώς, αλλά βρίσκονται στη διάθεση των πολύπλοκων – και απρόσιτων- δικτύων παρακολούθησης και των ξένων υπηρεσιών.

Κι’ αυτό ακριβώς το «δίπολο» ασφάλεια-αξιοπρέπεια συνιστά τον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής και της ελευθερίας του κάθε πολίτη.

Όπως φαίνεται, η πολιτική «διαχείριση» της υπόθεσης αυτής υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες της κυβέρνησης. Ο «πυρήνας» της παρακολούθησης παραπέμπει ευθέως σε ξένες υπηρεσίες, και η κυβέρνηση αισθάνεται αδύναμη να προσεγγίσει τον «πυρήνα» αυτό. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ορθώς προβάλλει το «αίσθημα της ασφάλειας» των πολιτών, όμως και αυτή δεν απαντά «επί της ουσίας», καθ’ όσον έχει και αυτή συμβάλει στην πολιτική «νομιμοποίηση» του όλου δικτύου παρακολουθήσεων με το πρόσχημα της τρομοκρατίας. Συνολικά το πολιτικό σύστημα -όσον αφορά τα κόμματα της διακυβέρνησης- βρίσκεται εγκλωβισμένο και αδύναμο να απαντήσει πολιτικά στην κρίσιμη αυτή εξέλιξη.

Ανεξάρτητα από τα όσα θα έρθουν στο φως, ή θα καλυφθούν στο σκότος, το πρόβλημα που προέκυψε θα ταλαιπωρήσει για καιρό το πολιτικό μας σύστημα και δεν αποκλείεται να έχει και σημαντικές επιπτώσεις.

Όμως η κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να δώσουν συγκεκριμένες πολιτικές απαντήσεις. Τέτοιου είδους απαντήσεις αφορούν τη ριζική αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ασφαλείας, τον αποτελεσματικό έλεγχο των φορέων επικοινωνίας μέσα από επιστημονικούς φορείς υψηλού τεχνολογικού εξοπλισμού, ως πρώτο βήμα για να αποκατασταθεί στο μέτρο του δυνατού το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών.

Το δεύτερο πολιτικό βήμα αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Ασφαλώς σήμερα μέσα από τα υπερσύγχρονα συστήματα του Echelon κανένα ηλεκτρονικό σήμα που εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα δεν μπορεί να διαφύγει… Όμως κάθε δημοκρατική πολιτεία έχει καθήκον να προστατεύει τους πολίτες της και να μη νομιμοποιεί τουλάχιστον την επίσημη παρακολούθησή τους. Αυτός ο κατήφορος που ακολουθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει τραγικές επιπτώσεις πάνω στα δικαιώματα και στις ελευθερίες των πολιτών. Γι’ αυτό και οι εκ των υστέρων οδυρμοί και διαμαρτυρίες δεν μπορούν να έχουν το παραμικρό αποτέλεσμα.


Σχολιάστε εδώ