Ευρωσύνταγμα: «Θεότητες» ο ανταγωνισμός και η ελεύθερη αγορά

Μας το λέει ρητά στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου Ι-3: «Η Ένωση εργάζεται για τη βιώσιμη ανάπτυξη με γνώμονα την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς». Και στην παρ. 4 μας λέει: «Η Ένωση συμβάλλει στο ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο». Το «ελεύθερο» το καταλαβαίνουμε, το «δίκαιο» όμως τι να εννοεί άραγε το ευρωσύνταγμα; Θα το δούμε στην εφαρμογή του Συντάγματος. Περαιτέρω, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου Ι-13 καθιερώνει σαν τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης και τη θέσπιση των κανόνων του ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Και φυσικά η εσωτερική αγορά λειτουργεί με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών με βάση τη διάταξη αυτή δεν θα έχουν καμιά αρμοδιότητα να θεσπίζουν κανόνες προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού και της λειτουργίας της αγοράς!

Η διάταξη του άρθρου ΙΙ-76 θεσπίζει την επιχειρηματική ελευθερία και ορίζει ότι «η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Η διάταξη αυτή ξεγελάει εύκολα τον όποιον ερμηνευτή του ευρωσυντάγματος. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αναγνωρίζει το δικαίωμα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες επιχειρηματικής δραστηριότητας (όπως π.χ. προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας επιχειρήσεων και λοιπών επιχειρηματικών κερδοφόρων δραστηριοτήτων, κανόνες ελέγχου της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.λπ.). Όμως η επιχειρηματική ελευθερία και τα όριά της θα καθορίζονται με βάση το δίκαιο της Ένωσης, που σημαίνει ότι τα αρμόδια κατά το ευρωσύνταγμα όργανα της ΕΕ θα εκδίδουν νόμους-πλαίσιο, κανονισμούς ή αποφάσεις που θα ρυθμίζουν όλα τα θέματα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και οι εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών μελών θα πρέπει να προσαρμόζονται σ’ αυτά που θεσπίζει το δίκαιο της Ένωσης. Σε περίπτωση διαφωνίας κατισχύει το κοινοτικό δίκαιο. Ουσιαστικά δηλαδή καταλήγουμε ότι η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και κάθε αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου είναι ανεφάρμοστη. Μεγάλο μειονέκτημα της διάταξης του άρθρου ΙΙ-76 είναι ότι δεν καθορίζει την έννοια της επιχειρηματικής ελευθερίας, τα όριά της και τους περιορισμούς της, όπως κάνουν πολλά σύγχρονα «εθνικά» συντάγματα και το δικό μας Σύνταγμα. Το ευρωσύνταγμα άραγε αναγνωρίζει τη «χωρίς όρια» επιχειρηματική ελευθερία, δηλαδή την ασυδοσία; Μάλλον ΝΑΙ!

Η ελεύθερη αγορά

Η Ένωση στηρίζεται στην ελεύθερη εσωτερική αγορά (αγορά χωρίς σύνορα και φραγμούς) και θεσπίζει τα μέτρα για την εγκαθίδρυση ή τη διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ευρωσυντάγματος. Η ελεύθερη εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων.

Το συμβούλιο ύστερα από πρόταση της Επιτροπής (Κομισιόν) εκδίδει κανονισμούς ή αποφάσεις που καθορίζουν τις κατευθυντήριες γραμμές και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εξασφάλιση ισόρροπης προόδου στους οικείους τομείς. Αυτά διαλαμβάνει το άρθρο ΙΙΙ-130, το οποίο ασχολείται με την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Με βάση τις διατάξεις αυτές τα κράτη μέλη δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να παρέμβουν στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Τα θέματα αυτά τα χειρίζεται αποκλειστικά η Ένωση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ευρωσυντάγματος, δηλαδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΙΙ-76 περί επιχειρηματικής ελευθερίας και των άρθρων ΙΙΙ-161 έως ΙΙΙ-169 που θεσπίζουν τους κανόνες του ανταγωνισμού. Όμως η αρχή αυτή κάμπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου ΙΙΙ-131 και του άρθρου ΙΙΙ-436. Τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να θεσπίζουν μέτρα σε περίπτωση σοβαρής εσωτερικής διατάραξης της δημόσιας τάξης, σε περίπτωση πολέμου ή σοβαρής διεθνούς έντασης η οποία συνιστά απειλή πολέμου, ή προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που έχει αναλάβει με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας ή προς αποφυγή παραγωγής και εμπορίας όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού (άρθρα ΙΙΙ-131 και ΙΙΙ-436).

Όμως σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-132 τα μέτρα που λαμβάνονται από το κράτος μέλος που αντιμετωπίζει τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις δεν πρέπει να έχουν αποτέλεσμα τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Εάν συμβαίνει τα έκτακτα αυτά μέτρα να νοθεύουν τον ανταγωνισμό, τότε η Επιτροπή (Κομισιόν) εξετάζει μαζί με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τους όρους υπό τους οποίους τα μέτρα αυτά μπορούν να προσαρμοσθούν στους κανόνες που θεσπίζει το ευρωσύνταγμα. Έτσι, ουσιαστικά οι εξαιρέσεις που εισάγουν και απαριθμούν περιοριστικά οι διατάξεις των άρθρων ΙΙΙ-131 και ΙΙΙ-436 τυπική και μόνο αξία έχουν για τα κράτη μέλη. Και φαίνεται να έχουν θεσπιστεί για να προσδώσουν κάποια δημοκρατική επίφαση στην απολυτότητα των διατάξεων του άρθρου ΙΙΙ-130. Πάντως τα τρία άρθρα που αναφέρονται στην ελεύθερη εσωτερική αγορά φέρουν άρωμα αντιτρομοκρατικής εκστρατείας, ίσως εξωευρωπαϊκής προέλευσης, με ικανή δόση ανταγωνισμού.

