Κουτοπονηριές της Τουρκίας για να μην εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Σύνδεσης!
Τα όσα εκδηλώνονται σήμερα τα είχαν υπαινιχθεί εδώ και καιρό ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών και άλλοι τούρκοι επίσημοι, μιλώντας σε τούρκους δημοσιογράφους. Συγκεκριμένα, σε ερώτησή τους πώς θα απέφευγε η Άγκυρα το εμπόδιο της Κύπρου και την υποχρέωση που έχει να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, οι τούρκοι επίσημοι απάντησαν σιβυλλικά ότι έχουν ετοιμαστεί σχέδια γι’ αυτό. Είπαν ειδικότερα ότι η Κύπρος θα εγκλωβισθεί σε διπλωματικές διαδικασίες στον ΟΗΕ, ώστε να μη μπορεί να φέρει εμπόδια στην τουρκική ευρωπαϊκή πορεία και να παρουσιάζεται ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στις τουρκικές προτάσεις και προσπάθειες για «λύση» του Κυπριακού. Ανέφεραν με άλλα λόγια ένα νέο σχέδιο για την αποενοχοποίηση της Τουρκίας.
Αποκαλύψεις για την Κύπρο της συνεργάτιδος της Κοντολίζα Ράις, Ελίζαμπεθ Τζόουνς
Χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή είναι οι αποκαλύψεις που έκανε την περασμένη εβδομάδα σε ομιλία της στον Τουρκοαμερικανικό Σύνδεσμο στην Ουάσινγκτον η Ελίζαμπεθ Τζόουνς, πρόσωπο με ισχυρή επιρροή, μέχρι προσφάτως συνεργάτιδα της υπουργού Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις. Οι αποκαλύψεις της μεταδόθηκαν από τον ανταποκριτή στην Ουάσινγκτον της κυπριακής εφημερίδας «Φιλελεύθερος» (23.1.2006) Μιχάλη Ιγνατίου.
«Η Κύπρος υπήρξε ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα για τις ΗΠΑ», είπε η κ. Τζόουνς. «Υιοθετήσαμε τη θέση ότι η εικόνα της Τουρκίας στον κόσμο αναφορικά με την Κύπρο έπρεπε ν’ αλλάξει. Η Τουρκία πρέπει να θεωρείται το καλό παιδί στο θέμα της Κύπρου, αλλάζοντας έτσι τις υφιστάμενες παραστάσεις του κόσμου. Αναγνωρίζουμε την καλή δουλειά που έκανε η Τουρκία στο Κυπριακό. Διότι η Κύπρος, με ή χωρίς λύση, δεν πρέπει να δημιουργεί κωλύματα στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Κύπρος δεν πρέπει να θεωρείται πρόβλημα αναφορικά με τις φιλοδοξίες της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Μοίρασμα ρόλων
Για την προώθηση του σχεδίου αυτού μοιράστηκαν ρόλοι, με προεξάρχοντα στο προσκήνιο τη βρετανική διπλωματία. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών κ. Τζακ Στρο αυτοπροσκλήθηκε στην Κύπρο σε μια εμφανή και απροκάλυπτη προσπάθεια να πλήξει και να υποβαθμίσει την κυπριακή κυβέρνηση και τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο και να αναβαθμίσει αντιστρόφως το ψευδοκράτος και τον «Πρόεδρό» του Ταλάτ, εξισώνοντάς τον με τον νόμιμο Πρόεδρο της χώρας. Μερίμνησε μάλιστα να παρουσιάσει το ταξίδι του ως δήθεν μεσολαβητικό που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Κόφι Ανάν για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών.
Ο τελευταίος επέτρεψε, δυστυχώς, στον άγγλο υπουργό να εμφανισθεί ως ενεργών υπό την αιγίδα του. Ο ίδιος απέφυγε προς το παρόν να κάνει δηλώσεις, αναμένοντας να συναντηθεί προηγουμένως στο Νταβός με τον τούρκο πρωθυπουργό κ. Ερντογάν. Είναι το ίδιο επικοινωνιακό σκηνικό που είχε στηθεί το 2004, λίγο πριν από τη συνάντηση στη Νέα Υόρκη.
