Αναζωπύρωση της κρίσεως μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας
Η διαμάχη δεν αφορά βεβαίως μόνο έναν φάρο. Θέτει εκ νέου το θέμα της παρουσίας του ρωσικού στόλου στη Σεβαστούπολη και εμμέσως το θέμα της Κριμαίας. Η διαμάχη υποκινείται από την πρώην πρωθυπουργό και πρωταγωνιστή της «πορτοκαλί επαναστάσεως», Γιούλια Τιμοσένκο, που ήρθε σε ρήξη με τον πρόεδρο Γιουσένκο. Ο τελευταίος την απέπεμψε. Η Τιμοσένκο συνδαυλίζει με κάθε τρόπο τον εθνικισμό των Ουκρανών. Προσπαθεί να επωφεληθεί από τις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Μαρτίου, και να θέσει κάθε είδους εμπόδια στην εξομάλυνση των σχέσεων Ουκρανίας – Ρωσίας, που μπορεί, κατ’ αυτήν, να οδηγήσει σε επάνοδο της Ουκρανίας υπό τη ρωσική επιρροή.
Στο πνεύμα αυτό ακούγονται φωνές για τετραπλασιασμό της αποζημιώσεως που συμφώνησε η Ρωσία να πληρώνει για την χρήση των εγκαταστάσεων της Σεβαστουπόλεως από τον ρωσικό στόλο. Το τελευταίο προτείνεται ως αντίποινα για την ανάλογη αύξηση της τιμής του ρωσικού φυσικού αερίου. Σημειώνεται ότι για την επίλυση της κρίσεως που είχε ξεσπάσει για το θέμα της παραμονής του ρωσικού στόλου στη Σεβαστούπολη, το 1997, οι τότε πρόεδροι των δύο χωρών, Γέλτσιν και Κούτσμα, είχαν υπογράψει συμφωνία που ισχύει μέχρι το 2017. Με βάση τη συμφωνία αυτή η Ρωσία δέχθηκε να πληρώνει ετησίως 100 εκατ. δολάρια.
Οι ουκρανικές αξιώσεις και πιέσεις προκαλούν έντονη αντίδραση στη ρωσική πλευρά, που υπενθυμίζει με νόημα ότι η Κριμαία δεν αποτελούσε ποτέ μέρος της ιστορικής Ουκρανίας. Δόθηκε στην Ουκρανία μόλις το 1954 από τον Χρουστσόφ για απλούς διοικητικούς λόγους στο πλαίσιο της ενιαίας Σοβιετικής Ενώσεως.
Η Κριμαία ήταν μια κατάκτηση της Αικατερίνης της Μεγάλης. Έγινε από τον εραστή της, τον στρατηγό Ποτέμκιν, το 1783. Ο τελευταίος τιμήθηκε γι’ αυτό με τον τίτλο του Πρίγκιπος της Ταυρίδος. Η νέα ένταση προκαλεί εκνευρισμό στη ρωσική ηγεσία. Εντάσσεται απ’ αυτήν στο ευρύτερο σενάριο που πιστεύει ότι υποκινείται και προωθείται από τις ΗΠΑ για μια γεωπολιτική αποσταθεροποίηση στις ουκρανορωσικές σχέσεις και για την ένταξη της Ουκρανίας στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο και το ΝΑΤΟ. Αφ’ ενός επιδεικνύει ανοχή και υπομονή για να προσελκύσει την ουκρανική κοινή γνώμη, και να εκθέσει όσους απεργάζονται κρίση στις ρωσοουκρανικές σχέσεις ως ανεύθυνους και τυχοδιώκτες. Αφ’ ετέρου, βλέπει να μειώνεται επικίνδυνα το περιθώριο ελιγμών. Ένας λόγος παραπάνω είναι οι πληροφορίες ότι στην υφαλοκρηπίδα των δύο χωρών κοντά στην Κριμαία έχουν εντοπισθεί μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου. Προκύπτει λοιπόν μια άλλη αιτία ανταγωνισμού και τριβών. Η Ρωσία δεν είναι όμως σε καμιά περίπτωση διατεθειμένη να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ασφυκτικού περιορισμού της σ’ αυτό που θεωρεί νόμιμο και ιστορικό της χώρο, τη Μαύρη Θάλασσα, και να επιτρέψει τη δυναμική εισβολή του ΝΑΤΟ και της αμερικανικής επιρροής στο μαλακό της υπογάστριο.
Αυτό είναι ένας λόγος για τον οποίο η πορεία των σχέσεων μεταξύ των δύο αυτών χωρών αποτελεί μεγάλο και ευρύτερο γεωπολιτικό και στρατηγικό διεθνές θέμα, που ενδιαφέρει και επηρεάζει εκτός των άλλων και τη χώρα μας. Η Ελλάδα έχει ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με την περιοχή αυτή, και οι εξελίξεις και ενδεχομένως γεωπολιτικές ανατροπές σ’ αυτή την περιοχή θα επηρεάσουν ζωτικά και στρατηγικά της συμφέροντα.