Αγγλοαμερικανική διπλωματική εκστρατεία για αναβάθμιση του ψευδοκράτους
Ο στόχος αυτός αποτελούσε προϋπόθεση για να εκπληρωθεί αυτό που είπε με πολλή υπεροψία και μνησικακία ο λόρδος Χάνεϊ, αρχιτέκτων του Σχεδίου Ανάν, μετά την απόρριψή του από την ελληνική πλευρά: «Οι Ελληνοκύπριοι δεν πρέπει να ξεφύγουν και δεν θα ξεφύγουν από το Σχέδιο Ανάν».
Ο τρόπος για να γίνει αυτό πράξη ήταν και είναι η επιβολή της ιδέας δύο «συστατικών κρατών», ανεξάρτητα από την απόρριψη του σχεδίου από τους Ελληνοκύπριους και η προσπάθεια αναβαθμίσεως του ψευδοκράτους μέσα από το τέχνασμα και την προπαγάνδα της λεγομένης άρσεως της «οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» και του «απευθείας εμπορίου».
Ο βρετανικός παράγων μερίμνησε, μέσα στο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε εντέχνως στην ΕΕ από το «όχι» των Ελληνοκυπρίων, να επιτύχει την έγκριση ψηφίσματος ακόμη και από το Ευρωκοινοβούλιο υπέρ της «άρσεως της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» και του «απευθείας εμπορίου».
Παρ’ όλα αυτά, δεν πέτυχε να εγκριθεί ο κανονισμός για το απευθείας εμπόριο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, γιατί η νομική θέση της Κύπρου ως χώρας μέλους της ΕΕ δεν επιτρέπει την παράκαμψη της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάπτυξη απευθείας εμπορικών σχέσεων με την κατεχόμενη Κύπρο.
Η βρετανική διπλωματία, ενώ εξακολουθεί να πιέζει προς την ίδια κατεύθυνση, καταφεύγει παραλλήλως σε άλλες ενέργειες για να εκβιάσει την ελληνική πλευρά, και να προωθήσει τη ντε φάκτο «αναγνώριση» των κατεχομένων ως «συστατικού κράτους», κατά τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν, παραγραφομένης σιωπηρά της τουρκικής κατοχής.
Στο πλαίσιο αυτό δύο γεγονότα είναι ιδιαίτερα ενδεικτικά. Το πρώτο αφορά την προκλητική απόφαση και εμμονή του άγγλου υπουργού Εξωτερικών Τζακ Στρο να επισκεφθεί την Κύπρο, και να συναντηθεί με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ στο παρουσιαζόμενο ως «προεδρικό» μέγαρο. Η προσπάθειά του είναι προφανής. Θέλει να αναβαθμίσει τον Ταλάτ σε «ισότιμο» του κυπρίου Προέδρου, και να δημιουργήσει προηγούμενο για παρόμοια αναγνώριση και μεταχείριση του Ταλάτ από όλους τους ξένους ηγέτες που θα επισκέπτονται την Κύπρο. Στο ίδιο πνεύμα εξήγγειλε ότι ο Ταλάτ θα προσκληθεί στο Λονδίνο, και θα συναντηθεί με τον άγγλο πρωθυπουργό στην επίσημη πρωθυπουργική κατοικία.
Η κυπριακή κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε έντονα και δήλωσε ότι σε μια τέτοια περίπτωση, αν δηλαδή ο Τζακ Στρο συναντηθεί με τον Ταλάτ στο «προεδρικό» μέγαρο, ο κύπριος Πρόεδρος θα αρνηθεί να τον συναντήσει. Ο Τζακ Στρο επιμένει παρ’ όλα αυτά και δηλώνει ότι θα πραγματοποιήσει την επίσκεψή του.