Ο κ. Στρο, παρά τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεις της κυπριακής κυβέρνησης, συνάντησε τον τουρκοκύπριο ηγέτη κ. Ταλάτ στο λεγόμενο «προεδρικό» μέγαρο. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ο κύπριος Πρόεδρος κ. Τάσσος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να τον συναντήσει και να τον νομιμοποιήσει ως δήθεν «μεσολαβητή» του ΟΗΕ. Ο κ. Στρο συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Ιακώβου. Ο τελευταίος του υπενθύμισε ότι η Βρετανία είναι εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Εάν η Μεγάλη Βρετανία», είπε ο κύπριος υπουργός, «έχει άλλη άποψη για το τι σημαίνει εγγυήτρια δύναμη, η Κύπρος την καλεί να προσφύγουν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για ν’ αποφανθεί αυτό περί της σημασίας του όρου». Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τον βρετανό υπουργό.
Ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον
Προφανώς δεν είναι τυχαία η σύμπτωση της προβολής των «νέων τουρκικών προτάσεων για το Κυπριακό με την επίσκεψη στην Ουάσινγκτον του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας κ. Γιίτ Αλπογάν, λίγες μέρες πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας στις 2 Φεβρουαρίου. Ως γνωστόν, κατά τη συνεδρίαση αυτή αναμένεται να αποφασισθεί αν το Ιράν θα παραπεμφθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την επιβολή κυρώσεων σχετικά με την απόφασή του να προχωρήσει σε έρευνες για τον εμπλουτισμό ουρανίου.
Είναι προφανές ότι, κατά το πρότυπο του Ιράκ, η Άγκυρα επιχειρεί να αποκομίσει διπλωματικά και άλλα ανταλλάγματα για τη «συνεργασία» της στο θέμα των επιδιωκομένων κυρώσεων και ενδεχομένως άλλων μέτρων που θα θεωρηθούν σκόπιμα από τις ΗΠΑ κατά του Ιράν. Η αποδοχή, πάντως, από το Ιράν της ρωσικής προτάσεως για τη διεξαγωγή στο έδαφός της των εργασιών εμπλουτισμού ουρανίου, στο πλαίσιο ενός συστήματος και ενός κέντρου διεθνούς πυρηνικής συνεργασίας, εκτονώνει κατά πολύ τη διεθνή ένταση. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η υποστήριξη που έδωσε στη ρωσική πρόταση η Γερμανία, σύμμαχος του ΝΑΤΟ και πολύ σημαντικός παράγοντας της ΕΕ.
Η εκτόνωση δεν εξυπηρετεί, από μια άποψη, τα τουρκικά συμφέροντα και τις καιροσκοπικές προσπάθειες της Άγκυρας. Η τελευταία επιδιώκει να αξιοποιήσει την κρίση με το Ιράν για ν’ αποκομίσει στρατηγικά οφέλη στην περιοχή και διπλωματικά ανταλλάγματα στις ευρωτουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνένοχη στάση του Όλι Ρεν, Επιτρόπου για τη Διεύρυνση
Η χρονική στιγμή κατά την οποία εκδηλώνεται η νέα προσπάθεια για την αποενοχοποίηση της Τουρκίας δεν είναι επίσης τυχαία και σε ό,τι αφορά την ΕΕ. Σύμφωνα με την απόφαση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας με την ΕΕ στις 4 Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να παρουσιάσει κατά το πρώτο εξάμηνο του 2006 τις προόδους της Τουρκίας προς την υλοποίηση των ανειλημμένων από αυτήν υποχρεώσεων.
