Άντε γεια! Λέει το 52% στα δύο μεγάλα κόμματα

Και εκεί καιροφυλακτεί ο «αιφνιδιασμός», ο οποίος μπορεί να είναι προϊόν αυθαιρεσίας, ελλιπούς γνώσης ή και άγνοιας. Η Κοινωνική Δυσαρέσκεια ανήκει στα προβλήματα που παρουσιάζονται σε κοινωνίες οι οποίες βρίσκονται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια μεταβατική περίοδο με συνεχείς μεταβολές και διεργασίες που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές. Ανήκουν δηλαδή στην κατηγορία του μεσο- και μακρο-πρόθεσμου. Η PROGNOSIS AE παρακολουθεί τις εξελίξεις διαχρονικά με έρευνες που σχεδίασε και πραγματοποίησε τα τελευταία χρόνια μέχρι και το 2005 για λογαριασμό μεγάλων Οργανισμών και θεσμικών φορέων. Το άρθρο που ακολουθεί αναφέρεται στο φαινόμενο της Κοινωνικής Δυσαρέσκειας και τις επιπτώσεις του στην Οικονομική, Κοινωνική και Πολιτική ζωή της χώρας.

‘Ενα κύμα έντονης δυσαρέσκειας κατακλύζει την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για ένα φαινόμενο δίχως προηγούμενο στα 32 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η ένταση προδίδει μια κατάσταση που υπέβοσκε διαχρονικά, προσπαθούσε να αυτοελεγχθεί και τώρα έφτασε στα όρια της αντοχής της. Γίνεται πρωτογενής, αυθεντική, διεκδικεί τη θέση της στα δρώμενα. Η δυναμική της εξηγείται από το γεγονός ότι είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης γεγονότων που το καθένα τους άφηνε διαχρονικά τη σφραγίδα του στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας, επηρεάζοντας τους πολίτες στην καθημερινή ζωή, στο επάγγελμα, τις συναλλαγές, τις συμπεριφορές και τις συνήθειες.

Αρχικά οι επιπτώσεις του κάθε γεγονότος εθεωρούντο ως κάτι «τυχαίο» ή «προσωρινό», κάτι που έδειχνε ότι μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Όταν τα γεγονότα άρχισαν να πυκνώνουν, και να αποκτούν ένα πιο συστηματικό χαρακτήρα, οι πολίτες συνειδητοποίησαν βαθμιαία ότι δεν έχουν να κάνουν με κάτι «τυχαίο».

Οι επιπτώσεις πολλαπλασιάζονται, αγκαλιάζουν όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής, αρχίζουν να διαχέονται παντού, ενεργούν διαβρωτικά. Με αποτέλεσμα να προκαλούν τριγμούς και ρήγματα ορατά από τον καθένα. Να θυμίσουμε στους αναγνώστες ότι οι πρώτες ισχυρές ενδείξεις που διαθέτουμε για μια αλλαγή στη συμπεριφορά μεγάλων κοινωνικών ομάδων τοποθετούνται στην περίοδο 1998-1999. Ως κίνητρο και διέξοδος ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε την εποχή εκείνη το Χρηματιστήριο. Η έρευνα που διεξήγαγε τότε η PROGNOSIS για λογαριασμό μεγάλου τραπεζικού φορέα απεκάλυψε ένα τοπίο κατασπαραγμένο, που θα απαιτούσε πάρα πολλά χρόνια για να συνέλθει. Οι ποιοτικές και ποσοτικές έρευνες έδειξαν ότι ο μεγάλος όγκος των μικροεπενδυτών είχε υποστεί έναν κλονισμό, του οποίου οι παρενέργειες, μεταξύ των οποίων και η αποχή από το Χρηματιστήριο, θα είχαν διάρκεια «δεκαετίας».