Στο ίδιο πνεύμα, κατά δεύτερο λόγο, η αγγλική διπλωματία προώθησε την ιδέα της δημιουργίας στο Ευρωκοινοβούλιο μιας «υψηλής ομάδας επαφής με τους Τουρκοκύπριους». Προφανής στόχος ήταν η χρησιμοποίηση της ομάδας αυτής για την αναβάθμιση των Τουρκοκυπρίων, την υπόσκαψη της ιδέας ότι η κυπριακή κυβέρνηση εκπροσωπεί ολόκληρη την Κύπρο και την προώθηση της λεγομένης «άρσεως της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων», που είναι το ψευδώνυμο της ντε φάκτο αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους ως ισοτίμου «συστατικού κράτους» της ελεύθερης Κύπρου.
Η αγγλική διπλωματία εκμεταλλευόμενη τη νωθρή μέχρι απάθειας αντίδραση των ελλήνων ευρωβουλευτών, που φαλκιδεύονται από τη γραμμή υπέρ του Σχεδίου Ανάν των δύο μεγάλων κομμάτων, κατόρθωσε να επιτύχει την έγκριση για τη σύσταση της ομάδας. Η τελευταία θα ενημερώνει για το έργο της τους επικεφαλής των πολιτικών ομάδων στο Ευρωκοινοβούλιο.
Είναι πολύ σημαντικό για την ελληνική πλευρά η ομάδα αυτή να μην καταστεί όργανο της αγγλικής διπλωματίας και να μη χρησιμοποιηθεί ως πολιορκητικός κριός για την εκπόρθηση των αντιστάσεων που υπάρχουν στις προσπάθειές της να επιβάλει τον κανονισμό για το απευθείας εμπόριο, και την ντε φάκτο αναβάθμιση του ψευδοκράτους.
Παράλληλη αμερικανική πολιτική προς την ίδια κατεύθυνση
Η αμερικανική διπλωματία, σε πλήρη σύμπνοια με το Λονδίνο και την Άγκυρα, στηρίζει την πολιτική αυτή και ασκεί πιέσεις στην ελληνική πλευρά για σύμπλευση προς αυτήν την κατεύθυνση με το άλλοθι της προσεγγίσεως με τους Τουρκοκυπρίους και την πρόταση «μέτρων για την αποκατάσταση εμπιστοσύνης».
Η γραμμή αυτή αναπαράγεται και προπαγανδίζεται στην Ελλάδα και στην Κύπρο από φιλικά προσκείμενα ΜΜΕ και αρθρογράφους.
Η ελληνική πλευρά, αφού δεν τόλμησε στις Συνόδους Κορυφής να υπερασπίσει, όπως επιβαλλόταν, τη θέση της και την ισότιμη υπόσταση της Κύπρου στην ΕΕ, καλείται τώρα να πληρώσει το τίμημα της ατολμίας της και του εγκλωβισμού της στη στρατηγική του Σχεδίου Ανάν, που είναι εκ των πραγμάτων αδιέξοδη και βλαπτική.
Η ελληνική πλευρά δεν ζήτησε και δεν επέμεινε η Άγκυρα να αναγνωρίσει την Κύπρο ως όφειλε, και να δώσει τουλάχιστον δείγματα μιας άλλης πολιτικής και προσεγγίσεως στα ελληνοτουρκικά.
Η Άγκυρα μπροστά σε τόση υποχωρητικότητα αποθρασύνθηκε. Δηλώνει προκλητικά ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσει για την Κύπρο το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως. Αντιθέτως, θέλει να το μετατρέψει σε όπλο για να προωθήσει τις κοινές προσπάθειες με τους Αγγλοαμερικάνους για την επιβολή του απευθείας εμπορίου. Δηλώνει κυνικά ότι θα το εφαρμόσει μόνον όταν αρθεί η «οικονομική απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων, δηλαδή όταν επιβληθεί το απευθείας εμπόριο με τα κατεχόμενα.
Η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου για την Κύπρο σε μια τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση Βορρά και Νότου, αναγνώριση δύο ισότιμων «συστατικών μερών». Θα ήταν δηλαδή μπούμερανγκ για την Κύπρο.
Ανάγκη νέας στρατηγικής
Η κατάσταση αυτή δείχνει ανάγλυφα πόσο αναγκαία και επείγουσα είναι η ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής, που θα έχει βάση τη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα, μέρος της οποίας είναι σήμερα η Κύπρος.