Ο ανταγωνισμός

Τα άρθρα ΙΙΙ-161 μέχρι και ΙΙΙ-169 αναφέρονται στους κανόνες του ανταγωνισμού που θα ισχύουν στην οικονομία της κοινοτικής ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΙΙ-161 είναι ασυμβίβαστες, απαγορεύονται και θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, ιδίως δε όσες συνίστανται:

α) Στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής.
β) Στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης των προϊόντων, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων.
γ) Στη διαμονή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού (διανομή μεταξύ των επιχειρήσεων).
δ) Στην εφαρμογή άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές έναντι εμπορικών, συναλλασσομένων με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτόν σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό και
ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή εκ μέρους των συναλλασσομένων πρόσθετων παροχών, που λόγω της φύσεως των παροχών αυτών ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

Είναι γεγονός ότι αυτοί είναι οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού. Και από την άποψη αυτή οι διατάξεις του άρθρου ΙΙΙ-161 είναι άκρως επιτυχείς. Όμως μέσα σε μια ελεύθερη αγορά, όπου επικρατεί η επιχειρηματική ελευθερία, οι κανόνες αυτοί νοθεύονται και δεν εφαρμόζονται στην έκταση που απαιτεί το δίκαιο του ανταγωνισμού. Διαπιστώνονται «υπόγειες συμφωνίες» των επιχειρήσεων που εξουδετερώνουν τον ανταγωνισμό εις βάρος κυρίως των καταναλωτών, αλλά και των άλλων επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Πρόκειται για τις «εναρμονισμένες πρακτικές» που ακολουθούν συνήθως οι μεγάλες επιχειρήσεις.

Οι συντάκτες του ευρωσυντάγματος είχαν ασφαλώς υπόψη τους τις εμπορικές πρακτικές που επικρατούν στην εσωτερική (κοινοτική) αγορά και την ευρύτατη νόθευση των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού. Και με τη διάταξη τής παρ. 3 του άρθρου ΙΙΙ-161 επέτρεψαν τη μη εφαρμογή του απαγορεύσεων που θεσπίζει το άρθρο αυτό, όταν οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές που νοθεύουν τον ανταγωνισμό συμβάλλουν στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει! Με άλλα λόγια, ο υγιής ανταγωνισμός τον οποίον καθιερώνουν οι παρ. 1 και 2 του άρθρου ΙΙΙ-161 κατεδαφίζεται με την ευρύτητα της διάταξης της παρ. 3, καθώς όλο και κάποια από τις δικαιολογίες αυτές θα βρεθεί για να νομιμοποιήσει τη νόθευση του ανταγωνισμού! Επιτυχής… εφεύρεση.

Το άρθρο ΙΙΙ-162 απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που έχει στον αγορά μια επιχείρηση ή μια ομάδα επιχειρήσεων. Και αναλύει πότε υπάρχει η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης. Το επόμενο άρθρο ΙΙΙ-163 θεσπίζει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου και της Κομισιόν για τη θεσμοθέτηση των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού. Την όλη διαδικασία ρυθμίζουν οι διατάξεις των άρθρων ΙΙΙ-164, ΙΙΙ-165 και ΙΙΙ-166, ενώ το επόμενο άρθρο ΙΙΙ-167 ασχολείται με την κατάργηση των κρατικών ενισχύσεων προς τις ΔΕΚΟ (υπενθυμίζουμε ότι τις διατάξεις του άρθρου αυτού τις αναλύσαμε την προηγούμενη Κυριακή). Επίσης και τα επόμενα δύο άρθρα που αναφέρονται στην ενότητα περί ανταγωνισμού (άρθρα ΙΙΙ-168 και ΙΙΙ-169) καθιερώνουν διαδικασίες σε περιπτώσεις νόθευσης των θεσπισμένων κανόνων ανταγωνισμού. Και φυσικά το ευρωσύνταγμα δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές. Έτσι, με τις διατάξεις του άρθρου ΙΙΙ-279 «η Ένωση και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της Ένωσης». Όμως το εκτεταμένο και περίπλοκο αυτό άρθρο, που χαρακτηρίζει κατευθύνσεις βιομηχανικής πολιτικής, θα μας απασχολήσει πολύ σύντομα.

Το γενικό συμπέρασμα από τη μελέτη του ευρωσυντάγματος είναι ότι η γενικότερη οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων των κρατών μελών δεν πρέπει να θίγει την ελεύθερη αγορά, τον ανταγωνισμό και πρέπει να μεριμνά για τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των κοινοτικών βιομηχανιών. Ευγενείς οι σκοποί, αλλά κάποιοι άλλοι πρέπει να θυσιαστούν.


Σχολιάστε εδώ