Το αποτέλεσμα των εκλογών του 2000 αποτέλεσε μια σημαντική προειδοποίηση, ότι «κάτι αλλάζει». Η μεγάλη πλειονότητα των σχολιαστών και επικοινωνιολόγων βιάστηκε να το ερμηνεύσει ως «ενίσχυση του δικομματισμού». Οι έρευνες της PROGNOSIS διέγνωσαν την αφετηρία μιας νέας περιόδου που θα επηρέαζε καθοριστικά τη δομή του κομματικού συστήματος, αλλά και τον ρόλο των κομμάτων γενικότερα. Ήταν σαφές ότι οι συνθήκες επέβαλαν μια αναθεώρηση των απόψεων που επικρατούσαν μέχρι τότε, τόσο γύρω από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων, όσο και στο επίπεδο των σχέσεων και της επικοινωνίας με την κομματική βάση, αλλά και το εκλογικό σώμα στο σύνολό του.

Το επόμενο σημαντικό γεγονός είναι η εισαγωγή του ευρώ. Το νέο νόμισμα μπαίνει στη ζωή μας και γίνεται δεκτό με μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες. Λίγους μήνες πριν από την εισαγωγή του το 60% πιστεύει ότι το νέο νόμισμα θα βοηθήσει στον εξορθολογισμό της συμπεριφοράς μας στις σχέσεις μας με το χρήμα, ενώ το 34% έχει την αίσθηση ότι «θα νιώσουμε λίγο φτωχοί». Αρχές του 2004 το 34% έχει εκτιναχθεί στο 77%. Η απότομη και ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών μετατρέπει τις ελπίδες σε ισχυρή απογοήτευση, για τον λόγο ότι δημιουργεί μια κατάσταση με μονιμότερο χαρακτήρα, την ακρίβεια. Η τετραετία 1999-2002 χαρακτηρίζεται επομένως από δύο κορυφαίες δράσεις, οι οποίες επηρέασαν βαθιά και για πολλά χρόνια τη συμπεριφορά του Έλληνα στα οικονομικά θέματα. Με το χρηματιστήριο καταρρέει ο μύθος του «εύκολου πλουτισμού».

Η πεποίθηση ότι κάποιοι ωφελήθηκαν, ενώ οι πολλοί έχασαν τις οικονομίες τους, ή και περιουσίες ξαναθερμαίνει την αντίληψη των διακρίσεων, των «νικητών» και των «χαμένων». Με την εισαγωγή του ευρώ και την αύξηση των τιμών ο καταναλωτής διαπιστώνει για δεύτερη φορά ότι οι νόμοι της αγοράς λειτούργησαν πάλι εις βάρος του. Τα γεγονότα που αντιμετωπίζει σε οικονομικό επίπεδο ενεργοποιούν πιο έντονα όλους του μηχανισμούς της αμφισβήτησης και της καχυποψίας που τρέφει εναντίον του Κράτους και του πολιτικού συστήματος από παλιά. Η τάση αυτή ενισχύεται από το δεδομένο, ότι την ίδια περίοδο, αλλά και στη συνέχεια, ένας καταιγισμός από αρνητικές ειδήσεις καταγράφονται σε μία λίστα που μακραίνει διαρκώς: σκάνδαλα, φαινόμενα διαφθοράς, υπονόμευση και αλληλοϋπονόμευση θεσμών και προσώπων, ένας αχαλίνωτος παραγοντισμός, γελοιοποίηση αξιών και συμβόλων, επίδειξη νεοπλουτισμού, αλαζονεία και έπαρση, απουσία ουσιαστικής και υπεύθυνης ενημέρωσης κατακλύζουν το καθημερινό τοπίο δημιουργώντας αίσθηση αποσύνθεσης.

