Η «διεθνής» του συστήματος…

Η ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου στην προεδρεία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς αποτελεί ασφαλώς μια τιμητική διάκριση και για τον ίδιο, και για το ΠΑΣΟΚ, και για την Ελλάδα. Όμως το βασικό ερώτημα που προκύπτει άμεσα είναι το ποια είναι σήμερα η στρατηγική εμβέλεια αυτού του θεσμού, ποια θέση κατέχει στους διεθνείς πολιτικοκοινωνικούς συσχετισμούς, ποιοι είναι οι κεντρικοί πολιτικοί του στόχοι απέναντι στα κρίσιμα προβλήματα του καιρού μας;

Δυστυχώς οι προσεγγίσεις και οι απαντήσεις στα καίρια αυτά ερωτήματα είναι μάλλον απογοητευτικές. Γιατί η σημερινή Διεθνής όχι μόνο μετέρχεται ως προκάλυμμα την «ιδιότητα» του σοσιαλισμού, αλλά και ελάχιστη σχέση έχει με την, προ ολίγων δεκαετιών, ισχυρή παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, που έβαλε τη «σφραγίδα» της μεταπολεμικά σε ολόκληρο σχεδόν τον δυτικοευρωπαϊκό χώρο.

Σήμερα η πλειονότητα των ισχυρών κομμάτων της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (κυρίως των ευρωπαϊκών) έχει υιοθετήσει τη στρατηγική του προτύπου της παγκοσμιοποίησης, εισάγοντας ως μόνη επιφύλαξη την παράμετρο του «ανθρώπινου προσώπου» ως μετριαστικού στοιχείου έναντι των ακραίων συνεπειών της λειτουργίας των μηχανισμών της αγοράς.

Από την άποψη αυτή η Διεθνής διαμορφώνεται σε μια «συστηματικού τύπου» σοσιαλδημοκρατία, η οποία ενσωματώνεται στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, συγκροτώντας με τον τρόπο αυτό τον ετερο-ομογενή-πόλο διαχείρισης σε σχέση με τον φιλελεύθερο/συντηρητικό τύπο διακυβέρνησης.

Η διαδικασία αυτή πολιτικοϊδεολογικής «ενσωμάτωσης» νομιμοποιείται θεωρητικά από ομάδες διανοουμένων -χαρακτηριστικό «ιδεότυπο» των οποίων αποτελεί ο A. Giddens (The Third Way, 1998)- όπως ο P. Krugman, ο A. Sen κ.λπ. Μέσα από τη θεωρία των μετατάξεων, της μετατροπής των συλλογικοτήτων σε δίκτυα δράσεων (οικονομικά, επικοινωνιακά, εργασιακά), την απαξίωση των κοινωνικών-θεσμικών ερεισμάτων «της τάξης της εργασίας», οι θεωρητικές αυτές αντιλήψεις «εκκαθαρίζουν το έδαφος» από τα κλασικά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά προτάγματα, ώστε τελικά η κυριαρχία των μηχανισμών της αγοράς, μέσω των δικτύων της παγκοσμιοποίησης, να προκύπτει ως ένα μη αντιστρέψιμο φαινόμενο μιας αδήριτης ιστορικής νομοτέλειας.

Ο εκλεπτυσμένος αντικρατισμός, που απονομιμοποιεί τον ρυθμιστικό / επιτελικό ρόλο του κράτους στους μηχανισμούς του απηνούς ανταγωνισμού συνοδεύεται από προτάσεις για τη συγκρότηση «δικτύων αλληλεγγύης» που «θα αντιμετωπίσουν» τη φτώχεια και την ανεργία, ή από επικλήσεις για τη συγκρότηση του ουτοπικού σχήματος της «κοινωνίας των πολιτών» ως θεσμικού πλαισίου ικανού να αντιμετωπίσει τους πανίσχυρους οικονομικούς μηχανισμούς. Όλα αυτά τα «σχήματα» που συμπληρώνονται από προτάσεις που αφορούν στη δράση των μη κυβερνητικών οργανώσεων, ή στην ενίσχυση διεθνών μηχανισμών ελέγχου, αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν το κεντρικό πρόβλημα:

Την κυριαρχία των οικονομικών μηχανισμών έναντι της πολιτικής, την υποταγή και την αποδυνάμωση της κοινωνίας από την ασύδοτη δράση της αγοράς, εξελίξεις που μετατρέπουν τον πολίτη σε ανασφαλή ιδιώτη, ο οποίος αγωνίζεται για την καθημερινή του επιβίωση και τη διασφάλιση εργασίας…

