«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΤΩΧΟΥ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΥ» ΚΑΙ Ο ΠΑΓΟΣ ΩΣ ΑΙΜΟΒΟΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ, ΩΣ ΑΛΛΟΣ ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΣ ΙΑΓΟΣ

Μετά τήν άκρατον σιωπή
πού έπεται τής χιόνος
ήχος ακούστηκε δριμύς
πού εξεφώνει όνος.

Γάιδαρος ίστατο χλομός
εντός μικρός αλέας
χνοτίζων μιάν λευκή μορφή
εγγύς πορτοκαλέας.

Τοιούτος ήτο ο κλαυθμός
πού πλήθος πορτοκάλια
έπιπταν γύρω σωρηδόν
κι έσπαζον ως μπουκάλια.

Ανεταράχθη η γειτονιά
καί κάποιαι κορασίδες
μέ μανδαλάκια εστήριζον
τίς απειθείς κοτσίδες.

Εύμορφοι καί ατίθασοι
εξήλθον εις τούς δρόμους
ενώ ο ήλιος φώτιζε
τής παρθενίας ώμους.

Λές κι ήσαν θεία αγάλματα
έργα τού Πραξιτέλους
ως Δυσδαιμόνες καλλιεπείς
πού άγρευαν Οθέλλους,

…έσειαν στήθη αμάλαγα
τής εφηβείας πλούτος
πού θά εδαιμονίζετο
καί άντρας -τίς- τοιούτος.

Ομάδι άπασαι ορμούν
πρός τήν πορτοκαλέα
όπου ο όνος γκάριζε
μ’ ύφος εισαγγελέα.

Κι ορώσι οι ατθίδες μας
πλησίον τού γαϊδάρου
έναν χιονάνθρωπον γυμνόν
επί ξυλίνου κάρου.

Τό θέαμα εξέπληξεν
πάσας τάς νεανίδας
κι εστάθησαν εμβρόντητοι
μέ οφθαλμούς γαρίδας.

Έξω τής κόγχης τών ματιών
πετάχθησαν οι κόρες
κι οι ίριδες εδάκρυσαν
ως χήρες μαυροφόρες.

Καθ’ ότι ο χιονάνθρωπος
ανθρωπινώς μιλούσε
κι ο όνος σιγοντάριζε
ωσάν νά τραγουδούσε.

Ετούτο τό λογύδριον
εγώ θά περιγράψω
ως μοι εδόθη ακέραιον
κι επ’ ουδενί θά θάψω.

«Θνητοί τού άστεως αυτού
τής γλαφυράς Αθήνας
όπου εκτρέφει γάιδαρους
κι αμέτρητους κηφήνας»,

«…ιδέτε πώς κατήντησα
καί φέρω ένδυμά μου
τό δέρμα πού μέ γέννησε
η προσφιλής μαμά μου».

«Λίγας ημέρας πρίν, εδώ,
είπα νά ξαποστάσω
διότι έπιπτεν χιονιάς
καί νά μήν ξεπαγιάσω».

«Ήλπιζον νά μήν κοιμηθώ
εκ νάρκης τής χιόνος
κι όρισα ως προστάτη μου
νά μέ φυλάει ο όνος».

«Όμως αυτός ο κερατάς
φέρθηκε αλλοκότως
κι ούτω ως κάθε Γάιδαρος
απεκοιμήθη πρώτος».

«Ότε, δέ, μέ εξύπνησαν
οι άχαρες φωνές του
ενώ εκοιμήθην άνθρωπος
εξύπνησα λακές του».

«Διά τούτο σάς παρακαλώ
θέλω νά μ’ αγκαλιάστε,
εκλιπαρώ νά ζεσταθώ,
κι ευλογημέναι νά ‘στε».

«Διότι πολίτης Έλληνας
ήμην εκ τών Μεγάρων
κι ιδέστε πώς μέ έκανε
τό Κράτος τών γαϊδάρων».

«Μέ ξέχασε πάσα Αρχή
καί κάθε Εξουσία
κι οδεύω πρός τόν Χάροντα
καί πρός Αχερουσία».

Αυτά είπε ο χιονάνθρωπος
κι εξέπνευσε ως γίδα
ενώ τό Κράτος-Γάιδαρος
άπλωνε τήν αρίδα.
………………………………………………..
Επειδή εις τά πάρκα καί τάς αλέας τών πόλεων υπάρχει περίπτωση
κάποιοι ασήμαντοι εξ ημών νά έχουν ξεμείνει στό νεκροκρέβατο, δέον
τό Κράτος νά λάβει επειγόντως μέτρα περισυλλογής μας. Τά δέ έξοδα
νά τά συμπεριλάβει, ως συνηθίζει, στόν λογαριασμό τής ΔΕΗ.


Σχολιάστε εδώ