«Αναθεώρηση» με όρους Αγοράς
Όμως δεν έχουν παρέλθει παρά λίγα χρόνια από την προηγούμενη αναθεώρηση, ώστε να δικαιολογείται αυτή σπουδή. Γι’ αυτό και στο πραγματικό τους «βάθος» οι συνεχείς και αλλεπάλληλες αυτές συνταγματικές αναθεωρήσεις αποκαλύπτουν την έκταση της κρίσης και της αποτυχίας του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων της διακυβέρνησης. Και το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το αίτημα της αναθεώρησης διατάξεων που ψηφίσθηκαν το 2000, όπως αυτή -η τραγικής εμπνεύσεως επιλογή- που καθιέρωσε το «ανεπάγγελτο» της βουλευτικής ιδιότητας.
Η κρίση των πολιτικών θεσμών και του πολιτικού συστήματος επιχειρείται να εμφανισθεί ως «προϊόν» της ανεπάρκειας και των ατελειών του συνταγματικού χάρτη. Γι’ αυτό και το Σύνταγμα επιστρατεύεται ως άλλοθι- και οι αναθεωρήσεις του ως πανάκεια- προκειμένου να καλυφθούν οι αδυναμίες των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού.
Ένα Σύνταγμα όμως καθορίζει το ευρύτερο πλαίσιο διαμόρφωσης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Οροθετεί το πεδίο δράσης μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτικού, κατοχυρώνει τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των πολιτών (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά), καθορίζει το πλαίσιο λειτουργίας των εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής), περιγράφει τη δέσμη αρχών που θα πρέπει να διέπουν το θεσμικό-δικαϊκό σύστημα.
Όλες όμως αυτές οι αρχές, οι κανόνες, οι διατάξεις που περιγράφονται στο Σύνταγμα -και οφείλουν στην πράξη να καθορίζουν τις θεσμικές λειτουργίες και τους κανόνες άσκησης των εξουσιών- αποδυναμώνονται ή και ακυρώνονται στην καθημερινή τους εφαρμογή.
Η μια κατεύθυνση αφορά την πολυνομία, την αντιφατικότητα των νομικών διατάξεων, μια κατάσταση που διαμορφώνει στην πράξη τα περίφημα «παράθυρα» που ακυρώνουν συχνά το κανονιστικό και αξιακό περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων.
Η άλλη κατεύθυνση -και εδώ βρίσκεται η βασική πηγή παραγωγής της κρίσης- αφορά την ενσωμάτωση θεσμών και προσώπων του πολιτικού συστήματος στο «σχήμα» των οικονομικών συμφερόντων.
Για παράδειγμα οι τηλεοπτικές συχνότητες αποτελούν δημόσιο αγαθό. Γι’ αυτό και η χρήση τους οφείλει να διέπεται από τη διαφύλαξη και την κοινωνική «χρήση» αυτού του αγαθού. Ορθώς λοιπόν στο Σύνταγμα πρέπει να κατοχυρωθεί η διάταξη περί «βασικού μετόχου». Όμως στην πράξη το σύστημα της διαπλοκής έχει ακυρώσει εδώ και αρκετά χρόνια το ουσιώδες περιεχόμενο της συνταγματικής διάταξης.
Κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί από μόνο του να εμποδίσει την πολιτική διαφθορά, τη συναλλαγή μεταξύ πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Ένα πλήθος νόμων και ρυθμίσεων επιτρέπει στους κατόχους των ΜΜΕ να διατηρούν χρεοκοπημένους στην πραγματικότητα τηλεοπτικούς σταθμούς εκβιάζοντας την εκάστοτε κυβέρνηση ή να ακυρώνουν στην πράξη τις απαγορεύσεις που αφορούν τη μετοχική διάρθρωση της ιδιοκτησίας. Κανένα Σύνταγμα που κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολιτών δεν μπορεί να αποτρέψει από μόνο του τις μεθοδεύσεις που ακυρώνουν στην πράξη μέσω νόμων και ρυθμίσεων την ισότητα μεταξύ των πολιτών, καταργούν τα εργασιακά δικαιώματα και ιδιωτικοποιούν συστηματικά τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους.
Όλα αυτά τα φαινόμενα αποτελούν εκφραστές της παραίτησης της πολιτικής και των εκφραστών της από τον κυρίαρχο ρόλο τους, που συνίσταται στην έκφραση των κοινωνικών αναγκών και συμφερόντων και στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.
Η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν κινείται με τις προτάσεις της στην κατεύθυνση αποκατάστασης αυτής της στρέβλωσης, αλλά τουναντίον επιδιώκει να θέσει τα θεμέλια νομιμοποίησης των νεοφιλελεύθερων επιλογών της μέσω του Συντάγματος. Δυστυχώς και η αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση -πρωτοστατώντας στην ίδρυση ιδιωτικού χαρακτήρα Πανεπιστημίων- αρνούμενη μάλιστα και τη δέσμευση για τον «βασικό μέτοχο»! Οι όποιες «διαφωνίες» της δεν έχουν παρά τυπικό διαδικαστικό χαρακτήρα.
Οι προτάσεις «περί αναθεώρησης» κινούνται σε δύο κατευθύνσεις. Η μια οδηγεί στην υποχώρηση της λαϊκής/κρατικής κυριαρχίας έναντι της ισχύος των μηχανισμών της «νέας τάξης» και των συσχετισμών (πολιτικών, οικονομικών) που διαμορφώνουν το πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Εδώ η Πρόεδρος της Βουλής στην ομιλία της κατά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας έδωσε το πραγματικό «στίγμα» των αντιλήψεων της κυβερνητικής παράταξης.
Η άλλη κατεύθυνση αφορά την εισαγωγή νεοφιλελεύθερων αρχών στο Σύνταγμα (ιδιωτικά Πανεπιστήμια, αλλαγή εργασιακών σχέσεων, νομιμοποίηση «δασικών» εκτάσεων κ.λπ.). Η αρχή της «ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας» αποτελεί τον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα συνταγμάτων και καθορίζει με τη σειρά της το πεδίο των πολιτικών-κρατικών δραστηριοτήτων (θεωρία για το ελάχιστο κράτος). Οι «πατριάρχες» του νεοφιλελευθερισμού, R. Nozick και F.A. Hayek, θεμελιώνουν την άποψη αυτή, υποστηρίζοντας την κοινωνία της ελεύθερης αγοράς σε συνδυασμό με ένα ελάχιστο κράτος και με την αποδυνάμωση των ισχυρών κοινωνικών ομάδων (εργατικών σωματείων). Όπως μάλιστα υποστηρίζει ο F.A. Hayek η δημοκρατία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον, ένα «ωφελιμιστικό στρατήγημα» που συντελεί στη διασφάλιση του ύψιστου πολιτικού στόχου: της ελευθερίας (του οικονομικού πράττειν).
Συνταγματικές «αναθεωρήσεις», συνταγματικά δικαστήρια και όλα τα «συνακόλουθα» δεν οδηγούν παρά στην αντιστροφή του πραγματικού προβλήματος: που δεν είναι βέβαια ούτε νομικό ούτε δικαιικό, αλλά καθαρά πολιτικό και κοινωνικό. Και προς αυτή την πλευρά δεν ανοίγεται καμιά διέξοδος.