Μεταξύ αυτών είναι η εφαρμογή, χωρίς εξαίρεση για την Κύπρο, του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως της Τουρκίας με τις 10 νέες χώρες μέλη. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι ήδη το Ευρωκοινοβούλιο, με εισήγηση του Χανς Γκερτ Πέτεριγκ, προέδρου της ομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, δεν έδωσε ακόμη τη σύμφωνη γνώμη του για το Πρωτόκολλο, αναμένοντας διευκρινίσεις σχετικά με το τι θα επικυρώσει τελικά η Τουρκική Εθνοσυνέλευση.
Θα περιλάβει σ’ αυτό, όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει η τουρκική ηγεσία, την τουρκική δήλωση περί μη αναγνωρίσεως της Κύπρου και μη εφαρμογής του Πρωτοκόλλου για την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία απερρίφθη, υποτίθεται, με την ευρωπαϊκή αντιδήλωση; Ήδη την περασμένη Τετάρτη συζητήθηκε στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων του Ευρωκοινοβουλίου η έκθεση του προέδρου του Σώματος. Η Τουρκία καλείται να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο και να επιτρέψει στο πλαίσιο των προνοιών του το άνοιγμα των τουρκικών λιμένων και αερολιμένων στα πλοία και αεροπλάνα με κυπριακή σημαία. Στην έκθεση τονίζεται ειδικότερα ότι η υποχρέωση αυτή της Άγκυρας είναι συστατικό στοιχείο της ενταξιακής της πορείας.
Αναμένεται επίσης η συζήτηση κατά τις προσεχείς μέρες της εκθέσεως του Γκάμιελ Έρλιγκς για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα με τη βοήθεια των συμμάχων της θέλει όχι μόνο να υπονομεύσει και να ακυρώσει τις υποχρεώσεις της, σε ό,τι αφορά την Κύπρο, αλλά, επιπλέον, να μετατρέψει τις υποχρεώσεις της σε μπούμερανγκ κατά της Κύπρου και να συνδέσει την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, για την οποία έχει συμβατική υποχρέωση απέναντι στην ΕΕ, με τη λεγόμενη «άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» και την προώθηση του «απευθείας εμπορίου».
Επιδιώκει επιπλέον να μεταθέσει τις πιέσεις της ΕΕ προς την πλευρά της Κύπρου για ν’ ανταποκριθεί στις «νέες» δήθεν τουρκικές προτάσεις για τη «λύση» του Κυπριακού. Η βρετανική συμπαιγνία στην ΕΕ και οι παρασκηνιακές αμερικανικές πιέσεις αντικαθρεφτίζονται και στη συνένοχη στάση που τήρησε ο αρμόδιος για τη διεύρυνση επίτροπος Φινλανδός, Όλι Ρεν. Ο τελευταίος, με πρόσχημα τα όσα περιελήφθησαν για την Κύπρο στα τελικά συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ, έσπευσε ουσιαστικά να δώσει κάλυψη στους βρετανικούς διπλωματικούς ελιγμούς και στην Άγκυρα. Χαιρέτισε τις τουρκικές προτάσεις και επανέλαβε ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να επιτευχθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ, υπονοώντας ότι η ΕΕ δεν έχει καμία αρμοδιότητα και ρόλο για την εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό. Στο πνεύμα αυτό παρότρυνε τις δύο πλευρές να επαναλάβουν τις συνομιλίες υπό την αιγίδα του Κόφι Ανάν.