Ήδη από τις αρχές του 2001 η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, με ποσοστά που ξεκινούσαν από 70% και ξεπερνούσαν το 80%, είχε συνειδητοποιήσει ότι «δεν κάνεις τη δουλειά σου πηγαίνοντας με τον σταυρό στο χέρι», γιατί «δεν εφαρμόζονται οι νόμοι». Αντίθετα, πιστεύουν ότι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να δώσεις λύση στο πρόβλημά σου, είναι να έχεις πρόσβαση στη Δημόσια Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, την Αστυνομία. Τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η PROGNOSIS το 2001 για λογαριασμό του γραφείου «Διεθνούς Διαφάνειας» στην Ελλάδα προκάλεσαν ένα πραγματικό σοκ. Με τεκμηριωμένο τρόπο αποκάλυψαν τη διείσδυση της διαφθοράς, ακόμη και σε θεσμούς οι οποίοι εθεωρούντο απρόσβλητοι, με αποτέλεσμα οι νέες πρακτικές επίλυσης προβλημάτων (το διαβόητο φακελάκι και η μίζα) να αναδεικνύονται σε μία «πέμπτη εξουσία», όπως την χαρακτηρίσαμε. Ως αναχώματα στην πλημμυρίδα του αρνητικού κλίματος λειτουργούν στο τέλος του 2003 τρία στοιχεία: η αργοπορημένη αλλαγή του Αρχηγού στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ, η προκήρυξη των εκλογών για τον Μάρτιο του 2004 και η επικείμενη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Η νίκη της ΝΔ στις εκλογές του Μαρτίου 2004 και η επιτυχής διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων φάνηκε ότι μπορούν να αποτελέσουν τα ισχυρά αντίδοτα στην αντιστροφή του κλίματος για ικανό χρονικό διάστημα και μέχρις ότου διαμορφωθούν οι νέες ισορροπίες που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία.

Σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, το κλίμα «βαραίνει» και πάλι. Η δυσαρέσκεια που εξετάζουμε κινείται γύρω από δύο άξονες. Στον πρώτο έχουμε την οριζόντια, δικομματική έκφρασή της, που εκδηλώνεται εναντίον των δύο μεγάλων, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Ο δεύτερος άξονας κάθετη μορφή, αφορά τη στάση των ψηφοφόρων κάθε κόμματος, απέναντι στο κόμμα που προτιμούν.

ΠΡΩΤΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑΣ

Αναφορικά με τον πρώτο άξονα, οι πανελλαδικές έρευνες της PROGNOSIS (τέλος 2005) δείχνουν ότι από το σύνολο των εκλογέων είναι δυσαρεστημένοι:

75% με το ΠΑΣΟΚ
67% με τη ΝΔ
52% & με τα δύο κόμματα

Μάλλον ευχαριστημένοι από την Κυβέρνηση μέχρι τώρα δηλώνει το 24%. Το αντίστοιχο ποσοστό για το ΠΑΣΟΚ ανέρχεται στο 15%. Στους δυσαρεστημένους με το ΠΑΣΟΚ ανήκουν το 44% των ατόμων που δηλώνουν σήμερα οπαδοί του, αλλά και το 55% από εκείνους που το ψήφισαν το 2004. Στους δυσαρεστημένους με τη ΝΔ ανήκουν το 16% όσων δηλώνουν ότι παραμένουν οπαδοί της, αλλά και το 37% από όσους την ψήφισαν τον Μάρτιο 2004.

Τέλος, στην ομάδα που είναι δυσαρεστημένοι και με τα δύο κόμματα, βρίσκουμε για τη ΝΔ το 35% από εκείνους που την ψήφισαν το 2004, και το 16% από όσους την ψηφίζουν και σήμερα. Για το ΠΑΣΟΚ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 52% και 43%.

Τι σημαίνουν αυτά τα νούμερα για τα δύο μεγάλα κόμματα :
Σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων κάθε κόμματος δηλώνει ότι είναι δυσαρεστημένο, αλλά παραμένει ως οπαδός του. Διαφοροποιείται δηλαδή τόσο σε σχέση με εκείνους που δηλώνουν «αναποφάσιστοι», αλλά και με όσους τονίζουν ότι μετακινήθηκαν ήδη σε άλλο κόμμα από αυτό που ψήφισαν το 2004.
Οι κομματικοί μηχανισμοί αντιμετωπίζουν ήδη μεγάλη δυσκολία στη συσπείρωση των οπαδών τους, κάτι που δεν θα βελτιωθεί σημαντικά στο προσεχές μέλλον.
Τα πολιτικά πρόσωπα του κάθε κόμματος είναι υποχρεωμένα να διεξάγουν σε καθημερινή βάση έναν ιδιότυπο αγώνα, όπου κυριαρχούν ο απολογητικός τόνος, η δικαιολογία, η ανησυχία για την προσωπική απήχηση στους ψηφοφόρους τους.

