Ες άλλην τετραετία «τα σπουδαία»

Τους τελευταίους ιδιαίτερα μήνες η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχει μετατεθεί σε ένα πλαίσιο δευτερευόντων θεμάτων και δεν διεξάγεται πλέον στο πεδίο των πολιτικών θεσμών, αλλά εκφυλίζεται καθημερινά στις άγονες αψιμαχίες που διεξάγονται στα βραδινά τηλεοπτικά δελτία «ειδήσεων».

Τα κατ’ ευφημισμόν βέβαια δελτία «ειδήσεων»… Γιατί τα περισσότερα από αυτά είναι «μονοθεματικά» και εξαντλούνται σε στείρες αντιπαραθέσεις μεταξύ δημοσιογράφων, «επαγγελματιών» της σύγκρουσης, της αυθάδειας και της ελευθεροστομίας, ένιοι των οποίων εκτελούν διατεταγμένους ρόλους, και «επιλεγμένων» πολιτικών που διακρίνονται είτε για την ανεκδοτολογική τους παρουσία είτε για τη συγκρουσιακή τους προδιάθεση. Τα ουσιώδη οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αγνοούνται συστηματικά, και τις περισσότερες φορές καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις των δελτίων, μεταδιδόμενα λίγο πριν από τις αθλητικές ειδήσεις…

Όλο αυτό το σκηνικό, που οδηγεί ουσιαστικά στην αποπολιτικοποίηση και στη μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε ένα ατελείωτο παραπολιτικό «πανηγύρι», πέρα από τις προθέσεις και τους στόχους των συμφερόντων της διαπλοκής που ελέγχουν τα ΜΜΕ, αποκαλύπτει την απουσία ριζικών -στρατηγικού χαρακτήρα- διαφορών μεταξύ των κομμάτων της διακυβέρνησης, οπότε αναγκαστικά η αντιπαράθεση μετατίθεται σε μια «ατζέντα» δευτερευούσης σημασίας θεματικών.

Το πλέον «ευάλωτο» σημείο της κυβερνητικής παράταξης είναι το πεδίο της Οικονομίας. Μέσω της «απογραφής» η κυβέρνηση επιχείρησε να «χρεώσει» ένα τμήμα των συνεπειών της δικής της πολιτικής στις κυβερνήσεις Σημίτη, και να κερδίσει ένα ικανό τμήμα «πολιτικού χρόνου» του εκλογικού κύκλου της τετραετίας.

Επί της ουσίας όμως το νεο-φιλελεύθερο πρότυπο που εφαρμόζει, όχι μόνο στην Οικονομία, αλλά και ευρύτερα στους κοινωνικούς θεσμούς, δεν αποτελεί παρά την «επί τα χείρω» εκδοχή των επιλογών των κυβερνήσεων της οκταετίας Σημίτη. Η συμβολική έννοια του «εκσυγχρονισμού» αντικαταστάθηκε από εκείνη των «μεταρρυθμίσεων», χωρίς να μεταβληθεί ο βασικός πυρήνας της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη.

Εδώ ανακύπτει ένα βασικό -στρατηγικού χαρακτήρα- πολιτικό πρόβλημα για το ΠΑΣΟΚ. Έχοντας υιοθετήσει -τόσο ο πρόεδρός του όσο και το σύνολο της «ηγετικής» του ομάδος- τις βασικές εκδοχές της νεο-φιλελεύθερης στρατηγικής, αδυνατεί να αντιπαρατεθεί προς την κυβέρνηση.

Το γεγονός αυτό έχει δύο σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις:

– Η απουσία της ουσιαστικής αντιπαράθεσης στον τομέα της Οικονομίας όχι μόνο ευνοεί και νομιμοποιεί την κυβέρνηση στην προώθηση των επιλογών της, αλλά στην ουσία ενσωματώνει το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική της στρατηγική και το οδηγεί στην «πολιτική αφωνία». Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση ως εκτελεστική εξουσία καθορίζει την πολιτική «ατζέντα», σύρει το ΠΑΣΟΚ πίσω από τις δικές της πρωτοβουλίες, και το μετατρέπει σε ένα άβουλο πολιτικό «μόρφωμα» που αναγκάζεται να δίδει ad hoc απαντήσεις και να προβαίνει σε καθυστερημένες παρεμβάσεις. Η περίπτωση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί μεταξύ άλλων ένα κραυγαλέο παράδειγμα.

– Από την άλλη πλευρά το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του μη δυνάμενοι να προβάλουν μια σαφή εναλλακτική πρόταση παραμένουν εγκλωβισμένοι στις επιλογές και στα ιδεολογικά πρότυπα του «σημιτικού» τους παρελθόντος…

Η ρήξη με τη Νέα Δημοκρατία προϋποθέτει τη ρήξη με το συνολικό «σύστημα Σημίτη», ριζική αποδέσμευση τόσο από τις βασικές κοινωνικο-οικονομικές του επιλογές όσο και από τις αξίες της αγοράς, τις οποίες το «σύστημα» αυτό ανήγαγε σε ύψιστες αρχές και αξίες όλης της κοινωνίας.

Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να «εισπράξει» την κοινωνική δυσαρέσκεια και την απογοήτευση που προκαλούνται από τις κυβερνητικές πολιτικές. Οι σφυγμομετρήσεις «αριθμοποιούν» το κοινωνικο-πολιτικό αυτό φαινόμενο, αποκαλύπτοντας την κατιούσα πορεία την οποία ακολουθεί η αξιοπιστία τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του προέδρου του. «Ενέσεις αυτοπεποποίθησης» όπως αυτή της «εκλογής» του Γ. Παπανδρέου ως προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς δεν αποτελούν παρά επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις, οι οποίες δεν θίγουν τον «πυρήνα» των αιτίων αποστασιοποίησης της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ.

Αποδεχόμενος, καθώς φαίνεται, το πλαίσιο αυτό ο Γ. Παπανδρέου έχει διαμορφώσει τόσο την προσωπική του στρατηγική όσο και τις επιλογές που αφορούν την προοπτική του ΠΑΣΟΚ. Η παρούσα τετραετία έχει «παραχωρηθεί» στη Νέα Δημοκρατία, και ο ίδιος φαίνεται να εκτιμά ότι οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές έχουν ήδη χαθεί.

Ο ίδιος όμως επιδιώκει να επωφεληθεί, ώστε στο μακρό αυτό διάστημα να «αναδιαμορφώσει» το ΠΑΣΟΚ σύμφωνα με τα μέτρα του και τις αντιλήψεις του. Βασική του επιδίωξη είναι να θέσει εκτός της «ακτίνας δράσεως» τα στελέχη εκείνα που μπορούν να τον αμφισβητήσουν στην περίπτωση νέας εκλογικής ήττας. Εάν μπορέσει να διαβεί και αυτόν τον σκόπελο ο Γ. Παπανδρέου, ελπίζει στη νέα τετραετία να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας μη αντιστρεπτής κρίσης της κοινωνικής αποδοχής της Νέας Δημοκρατίας, ώστε ο ίδιος να αποκτήσει αδαπάνως το πολυπόθητο διακύβευμα του πρωθυπουργικού θώκου…

Ξέχνα όμως ότι όσοι σχεδιάζουν επί χάρτου την ιστορία καταλήγουν ασήμαντα «περιστατικά» της εξέλιξής της…


Σχολιάστε εδώ