Γι’ αυτό και στις αναλύσεις των θεωρητικών αυτών δεν προσεγγίζονται οι στρατηγικές παγκόσμιας κυριαρχίας που ασκούν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, ούτε συνδέονται οι πολιτικές της παγκοσμιοποίησης με τις στρατηγικές αυτές (στρατιωτικές, οικονομικές, ιδεολογικές). Η άρνηση της Διεθνούς να «εισέλθει» στο πεδίο της κυρίαρχης αυτής αντίθεσης οδηγεί στη νομιμοποίηση των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, επιτρέποντας στα κόμματα που την αποτελούν να αναδεικνύονται σε «αξιοπρεπείς» συνδιαχειριστές του συστήματος.

Ασφαλώς οι εξελίξεις τόσο στο ευρύτερο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης όσο και η ανάδειξη προοδευτικών κομμάτων και ηγεσιών στην αμερικανική ήπειρο διαρρηγνύουν το «ήρεμο τοπίο» της «νομοτέλειας» του μονόδρομου της παγκοσμιοποίησης. Κοινωνικά κινήματα, προοδευτικά κόμματα, διανοούμενοι από τον χώρο της Αριστεράς (P. Bourdieu, J. Wallerstein, N. Chomsky, S. Amin, L. Panitch κ.λπ.) προτείνουν ριζικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των κρίσιμων κοινωνικών προβλημάτων, για την παρέμβαση του κράτους-έθνους στη στήριξη των κοινωνικών θεσμών, για την ανασυγκρότηση και την ισχυροποίηση των πολιτικών θεσμών έναντι της οικονομικής εξουσίας.

Στις αναλύσεις αυτές, αν και απουσιάζει η διατύπωση μιας συγκροτημένης εναλλακτικής πρότασης, απομυθοποιείται η μεταμοντέρνα εκδοχή της παγκοσμιοποίησης και η εξέλιξη αυτή ερμηνεύεται όχι ως μια νομοτέλεια, αλλά ως μια ιστορική διαδικασία εσωτερικού ανασχηματισμού του καπιταλιστικού συστήματος (θεωρία της ύστερης νεωτερικότητας), στην οποία μπορούν να παρέμβουν τα κοινωνικά κινήματα και οι προοδευτικές-αριστερές πολιτικές δυνάμεις.

Η Σοσιαλιστική Διεθνής για όλους αυτούς τους λόγους δεν διαθέτει σήμερα διεθνώς ένα σημαντικό πολιτικό βάρος. Στερείται συγκροτημένων -κοινωνικά νομιμοποιημένων- ερεισμάτων-σοβαρών πολιτικών, στρατηγικού τύπου, προτάσεων, ξεκάθαρων ιδεολογικών αρχών. Δεν υπάρχουν καν σημαντικοί ηγέτες ικανοί να διαμορφώσουν μια δυναμική και να τροφοδοτήσουν τις ελπίδες της προοδευτικής κοινωνίας.

Ίσως η τελευταία ελπίδα χάθηκε μετά την εκλογή του Λ. Ζοσπέν το 1997 και την ακύρωση του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος μέσα σε λίγα χρόνια. Το τελικό χτύπημα το έδωσε η πτώση του Σρέντερ, με τον νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα μέτρα που προώθησε στη δύση της πολιτικής καριέρας του…

Ποιος ο ρόλος του Γ. Παπανδρέου ως προέδρου της Διεθνούς; Όπως φαίνεται στην επιλογή του συνετέλεσε τόσο ο «απόηχος» του ονόματος του Ανδρέα Παπανδρέου στους λαούς του Τρίτου Κόσμου όσο και η επιδίωξη των κομμάτων της Διεθνούς να αναζητήσουν τον πολιτικοϊδεολογικό τους «πάτρωνα» στο δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ. Όμως με παρόμοια κριτήρια επιλογής και με την απουσία μιας συγκροτημένης πολιτικής πρότασης οι δημόσιες σχέσεις, οι διεθνείς παρουσίες και τα παντοειδή «ψηφίσματα» που εκδίδονται «προς παρηγορίαν» των πασχόντων φαίνεται ότι οροθετούν αυστηρά τον ρόλο του αυτόν…


Σχολιάστε εδώ