Έχει εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό η προώθηση νέων ιδεών και εποικοδομητικών προτάσεων, με συνέπεια να δυσανασχετεί ακόμη πιο πολύ το τμήμα των εκλογέων που ελπίζει πάντα σε μία δημιουργική, παραγωγική συζήτηση. Ότι η δυσαρέσκεια με την οποία αντιμετωπίζονται τα δύο μεγάλα κόμματα δεν οφείλεται σε συναισθηματική παρόρμηση ούτε πρόκειται για πρόσκαιρο ή συγκυριακό φαινόμενο, ενισχύεται από τα εξής στοιχεία:
α) Από τα άτομα που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση προσφέρει έργο, το 53% δηλώνει ταυτόχρονα ότι είναι δυσαρεστημένο μαζί της.
β) Από τα άτομα που είναι δυσαρεστημένα με το ΠΑΣΟΚ, το 40% συμφωνεί με τις ενέργειες και τις πολιτικές πρωτοβουλίες της ηγεσίας του. Αυτό υποδηλώνει ότι μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης δεν αρκούνται πλέον σε πρωτοβουλίες και δράσεις, οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση των ημίμετρων και του αποσπασματικού. Στον πολιτικό λόγο δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενός ευρύτερου σχεδιασμού, ο οποίος αποτελεί μέρος ολοκληρωμένου προγράμματος με ξεκάθαρους στόχους, προοπτική και εγγύηση αποτελεσματικότητας.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑΣ

Στον δεύτερο άξονα, ο ψηφοφόρος έχει την ευκαιρία να αξιολογήσει «εσωτερικά» τον κομματικό χώρο στον οποίο νιώθει πιο κοντά. Από τους ψηφοφόρους του 2004, δηλώνουν ότι είναι δυσαρεστημένοι εν όλω ή εν μέρει με τον τρόπο λειτουργίας και την απόδοση του κόμματος που προτιμούν:

47% των οπαδών της ΝΔ
59% των οπαδών του ΠΑΣΟΚ
35% των οπαδών του ΚΚΕ
58% των οπαδών του ΣΥΝ
67% όσων δεν ανέφεραν ποιο κόμμα προτιμούν

Τα υψηλά ποσοστά δυσαρέσκειας τονίζουν ότι αυτή δεν περιορίζεται πλέον σε κάποιες οικονομικές ή άλλες διεκδικήσεις. Τώρα οι απαιτήσεις διευρύνονται και περιλαμβάνουν θεσμούς, πρόσωπα, οργάνωση, πρόγραμμα. Οι συσχετισμοί αποκαλύπτουν ότι η αντίδραση των πολιτών αγκαλιάζει όλο το πολιτικό φάσμα, διαχέεται με ταχύτατο ρυθμό και μετατρέπεται σε δοκιμασία του Συστήματος. Το κλίμα επιβαρύνεται και από την αδυναμία των Μέσων Ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. Δεν είναι τυχαίο ότι η δυσαρέσκεια του κόσμου για τον τρόπο παρουσίασης ορισμένων θεμάτων στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης φτάνει στο 90%. Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια που νιώθουν οι περισσότεροι πολίτες δεν συνιστούν κάποια προσωπική ανεπάρκεια. Κάθε κοινωνία χρειάζεται χρόνο και συστηματική ενημέρωση μέχρις ότου εξοικειωθεί με τα νέα δεδομένα. Από την ανάλυση πολλών ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων προκύπτει μια ποικιλία διαφοροποιήσεων για το πώς η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται «σήμερα» τα πράγματα. Ας δούμε πρώτα τι ισχύει στο κοινωνικό επίπεδο:

Σημαντικές σε ποσοστό κοινωνικές ομάδες εκτιμούν ότι οι ίδιες «δεν διαθέτουν τις προϋποθέσεις για να τα βγάλουν πέρα στις νέες συνθήκες». «Φοβούνται» ότι το πολιτικό σύστημα θα ευνοήσει τελικά όσους διαθέτουν τα κατάλληλα εφόδια. Οι επιφυλάξεις ενισχύονται από τον λόγο ότι κυριαρχεί η διαφθορά, η αδικία και το ατομικό συμφέρον, ενώ απουσιάζει η αλληλεγγύη και η κοινωνική ευαισθησία.