Η ανάγκη αυτή είναι εξόφθαλμη όταν γίνεται καθημερινά σαφές από κάθε άλλη ενδιαφερόμενη πλευρά ότι δεν τίθεται θέμα ουσιαστικών αλλαγών στο Σχέδιο Ανάν. Αυτό υπαινίσσεται με κάθε τρόπο η αμερικανική πλευρά. Αυτό προσπαθεί να επιβάλει η βρετανική πλευρά. Αυτό λέει ο υποτελής στον αγγλοαμερικανικό παράγοντα Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν. Αυτό και ακόμη χειρότερα δηλώνει και ζητά η τουρκική και η τουρκοκυπρική πλευρά.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπορεί να σύρεται παθητικά και να διολισθαίνει συνεχώς προς την αποδοχή ντε φάκτο μιας καταστροφικής λύσεως.
Το πνεύμα αυτό, μετά τις δηλώσεις του διπλωματικού συμβούλου του Προέδρου Παπαδόπουλου, κ. Τζιωνή, πριν από δύο μήνες, εξέφρασε έντονα με δηλώσεις του ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας, Λιλλήκας, που θεωρείται ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του Προέδρου, και ο οποίος ανέλαβε προσωρινά και τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου. «Η εμμονή στο Σχέδιο Ανάν ως βάσεως για τη λύση του Κυπριακού είναι αδιέξοδη» τόνισε ο κ. Λιλλήκας. «Πρέπει να πάμε σε άλλη στρατηγική, που να έχει βάση τις αρχές και αξίες της ΕΕ, μέρος της οποίας είναι σήμερα η Κύπρος».
Οι δηλώσεις αυτές είναι ενδεικτικές ενός κλίματος και μιας σιωπηρής οργής της μεγάλης πλειονότητας που ψήφισε «όχι» στο Σχέδιο Ανάν. Η πλειονότητα αυτή βλέπει να παραχαράσσεται η βούλησή της και να ακολουθείται μια πολιτική που οδηγεί σταδιακά σ’ αυτό που κατεδίκασαν και σε πλήρες αδιέξοδο. Με την έννοια λοιπόν αυτή τα όσα είπε δυνατά ο κύπριος υπουργός δεν εκφράζουν μόνο τον ίδιο. Εκφράζουν τη μεγάλη πλειονότητα του κυπριακού λαού που ανησυχεί και προβληματίζεται.
Σε ό,τι αφορά ακόμη τους αγγλικούς και αμερικανικούς εκβιασμούς για «αναγνώριση» και «αναβάθμιση» του ψευδοκράτους, καιρός είναι η ελληνική πλευρά να θυμηθεί ότι έχει στη διάθεσή της πολύ αποτελεσματικά μέσα για να αντικρούσει τους εκβιασμούς, να στείλει δεόντως το μήνυμα ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη η συγκατάθεσή της για το άνοιγμα των διαφόρων διαπραγματευτικών κεφαλαίων της Τουρκίας, το οποίο αναμένεται να γίνει κατά τους προσεχείς μήνες. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση όπου δεν θα εφαρμόσει η Άγκυρα το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, και θα επιμείνει ν’ ανοίξει νέο απαράδεκτο παζάρι.
«Χλιαρή στάση» της Αθήνας
Πάντως η Αθήνα (την οποία ο κ. Στρο θα επισκεφθεί στις 26 και 27 Ιανουαρίου και θα έχει συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, τον υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη, τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου κ.ά) με μια σχετικά «χλιαρή στάση» προσπαθεί να τηρήσει προσεκτική στάση. Αφενός μεν θέλει να παράσχει κάλυψη στην κυπριακή κυβέρνηση και τη στάση που αυτή τηρεί ως προς την επίσκεψη του κ. Στρο, αφετέρου σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να διαταράξει τις σχέσεις της με το Λονδίνο και να δημιουργήσει ένταση με αυτό.