Οι τουρκικές προτάσεις
Οι παρουσιαζόμενες ως «νέες» τουρκικές προτάσεις περιλαμβάνουν δέκα σημεία. Επικεντρώνονται πρώτον στην ιδέα της συνδέσεως της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως από την Τουρκία με τη λεγόμενη «άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» και το «απευθείας εμπόριο» των κατεχομένων με την ΕΕ. Δεύτερον, στην ιδέα μιας τετραμερούς διασκέψεως μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Είναι οι γνωστές και πάγιες τουρκικές απόψεις που υπεβλήθησαν και τον Μάιο του 2004, και έχουν σκοπό την ντε φάκτο «λύση» του Κυπριακού με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα και την προαγωγή των κατεχομένων σε κράτος «ισότιμο» της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα προσπάθεια διεθνούς υποσκάψεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά το πρότυπο εκείνης που είχε επιχειρηθεί τον Μάιο του 2004 με την περίφημη έκθεση Ανάν στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Υπενθυμίζεται ότι με την έκθεση εκείνη ο Κόφι Ανάν επέρριπτε στην ελληνική πλευρά την ευθύνη για την αποτυχία λύσεως του Κυπριακού. Αποφαινόταν επιπλέον ότι μέσα στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε οι χώρες μέλη δεν δεσμεύονταν ουσιαστικά από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που καταδικάζουν την ανακήρυξη τουρκοκυπριακού κράτους στην Κύπρο.
Το ψήφισμα που πρότεινε στο πνεύμα αυτό ο Κόφι Ανάν στο Συμβούλιο Ασφαλείας δεν κατετέθη τελικά μετά την προβολή τεχνικού βέτο από τη Ρωσία. Η αλλαγή της στάσεως της Ρωσίας έγινε έμμονη ιδέα για την Άγκυρα, η οποία προσδοκά και επιδιώκει να μεταφράσει και σε διπλωματικά κέρδη τις άριστες και πολύ σημαντικές οικονομικές σχέσεις που έχει αναπτύξει με τη χώρα αυτή. Η πρόσφατη επίσκεψη στη Μόσχα του Προέδρου Παπαδόπουλου είχε ακριβώς κύριο στόχο να ενισχύσει τους δεσμούς με τη χώρα, αυτή, που έχει στρατηγικό ρόλο ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, για τη στήριξη της διεθνούς υποστάσεως της Κύπρου και την απόκρουση των συνδυασμένων και κατευθυνόμενων από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα επιθέσεων για την υπόσκαψή της και την προβολή της ιδέας δύο «ισότιμων κρατών» στην Κύπρο.
Η σημερινή κατάσταση είναι το κόστος του εγκλωβισμού της ελληνικής πλευράς στην αδιέξοδη στρατηγική του Σχεδίου Ανάν
Είναι προφανές ότι η ατολμία της ελληνικής πλευράς να αξιοποιήσει το διπλωματικό πλεονέκτημα που απέκτησε η Κύπρος με την ένταξή της στην ΕΕ, και ο εγκλωβισμός της σε μια αδιέξοδη «στρατηγική» με βάση το Σχέδιο Ανάν επιτρέπουν στους αντιπάλους της να περάσουν στη διπλωματική αντεπίθεση. Η επιδίωξη μιας λύσεως βασισμένης στις δημοκρατικές αρχές που αποτελούν σήμερα συμβατικό κεκτημένο για την Κύπρο, χώρα μέλος της ΕΕ, δεν χρειάζεται αναγκαστικά να προέλθει από επίσημη διπλωματική πρωτοβουλία της ΕΕ, την οποία η ίδια δεν θέλει. Θα αρκούσε η Κύπρος να εμμένει σταθερά στη διεκδίκηση ισότιμης σε όλα μεταχειρίσεως, όπως οποιαδήποτε άλλη χώρα μέλος, και να μη δέχεται διακρίσεις και εκπτώσεις εις βάρος της όπως έγινε στην περίπτωση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Η ελληνική πλευρά πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει τη στρατηγική της στο Κυπριακό και να προσανατολισθεί σταθερά προς μια λύση βασισμένη στις ευρωπαϊκές αρχές και στη σημερινή θέση της Κύπρου ως χώρας μέλους της ΕΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμη και η ένταξη μπορεί να αποβεί μπούμερανγκ για την ελληνική πλευρά και να καταστεί ένας επιπλέον διπλωματικός μοχλός για την επιβολή απαράδεκτης «λύσεως».