Η ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑΣ

Η δυσαρέσκεια που κατακλύζει την ελληνική κοινωνία δεν είναι προϊόν κάποιας μορφής αντίδρασης ή συντηρητισμού. Τουλάχιστον αυτό δεν ισχύει για τη μεγάλη πλειονότητα. Οι πολίτες προβληματίζονται από καιρό για τον αντίκτυπο που θα έχουν στον καθένα και στο περιβάλλον τους οι προωθούμενες αλλαγές. Υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία για το τι θα γίνει και ποιες συνέπειες θα έχει αυτό για τον τρόπο ζωής τους. Γύρω από αυτό το σημείο – κλειδί καταγράφεται ένα τεράστιο επικοινωνιακό έλλειμμα.

Το έλλειμμα επιβαρύνει κυρίως τους πολιτικούς και τις ηγεσίες των κομμάτων, αλλά και τα Μέσα Ενημέρωσης. Η δυσαρέσκεια, σε σύγκριση με το παρελθόν, έχει αποκτήσει μία νέα ποιοτική διάσταση: έπαψε να εκφράζει ανοχή, μοιρολατρία, παραίτηση. Οι νέες συνθήκες, οι παγκόσμιες εξελίξεις υποχρεώνουν πλέον τους πολίτες, ειδικά τα τελευταία 3-4 χρόνια, να βρουν απαντήσεις σε αυτό που τους απασχολεί. Στη συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος διαβλέπουν τάσεις περιχαράκωσης, οι οποίες ενισχύονται από μία ελιτίστικη αντίληψη που αντιμετωπίζει τους πολίτες «μόνο ως ψηφοφόρους».

Στην κοινή γνώμη επικρατούν για το θέμα αυτό, εδώ και πολύ καιρό δύο απόψεις:
  α) Οι πολίτες πιστεύουν ότι ο ρόλος τους υποβαθμίζεται συνεχώς, σε ό,τι έχει σχέση με τις αποφάσεις για το μέλλον αυτού του τόπου.
  β) Διατηρούν έντονη αμφιβολία αν το πολιτικό σύστημα, θεσμοί, φορείς, πρόσωπα είναι επαρκώς προετοιμασμένοι και έτοιμοι να ανταποκριθούν στις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.

Το κλίμα που έχει διαμορφωθεί δεν αντιστρέφεται με τυποποιημένες επικοινωνιακές συνταγές. Όταν οι πολίτες αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα σταθερά σημεία αναφοράς (θεσμούς, πρόσωπα), για ορισμένους συνήθως ακολουθεί μία περίοδος εσωστρέφειας, ενώ για άλλους το επόμενο βήμα είναι η αυτονόμηση, η αύξηση της επιθετικότητας, ο εγωκεντρισμός.

Από την αντίληψη αυτή προκαλούνται παρενέργειες που επιβαρύνουν το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον σε πολλά επίπεδα:
• Απειλείται η κοινωνική συνοχή.
• Κερδίζει έδαφος η ανάγκη παρουσίας του κράτους.
• Επηρεάζεται η εικόνα των πολιτικών.
• Αναζητούνται νέες ισορροπίες.

Σχετικά με τον ρόλο του Κράτους τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ενώ στις αρχές καλοκαιριού 2005 ποσοστό 65% συμφωνούσε με την ελεύθερη οικονομία, έστω και με παρεμβάσεις του Κράτους σε κάποιους τομείς, στο τέλος του 2005 το ποσοστό μειώθηκε στο 53%, ενώ η αντίληψη ότι το Κράτος πρέπει να ελέγχει την οικονομία, από 27% εκτινάχθηκε στο 40%.

Παρατηρούμε ότι μια σειρά γεγονότα είναι ικανά να κλονίσουν την πίστη στις δυνατότητες της ελεύθερης οικονομίας να βελτιώσει ή και να διατηρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό το βιοτικό επίπεδο των διάφορων κοινωνικών ομάδων.

Διαπιστώνουμε ότι η δυσαρέσκεια εναντίον του πολιτικού συστήματος θέτει υπό αμφισβήτηση θεμελιακές επιλογές για την πορεία της χώρας, ενώ σε αρκετές άλλες περιπτώσεις παρατηρούνται συμπεριφορές που έχουν τα χαρακτηριστικά «κινούμενης άμμου».


Σχολιάστε εδώ