«Ρακοσυρραπτάδες»…

Πειραματίστηκαν με το τίποτα, όπως τα παιδιά των λουλουδιών στις αρχές της δεκαετίας του ’60, οι τρεις υπουργοί (Θ. Ρουσόπουλος, Γ. Βουλγαράκης και Αναστάσης Παπαληγούρας) στην παρουσίαση της υπόθεσης των τηλεφωνικών υποκλοπών!..

Και μετά; Και μετά, ένιοι των «συμμάχων» απειλούν οι «φιλέλληνες» του νεοκλασικού μεγάρου της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, σωπαίνουν αμήχανοι όταν γίνεται λόγος για τους «πειραματιστές με το τίποτα», και οι της Ρηγίλλης συνεχίζουν ν’ απορούν!..

Εν τούτοις όμως κατέστησαν… διασημότεροι και από τους κινηματογραφικούς αστέρες των πρόσφατων όσκαρ!..

Το εκλογικό σώμα, ο ελληνικός λαός ευρύτερα, δεν θα μπορούσε να δεχτεί ισχυρότερο σοκ από αυτή την ειρηνική, σχεδόν χαρούμενη, αποστροφή των «πειραματιστών με το τίποτα»!..

Η αντίσταση στους «αόρατους» ωτακουστές ήταν απλώς και μόνον η επικοινωνία για την επικοινωνία, αναλόγου ανταπόκρισης, ως του μεσαιωνικού εκείνου «η Τέχνη για την Τέχνη»…

Οι «πειραματιστές με το τίποτα» δεν γνωρίζουν να κρύβονται… Και εν άλλοις λόγοις, ηθελημένως ή μη, αγνοούν την κοινής αποδοχής ρήση: «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», την οποία ο αρχηγέτης της παράταξης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, είχε αναγάγει σε «πολιτικό αξίωμα».

Η αντίδρασή τους -έκφραση ασυγκράτητης «αυτοπεποίθησης»- μεταπλάσθηκε «πριν αλέκτορα φωνήσαι» σε μία απέραντη μελαγχολία…

Η παρουσία τους είχε το στοιχείο της μεταμφίεσης, η χαρούμενη διάθεση για το «Μαβίλη γκέιτ» προσποίηση… Μετά την κάθοδό τους από την έδρα άρχισαν να υποφέρουν για τον απόηχο και ν’ αναζητούν την ταυτότητά τους, τον αληθινό εαυτό τους, την ψυχή, πράγματα για τα οποία δεν είχαν προϊδεασθεί!..

Βεβαίως, ουδείς αγνοεί την «ελληνική φυσιογνωμία», στην οποία η κυριαρχία των αναχρονιστικών θεσμών και η συνύπαρξή τους με την αμείλικτη νομοτέλεια της σύγχρονης πραγματικότητας είναι φυσικό να γεννά τερατόμορφες καταστάσεις.

Οι τρεις «πειραματιστές» κατέφυγαν από καθέδρας στην εξουσιαστική γλώσσα, γλώσσα «ρακόεσσα» και «ρακόδυτο». Και υπέπεσαν, εν αγνοία του πολυδαιδαλώδους κώδικα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, στο αμάρτημα να καταλήξουν, κατά τον αριστοφάνειο ορισμό, «ρακιοσυρραπτάδες» και ως εκ τούτου να διαχύσουν ανά το πανελλήνιο τη σύγχυση και ν’ αποτρέπουν τον σχηματισμό «αποσαφηνισμένης γνώμης»…

Στην προκειμένη περίπτωση οι «τρεις πειραματιστές» διακινήθηκαν στα όρια του «νέου (;) πολιτικού παίγνιου» που ακούει στο όνομα «κατασκευή της κοινής γνώμης», και αφεύκτως προκαλεί τον φθόνο ομοτράπεζων και μη.

Και οι μεν πρώτοι αντιστρατεύονται το ποιητικό «ν’ αγαπάς δίχως να επιθυμείς ό,τι δεν είσαι», επικαλούμενοι το προηγούμενο της «δημοκοπίας των ειδημόνων», θεωρούν ότι η πολιτική αποτελεί μία συμβολική πάλη κατά την οποία ο κάθε επαγγελματίας του χώρου επιδιώκει να μονοπωλεί τον δημόσιο λόγο και να επιβάλλει τη θεώρησή του.

Οι της «απέναντι όχθης» -αξιωματική αντιπολίτευση- επιμερίζουν σ’ έναν έκαστο των «τριών πειραματιστών», κατ’ αναλογία του πολιτικού του εκτοπίσματος, ποσοστό από το «μυστήριο της ανομίας» του «Μαβίλη γκέιτ», αν και εγκλωβίζονται στο λεγόμενο «η απληστία είναι το αμάρτημα των καπιταλιστικών κοινωνιών και ο φθόνος των σοσιαλιστικών κοινωνιών»!..

Τέλος, οι του Μαξίμου επαναπαύονται προσηλωμένοι στις διδαχές του «σκοτεινού» Σιγιμούνδου Φρόιντ, σύμφωνα με τις οποίες «ο δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών είναι διαδικασία ανάλογη με τον έρωτα. Ο ηγέτης, όπως και το αντικείμενο του έρωτα, μαγεύει. Η ελκτική του δύναμη είναι ακατανίκητη».

Αισιοδοξούν δε ότι το «μυστήριο της ανομίας» επ’ ουδενί θα αναδιατάξει το νέο-φροϊδικό:

«Οι οπαδοί βρίσκονται σε σύγχυση όταν ”συναλλάσσονται” με τους ηγέτες τους. Αντιλαμβάνονται τον ηγέτη όχι με βάση την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά σαν να είναι ένα σημαντικό πρόσωπο από το παρελθόν τους – ο πατέρας τους, κάποιο άλλο πρόσωπο που τους φρόντιζε ή ο αδελφός τους»!..


Σχολιάστε εδώ